Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 18-Απρ-2024 00:05

    Η "πέμπτη εξουσία"

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γεωργίου Μάτσου

    Ο τύπος είθισται να ονομάζεται "τέταρτη εξουσία", διότι ελέγχει την πολιτική εξουσία, δηλαδή τη νομοθετική (πρώτη) και την εκτελεστική (δεύτερη) εξουσία.

    Η τρίτη εξουσία, όμως, η δικαστική, δεν επιτρέπεται να υποκύπτει σε στιγμιαίες εξάρσεις της τρέχουσας ειδησεογραφίας. Επιβάλλεται, αντιθέτως, να παραμένει ανεπηρέαστη από την επικαιρότητα και να δικάζει ψύχραιμη και αποκλειστικά με βάση του κανόνες του κράτους δικαίου. Κι ενώ ο τύπος έχει το δικαίωμα (και την υποχρέωση) να δημοσιοποιεί, ακόμη και κριτικά, τα πεπραγμένα της δικαστικής εξουσίας, εντούτοις η διαλεκτική μεταξύ τύπου και δικαστικής εξουσίας δεν μπορεί να είναι όμοια με αυτή μεταξύ τύπου και πολιτικής εξουσίας. Ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας δια του τύπου αποτελεί εμπέδωση της λαϊκής κυριαρχίας και τμήμα της δημοκρατικής διαδικασίας. Ο έλεγχος όμως της δικαστικής εξουσίας δια του τύπου μπορεί να οδηγήσει σε υποκατάσταση της Δικαιοσύνης από διαφόρων ειδών λαϊκά δικαστήρια.

    Σημαίνει αυτό ότι η δικαστική εξουσία πρέπει να είναι ανεξέλεγκτη και να μην λογοδοτεί επί της ουσίας; Όχι: Κάθε ανεξέλεγκτη εξουσία αποτελεί πρόβλημα. Κάθε μορφή ελέγχου της Δικαιοσύνης, όμως, αποτελεί σοβαρότατο κίνδυνο για την ανεξαρτησία της. Πώς λοιπόν θα ελέγχεται η Δικαιοσύνη με θεσμικό και κοινωνικό σεβασμό, χωρίς να θίγεται η θεσμικώς απεριόριστη ανεξαρτησία της και χωρίς να εξυπηρετούνται ιδιοτελείς επιδιώξεις;

    Και στην Ελλάδα και διεθνώς η ορθότητα απονομής τής Δικαιοσύνης ελέγχεται άτυπα από τις πανεπιστημιακές Νομικές Σχολές. Ο έλεγχος αυτός μάλιστα διενεργείται όχι μόνον εκ των υστέρων, με κριτική των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και εκ των προτέρων: Όλοι οι δικαστές είναι απόφοιτοι κάποιας Νομικής Σχολής, συνηθέστατα εγχώριας. Συνεπώς, η νομική τους συνείδηση έχει διαμορφωθεί ήδη "εξ απαλών ονύχων" από όσα τους δίδαξαν οι καθηγητές τους στις νομικές τους σπουδές. Το δε επίπεδο των δικαστών, ως μέρους του νομικού κόσμου, συναρτάται άμεσα με το αν το πανεπιστήμιο παράγει καλούς ή κακούς νομικούς. Στις εξετάσεις για τη Σχολή Δικαστών επιτυγχάνουν μεν οι κατά τεκμήριο καλύτεροι, αλλά αν οι καλύτεροι προέρχονται από ένα σύνολο με επιδεινούμενη ποιότητα νομικού και ευρύτερου υποβάθρου, τότε ακόμη και αυτοί υστερούν έναντι των προσδοκιών της κοινωνίας.

    Η χαρακτηριστικότερη υπόθεση στην οποία διαψεύδονται οι προσδοκίες της κοινωνίας από τη Δικαιοσύνη είναι η δικαστική διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών. Δεν θα υπεισέλθουμε στην αντιπαράθεση των συγγενών των θυμάτων με τη Δικαιοσύνη. Θα σταθούμε μόνον στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, με τα οποία η κοινή γνώμη εκδηλώνει τη μαζική της απογοήτευση από τη διερεύνηση του δυστυχήματος, που προφανώς καταλαμβάνει πρωτίστως τη Δικαιοσύνη. Η – δίκαιη ή άδικη – διάψευση των προσδοκιών της κοινωνίας από τη Δικαιοσύνη είναι λοιπόν προφανής.

    Οι παθογένειες που διέπουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι και πολλές και μεγάλες. Κάποιες είναι ήδη διαπιστωμένες. Αλλά οι Νομικές Σχολές και ο ρόλος τους στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελούν παθογένεια που δεν έχει θιγεί μέχρι σήμερα στον δημόσιο λόγο. Κι όμως, οι Νομικές Σχολές θα διαμορφώσουν πρωτογενώς καλούς νομικούς και άρα καλούς δικαστές. Θα παράσχουν δε εν συνεχεία ανιδιοτελή επιστημονική κριτική σε δικαστικά σφάλματα, όπως και επιστημονική υποστήριξη στην ανάγκη της Δικαιοσύνης να παραμένει ανεπηρέαστη από εξωγενείς πιέσεις.

    Σήμερα οι ελληνικές Νομικές Σχολές δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν τη βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης. Οι λόγοι είναι πολλοί:

    α) Πολλοί καθηγητές νομικών σχολών ασχολούνται παράλληλα (συχνά ως κύριο έργο τους) με τη δικηγορία. Είναι εύλογο, οι καθηγητές-δικηγόροι να μην έχουν ως πρώτη προτεραιότητα την ανιδιοτελή έκφραση επιστημονικής άποψης, αλλά την εξυπηρέτηση του δικηγορικού τους συμφέροντος, ακόμη και του διαδίκου που κατά περίπτωση εκπροσωπούν. Αν και η άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος από τους Πανεπιστημιακούς θα πρέπει να είναι κατά κανόνα επιτρεπτή, ειδικώς στις Νομικές Σχολές η δικηγορία πρέπει να απαγορευθεί ολοσχερώς και άμεσα και έμμεσα (υπό μορφή π.χ. "συστέγασης" καθηγητών με δικηγόρους, που συχνά θα ήταν συγγενικά τους πρόσωπα).

    Ο Κώδικας Δικηγόρων απαγορεύει ήδη την παράσταση καθηγητών σε πρωτοβάθμια αστικά και διοικητικά δικαστήρια και Πλημμελειοδικεία. Η απαγόρευση αυτή πρέπει να γενικευτεί.

    β) Η απαγόρευση άσκησης δικηγορίας στους καθηγητές Νομικών Σχολών πρέπει να συνοδεύεται και με ουσιωδέστατη αύξηση των αποδοχών τους: Αν χρειαζόμαστε τις Νομικές Σχολές ως "πέμπτη εξουσία", τότε πρέπει οι καθηγητές τους να μην χρειάζονται αλλότρια εισοδήματα. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο βαθμός δυσκολίας για να γίνει κανείς καθηγητής Νομικής (θα έπρεπε να) είναι πολύ υψηλότερος από τον βαθμό δυσκολίας τού να γίνει κανείς δικαστής – πάντως οι τυπικές απαιτήσεις θέσης καθηγητή είναι πολύ υψηλότερες – οι αποδοχές τους θα έπρεπε να είναι διακριτά υψηλότερες και από τις αποδοχές των δικαστών. Τούτο χρήζει ίσως και συνταγματικής κατοχύρωσης.

    γ) Οι δημόσιες Νομικές Σχολές πρέπει να αυξηθούν σε αριθμό. Σήμερα οι καθηγητές Νομικής είναι σχετικά λίγοι, οι πρωτοβάθμιοι καθηγητές (οι μόνοι με πλήρη καθηγητική εξουσία) λιγότεροι, αυτοί δε μεταξύ των πρωτοβάθμιων που είναι όντως επιδραστικοί στη Δικαιοσύνη ακόμη λιγότεροι. Είναι λοιπόν εύλογο να δημιουργούνται διάφορες ακούσιες (στην καλύτερη περίπτωση) σχέσεις εξάρτησης μεταξύ των ολιγάριθμων επιδραστικών καθηγητών και των ανώτατων, ιδίως, δικαστών. Από το ποιος θα διοργανώσει ένα συνέδριο, από το ποιος θα προσκληθεί ως εισηγητής σε συνέδρια, μέχρι το πόσο έντονα επικριτικό θα είναι ένα σχόλιο σε συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, είναι φανερό ότι όσο πιο λίγοι είναι οι καθηγητές, τόσο πιο ευπροσάρμοστοι θα είναι σε υπόρρητες ή και ρητές επιθυμίες της δικαστικής εξουσίας.

    Η πολυποίκιλη ισχύς που έχουν οι καθηγητές Νομικής αποδεικνύεται από την ένταση των αντιδράσεων στις δύο πρόσφατες απόπειρες ίδρυσης τέταρτης Νομικής Σχολής στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν κατάφερε να αναβαθμίσει το τότε Γενικό Τμήμα Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου σε κανονική Νομική Σχολή. Το δε 2019 η ίδρυση Νομικής Σχολής στην Πάτρα από την απερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακυρώθηκε από την κυβέρνηση ΝΔ μόλις αυτή εξελέγη. Για να υπάρχει όμως επαρκής ανεξαρτησία στις σχέσεις των Νομικών Σχολών με τη Δικαιοσύνη, η χώρα χρειάζεται όχι τέσσερις, αλλά τουλάχιστον επτά Νομικές Σχολές, με αναλογική μείωση βέβαια του αριθμού των εισακτέων στις υφιστάμενες Σχολές.

    δ) Στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να καταργηθεί η διάταξη (άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος) που επιτρέπει στους δικαστικούς λειτουργούς να είναι καθηγητές Νομικών Σχολών. Η διάταξη αντανακλά παλαιότερη θεσμική διάθεση έναντι της Δικαιοσύνης και των Νομικών Σχολών. Σήμερα που η αποτελεσματικότητα και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από δεδομένα έχουν γίνει ζητούμενα, είναι επιβεβλημένο ο ελεγχόμενος (Δικαιοσύνη) να μην ταυτίζεται με τον ελέγχοντα (Νομικές Σχολές) ή πάντως με αυτόν που διαμορφώνει πρωτογενώς την ποιότητά της και το ήθος της. Ειδικά υπό τον σημερινό υπερβολικά χαμηλό αριθμό των τριών Νομικών Σχολών και των, έστω και ακούσιων, σχέσεων διαπλοκής που, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργούνται με τη Δικαιοσύνη, η καθηγητική ιδιότητα των καθηγητών-δικαστών, περιπλέκει κι άλλο τα πράγματα προς την κατεύθυνση αυτή.

    ε) Πρέπει τέλος να αυξηθεί ουσιωδώς η χρηματοδότηση των Νομικών Σχολών για να βελτιωθεί το πρόγραμμα των σπουδών τους. Ιδίως η επιδείνωση του επιπέδου της σχολικής εκπαίδευσης δημιουργεί ανάγκες και γενικής ακόμη παιδείας. Όσοι δεν έχουν μάθει να γράφουν σχολικές εκθέσεις με τον τρόπο που είχε μάθει η παλαιότερη γενιά νομικών, δυσκολεύονται στη σύνταξη νομικών κειμένων, δηλαδή στη βασική νομική εργασία. Η δε μείωση των μαθηματικών στην ύλη γενικής παιδείας της Β΄ Λυκείου μειώνει τη δυνατότητα των νέων νομικών να σκέπτονται νομικά και να προβαίνουν σε υπαγωγή και δικανικό συλλογισμό. Πρέπει λοιπόν το πρόγραμμα των πανεπιστημιακών νομικών σπουδών να εμπλουτιστεί με εντατικά μαθήματα συγγραφής νομικών κειμένων, καθώς και με μαθήματα τυπικής λογικής (κλάδου της επιστήμης των μαθηματικών) στα πρώτα εξάμηνα.

    Μια αναβάθμιση των Νομικών Σχολών όπως η προτεινόμενη ενδέχεται να συναντήσει αντίδραση από άλλες επιστήμες, που εύλογα θεωρούν ότι δικαιούνται εξίσου την προσοχή (και τη χρηματοδότηση) της πολιτείας. Όπως όμως οι Ιατρικές Σχολές χρειάζονται πανεπιστημιακές κλινικές και άρα αντίστοιχη χρηματοδότηση, έτσι διαφοροποιείται και ο θεσμικός ρόλος που καλούνται να επιτελέσουν οι Νομικές Σχολές. Η δε ανεξαρτησία των δημόσιων τουλάχιστον Νομικών Σχολών ως συνδιαμορφωτών της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης επιβάλλει την αποφυγή ιδιωτικής χρηματοδότησης, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο μέλλον η Δικαιοσύνη στις προσδοκίες όλων.

    * Ο Γεώργιος Ι. Μάτσος είναι Δ.Ν., Δικηγόρος
     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ