00:04 09/09
Τα Πάντα Όλα ή Βάλτε τώρα που γυρίζει
Χάος, χάσμα και χυλός: τα τρία Χαρακτηριστικά του σύγχρονου έλληνα.
Του Αριστοτέλη Σταμούλα
Ο δημόσιος διάλογος με αφορμή την εμπροσθοβαρή (προ Συνταγματικής αναθεώρησης) κυβερνητική πρωτοβουλία θεσμοθέτησης των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη χώρα μας θα ήταν, ομολογουμένως, περισσότερο ωφέλιμος και αποδοτικός για το κοινωνικό σύνολο, εάν κατόρθωνε να επικεντρωθεί πρωτίστως σε πραγματιστικές και λιγότερο σε ιδεολογικές αναλύσεις. Τις δεύτερες, εξάλλου, τις έχουμε εξαντλήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες, με την πλάστιγγα να γέρνει μονότονα υπέρ της διατήρησης ενός απόρθητου "κρατικού μονοπωλίου". Όμως, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού πολλά από τα ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης και, δη, της τριτοβάθμιας (πρόσβαση, διεύρυνση, χρηματοδότηση, αξιολόγηση, εξωστρέφεια, κ.λπ.) κατορθώνουν, ως ανεπίλυτα, να μας απασχολούν αρκετά συχνά.
Η ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά πολύ μεγάλη και επιβεβαιώνει ότι το αγαθό της πανεπιστημιακής μόρφωσης κατέχει κορυφαία θέση στην αξιακή κλίμακα της ελληνικής κοινωνίας. Κάτι τέτοιο προκύπτει τόσο από τον έντονα ανταγωνιστικό χαρακτήρα των Πανελληνίων Εξετάσεων, στις οποίες "συνωστίζονται" κάθε χρόνο χιλιάδες υποψήφιοι, όσο και από το ύψος των ετήσιων ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών για τη φροντιστηριακή προετοιμασία, αλλά και τη μετέπειτα μακρόχρονη οικονομική υποστήριξη εκείνων των σπουδαστών που θα φοιτήσουν (από ελεύθερη ή υποχρεωτική επιλογή) εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας τους.
Δεδομένης της ελεγχόμενης εισαγωγής υποψηφίων σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, η οποία ευλόγως υπαγορεύεται από τις πεπερασμένες λειτουργικές τους δυνατότητες να δέχονται απεριόριστο αριθμό φοιτητών, αλλά και από μια στοιχειώδη ανάγκη αξιολόγησης γνώσεων (αλλιώς, ποιος ο λόγος ύπαρξης των εξετάσεων;), αναπόφευκτα ένας σημαντικός αριθμός νέων που ονειρεύονται να σπουδάσουν μένουν εκτός πυλών του δημόσιου συστήματος, αναζητώντας ως εκ τούτου εφάμιλλες εναλλακτικές.
Ενόψει μιας τέτοιας μεγάλης και διαρκώς ανατροφοδοτούμενης δεξαμενής "πελατών", τέθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1980 τα θεμέλια για την ανόρθωση μιας εύρωστης και δυναμικά αναπτυσσόμενης αγοράς αδιαβάθμητων (εκτός τυπικής εκπαίδευσης) μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, όμως την ίδια στιγμή εν πολλοίς άναρχης, αρρύθμιστης και, κατά συνέπεια, άκρως επιβλαβούς για τα συμφέροντα των "συναλλασσόμενων" (σπουδαστών και των γονιών τους).
Τα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, περί ων κυρίως ο λόγος, γέμισαν κυριολεκτικά κάθε γωνιά των μεγάλων αστικών κέντρων, επιχειρώντας με παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές αυτοπροσδιορισμού τους, παρανόμως, ως "κολεγίων", "ακαδημιών", "σχολών", "πανεπιστημίων", κ.λπ., με διαφημιστικά σλόγκαν όπως "Σπουδές με το υψηλό επίπεδο ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου!", "Αποκτήστε ισχυρά Ευρωπαϊκά Bachelors και Masters και ξεχωρίστε!", "Αναγνωρισμένες ανώτερες σπουδές!", "Πανεπιστημιακές σπουδές Ευρωπαϊκού επιπέδου!", "Είσαι στο πανεπιστήμιο!", κ.λπ., αλλά και με τη σύναψη πομπωδών, πλην όμως αμφίβολης ακαδημαϊκής αξίας συνεργασιών με ιδρύματα του εξωτερικού, να προβληθούν ψευδώς ως ισότιμοι ανταγωνιστές των δημόσιων πανεπιστημίων, να πείσουν για την υψηλή ποιότητα των σπουδών τους, καθώς και για τις επαγγελματικές προοπτικές που με υποτιθέμενη σιγουριά αυτές εξασφάλιζαν στους αποφοίτους τους.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο στην πλειονότητα των περιπτώσεων για επιχειρηματικές οντότητες με ανεπαρκείς κτιριακές και υλικοτεχνικές υποδομές, διεθνείς ακαδημαϊκές πιστοποιήσεις από ανεπίσημους ή μη εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς, προχειρογραμμένα ή κακοαντιγραμμένα προγράμματα σπουδών και διδακτικό προσωπικό αδιευκρίνιστων ή χαμηλών (πχ, χωρίς διδακτορικό) προσόντων.
Η συγκεκριμένη αγορά ρυθμίστηκε κάπως, όταν κάποια χρόνια αργότερα (το 2008) με νόμο τέθηκαν για πρώτη φορά και με κάποια σοβαρότητα οι όροι συνεργασίας ιδιωτικών φορέων μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης (κολεγίων) με αναγνωρισμένα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού για την παροχή σπουδών που οδηγούν στην απόκτηση πρώτου πτυχίου ή τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν κατόρθωσε να εξαλείψει ολοσχερώς φαινόμενα σκόπιμων ελλειμμάτων προσυμβατικής ενημέρωσης και παραπλανητικής χειραγώγησης υποψήφιων σπουδαστών, κυρίως σε σχέση με τη διαφημιζόμενη ακαδημαϊκή και επαγγελματική αναγνώριση σπουδών, την προβλεπόμενη αδειοδότηση των εν Ελλάδι φορέων από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και το κύρος της πιστοποίησης συνεργαζόμενων αλλοδαπών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες εθνικές Αρχές των κρατών προέλευσης.
Το μεγάλο πλήθος καταγγελιών που κατά κύματα στο παρελθόν γέμιζαν το inbox φορέων προστασίας, όπως ο Συνήγορος του Καταναλωτή, στέκει ως τρανή και αδιαμφισβήτητη ένδειξη της έντασης των παραπάνω προβλημάτων.
Αφήνοντας κατά μέρους εκείνους που μπορούσαν πάντοτε να επιλέξουν, με βάση και την οικονομική τους δυνατότητα, την πραγματοποίηση των σπουδών τους στη φυσική έδρα ξένων πανεπιστημίων, από την άλλη πλευρά όλα τα προηγούμενα χρόνια ευνοήθηκε από τις εγχώριες συνθήκες η παρατεταμένη λειτουργία μιας ιδιωτικής αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με πολλά νομοθετικά κενά, χαλαρή κρατική εποπτεία, γκρίζες περιοχές και με εμφανή τα στοιχεία εκμετάλλευσης της ακόρεστης ελληνικής δίψας για πανεπιστημιακή μόρφωση. Αλήθεια, πόσοι σπούδασαν σε τέτοιες δομές, χωρίς οι τίτλοι που τους χορηγήθηκαν να έχουν το αναμενόμενο ακαδημαϊκό ή επαγγελματικό αντίκρισμα; Και πόσος χρόνος, κόπος και χρήματα επενδύθηκαν για την απόκτηση ανούσιων (μη αξιοποιήσιμων) προσόντων στην αγορά εργασίας ή για περαιτέρω ακαδημαϊκές επιδιώξεις;
Ο αντίλογος ότι τα χαμηλά αντανακλαστικά του κράτους συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας τέτοιας προβληματικής κατάστασης είναι κατά βάση σωστός, αφού αμφιλεγόμενα ιδρύματα τύπου εργαστηρίων ελευθέρων σπουδών αφέθηκαν επί μακρόν να λειτουργούν στο περιθώριο του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και κατά περίπτωση, μάλιστα, να αισχροκερδούν ανενόχλητα στο προσοδοφόρο πεδίο της (ψευδο)τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επομένως, τι διαφορετικό θα περιμέναμε από το κράτος να έχει πράξει, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξισορρόπησης, αφενός, της υψηλής ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές, αφετέρου, διοχέτευσης αυτής της ζήτησης σε αξιόπιστους εκπαιδευτικούς παρόχους με μεγαλύτερη ευρυχωρία και υπό καθεστώς ισχυρών εγγυητικών συνθηκών ορθής λειτουργίας; Μήπως, για παράδειγμα, να είχε ήδη αλλάξει το άρθρο 16 του Συντάγματος αρκετά νωρίτερα;
* Ο Αριστοτέλης Σταμούλας είναι Διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας