00:04 25/09
Ο σκιώδης στόλος των ρωσικών πετρελαιοφόρων
Υπάρχουν εκατοντάδες γερασμένα δεξαμενόπλοια, ηλικίας άνω και των 50 ετών, με αμφιλεγόμενο αξιόπλοο, τα οποία τον απαρτίζουν.
Η ρωσική οικονομία, σύμφωνα με το ΔΝΤ, αναμένεται να μεγεθυνθεί ταχύτερα από τη διεθνή το 2023, φθάνοντας το 3,5% περίπου. Ένα τρίτο της ρωσικής οικονομικής αύξησης οφείλεται στη μεγέθυνση των πολεμικών βιομηχανιών, όπως και εκείνων που παράγουν για τροφοδοσία του μετώπου. Υψηλά έσοδα από εξαγωγές υδρογονανθράκων, ικανή οικονομική διοίκηση και χαλαρή επιβολή των κυρώσεων της Δύσης, έχουν παίξει τον θετικό ρόλο τους.
Το ύψος των σωρευτικών άμεσων στρατιωτικών δαπανών της Ρωσίας, περιόδου 2022-2024, θα μπορούσε να φθάσει τα $132 δισ., καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στο δεύτερο έτος του. Είναι σημαντικό ότι το ρωσικό υπουργείο οικονομικών προβλέπει σχεδόν τριπλασιασμό των άμεσων δαπανών για τον πόλεμο μεταξύ 2024 και 2023, σε 6,4 τρισ. το ελάχιστον, έναντι 2,3 τρισ. ρούβλια αντίστοιχα, ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου 6% του ΑΕΠ. Αυτός ο υψηλός προϋπολογισμός για το 2024 είναι ενδεικτικός, μεταξύ άλλων, της προβλεπόμενης αύξησης της παραγωγής όπλων και της κάλυψης των μέχρι τώρα απωλειών εξοπλιστικού κεφαλαίου, υποδηλώνοντας παράλληλα την πρόθεση της ρωσικής ηγεσίας για δραματική αύξηση των πολεμικών δυνατοτήτων της χώρας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Λόγω των μεγάλων απωλειών του 2022, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά $81-104 δισ. αλλά η αύξηση επανήλθε από το δεύτερο τρίμηνο του 2023, με κύριο οδηγό την παραγωγή όπλων και στρατιωτικού υλικού.
Ο πόλεμος άλλαξε τη ρωσική οικονομία προσθέτοντας νέες σημαντικές παραμέτρους. Οι τέσσερις περιοχές της Ουκρανίας οι οποίες προσαρτήθηκαν στη ρωσική ομοσπονδία είχαν ήδη απορροφήσει $18 δισ. μέχρι το 2023, και αναμένεται οι προϋπολογισμοί τους να ενισχυθούν με επιπλέον $5 δισ. το 2024, καθώς προβάλει επιτακτική η ανάγκη ανοικοδόμησης των υποδομών οι οποίες καταστράφηκαν κατά την εισβολή. Η ρωσική βιομηχανία έχει σε μεγάλο βαθμό μετασχηματιστεί, με τους αμυντικούς κλάδους να γνωρίζουν μεγάλη αύξηση παραγωγής και να επισκιάζουν το υπόλοιπο παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Η ανεργία μειώθηκε σε περίπου 3%, ενώ η απασχόληση έχει αυξηθεί κατά περίπου 850.000 εργαζομένους, σε σχέση με το 2022, όταν περίπου 500.000 εξειδικευμένοι Ρώσοι μετανάστευσαν, με κύριους λόγους την ιδεολογική αντίθεση και την αποφυγή της στράτευσης. Παρεμφερές αποτέλεσμα έχει και η δραματική απώλεια προσωπικού, το οποίο σε νεκρούς και τραυματίες ανέρχεται σε 312.000 από την αρχή του πολέμου. Η αύξηση της απασχόλησης συμπίπτει με τη μείωση του ενεργού πληθυσμού από τη μετανάστευση και τις πολεμικές απώλειες.
Παράλληλο αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας είναι η βελτίωση του ποσοστού των Ρώσων, οι οποίοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας σε ποσοστό 9,8%, το χαμηλότερο για τη χώρα από το 1992.
Το καθεστώς του Κρεμλίνου επιδιώκει να διατηρήσει μια εικόνα κανονικότητας, ίσως και ευημερίας, αυξάνοντας τους αριθμούς και τους μισθούς των στρατιωτικών και όσων ασχολούνται με την πολεμική δραστηριότητα, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει σε παράλληλη αύξηση των μισθών και στους άλλους κλάδους, για πλήρωση των κενών απασχόλησης που παρατηρούνται σε αυτούς.
Κατά τον τρόπο αυτό έχει τονωθεί η πραγματική κατανάλωση, η οποία τον Νοέμβριο του 2023 αυξήθηκε ετήσια κατά 10,5% παρά τον πληθωρισμό. Στο πλαίσιο αυτό αυξήθηκε και η ζήτηση επιδοτούμενων δανείων για κατοικίες, τα οποία ανέρχονται σε $130 δισ. περίπου ή 7% του ΑΕΠ, παρά τις αντιρρήσεις της Κεντρικής Τράπεζας. Οι δανειοδοτούμενοι προέρχονται κυρίως από εκείνους, οι οποίοι απασχολούνται σε στρατιωτικούς και συγγενείς κλάδους. Είναι πιθανότατο το πρόβλημα δυσκολίας στην αποπληρωμή αυτών των δανείων, όταν ο πόλεμος λήξει και μειωθούν οι μισθοί και ο αριθμός των εργαζομένων στον στρατιωτικό τομέα. Ίσως τότε υπάρξει και πρόβλημα με την αξιοπιστία τραπεζών, οι οποίες χορηγούν τα δάνεια, αν η κατάσταση δεν ελεγχθεί εκ των προτέρων.
Σύμφωνα με δυτικούς αναλυτές (Rand) η Ρωσία μπορεί να ανταπεξέλθει στο κόστος του πολέμου με την Ουκρανία, για αρκετά χρόνια τουλάχιστον. Όμως μακροχρόνια, η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο είναι πιθανό να γνωρίσουν κάμψη.
Οι διεθνείς κυρώσεις της Δύσης είχαν και θετικό αποτέλεσμα για τη Ρωσία, κατά το ότι προφύλαξαν την οικονομία από εξωτερικές αρνητικές επιπτώσεις, αφού η χώρα απομονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς χρήματο-οικονομικές αγορές και τις διακυμάνσεις τους.
Η ρωσική κυβέρνηση εργάζεται με την προϋπόθεση, ότι θα εισπράξει έσοδα από εξαγωγές υδρογονανθράκων περίπου $119 δισ. το 2024, ή 6,4% του ΑΕΠ, με μέση τιμή πετρελαίου $70 το βαρέλι. Στο ποσοστό αυτό ανέρχονται, όπως προαναφέραμε, και οι άμεσες στρατιωτικές δαπάνες. Δηλαδή ο πόλεμος σε πολύ μεγάλη έκταση χρηματοδοτείται από τις εξαγωγές των υδρογονανθράκων (Κίνα, Ινδία κ.ά.). Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο οι δυτικές κυβερνήσεις ασκούν πιέσεις περιορισμού, αν και μέχρι τώρα η Ρωσία με διάφορους ελιγμούς στη μεταφορά και διάθεση έχει επιτύχει μεγάλη μείωση του αρνητικού αντίκτυπου. Παρά ταύτα, ό,τι απέτυχαν να δημιουργήσουν οι κυρώσεις της Δύσης, θα μπορούσε να επιτύχει μια οικονομική ύφεση και η αποδυνάμωση πχ της Κίνας, η οποία παραμένει ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας.
Γενικά, η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας δείχνει σταθερή, τουλάχιστον βραχυχρόνια, δεδομένου ότι η χώρα διαθέτει μεγάλα νομισματικά αποθέματα κινεζικού γουάν και χρυσού (2η παγκόσμια), οπότε ίσως δεν χρειαστεί να καταφύγει σε εξωτερικό δανεισμό λόγω των αναγκών του πολέμου.
Άλλωστε, ο δείκτης του εξωτερικού χρέους της κυβέρνησης προς το ονομαστικό ΑΕΠ είναι της τάξης του 15,7% (Σεπτ. 2023), οπότε το χρέος μάλλον δεν θα είναι σημαντικός κίνδυνος για το μέλλον, σε αντίθεση με τις υπερχρεωμένες δυτικές οικονομίες. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η ευκαιρία η οποία ενδεχομένως θα παρουσιαστεί, αν με τη λήξη του πολέμου η κυβέρνηση ιδιωτικοποιήσει πολεμικές βιομηχανίες, ενισχύοντας τη χρηματοδότησή της.
Με τα δεδομένα αυτά, συνυπολογίζοντας και τις μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας η Ρωσία δεν παύει να είναι ελκυστικός χώρος επενδύσεων, παραλλάσσοντος κινδύνου. Αυτό είναι ένα δίλημμα για τη Δύση και ειδικά την Ευρώπη.
Τη σύγχρονη ρωσική οικονομία διαχειρίζονται επαγγελματίες τεχνοκράτες την άποψη των οποίων ακολουθεί ο Πούτιν σε μεγάλο βαθμό. Αν και μεγάλες εταιρείες (πχ Rosneft) και ολιγάρχες έχουν ζητήσει μείωση των επιτοκίων, η κυβέρνηση και οι σύμβουλοι του Πούτιν στηρίζουν την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας στη λήψη των αποφάσεών της, η οποία διατηρεί το επιτόκιο σε 16%. Είναι ένα επίπεδο, αν και υψηλό για υγιή οικονομία, το οποίο επιτρέπει στον κεντρικό νομισματικό φορέα να ελέγχει τον πληθωρισμό, τον οποίο κυρίως προκαλούν οι εισαγωγές, ενώ το ρούβλι υποτιμάται και παραμένει ασταθές (50-100 ρούβλια/$ από το 2022 και μετά).
Δομικά προβλήματα όπως η εξάρτηση από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, η ανάγκη εισαγωγών, κυρίως από την Κίνα, και οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις τις οποίες εντονοποιούν η μετανάστευση και οι απώλειες του πολέμου, θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, και η λύση τους θα καθυστερεί όσο ο Πούτιν επιμένει στον συγκεντρωτικό έλεγχο.
Ο πόλεμος με την Ουκρανία παραμένει για τον Ρώσο πρόεδρο μια βασική παράμετρος οργάνωσης, τόσο για την εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική την οποία ακολουθεί, ειδικά καθώς η πολεμική βιομηχανία της χώρας του κινείται πλέον σε υψηλούς ρυθμούς παρέχοντας αφθονία υλικού και μέσων. Εγκατάλειψη του πολέμου, χωρίς το Κρεμλίνο να μπορεί να τον προσδιορίσει ως νίκη είναι αδιανόητη. Κατά πάσα πιθανότητα ο πόλεμος θα έχει μακρά διάρκεια, καθώς η σύγκρουση αυτή όχι μόνο ικανοποιεί το όραμα και τις φιλοδοξίες του Πούτιν, αλλά επιτρέπει και την επιβίωση του καθεστώτος του. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα επιβεβαιωθεί και στις προσεχείς εκλογές.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτή