00:04 10/09
Ναυτιλία & Εμπόριο Καυσίμων: Μπροστά σε μια Παγκόσμια Μετάβαση
Η ναυτιλία βρίσκεται σήμερα στο σταυροδρόμι μιας πολυδιάστατης μετάβασης.
Οι φωνές υπέρ της διακοπής των ευρωπαϊκών εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία πληθαίνουν με τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και την αδυναμία των κυρώσεων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι στιγμής, να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε για ολικό και άμεσο εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα, πυρηνικών καυσίμων και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι έθεσε το δίλημμα για την Ευρώπη ξεκάθαρα: "θέλουμε ειρήνη ή το κλιματιστικό αναμμένο;” διαβεβαιώνοντας πως αν ζητηθεί από την ΕΕ η παύση εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, η Ιταλία θα ακολουθήσει. Μέχρι στιγμής όμως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρουσιάζονται διστακτικές να προβούν σε μία τέτοια κίνηση, αναλογιζόμενες τη σημαντική εξάρτησή τους από τη ρωσική ενέργεια και το συνακόλουθο κόστος το οποίο θα επιφέρει μία τέτοια εξέλιξη στους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Πληθώρα οικονομικών μελετών έχουν παρουσιαστεί ήδη από το ξεκίνημα της εισβολής στην Ουκρανία οι οποίες επιχειρούν να εκτιμήσουν το κόστος που θα επιβαρύνει τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά. Αν και οι προβλέψεις διαφέρουν, όλες φαίνονται να συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως το κόστος για την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι διαχειρίσιμο. Μία μελέτη από τους Chepeliev, Hertel και van der Mensbrugghe κάνει λόγο για μείωση του ευρωπαϊκού πραγματικού εισοδήματος μικρότερης του 1% (0,3%-0,6%), με μία αύξηση των τιμών ενέργειας για τα νοικοκυριά της τάξης του 6,8%-8%. Ο χρονικός ορίζοντας της επίπτωσης υπολογίζεται βραχυπρόθεσμος με τη μείωση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού εισοδήματος στην Ευρώπη να ανέρχεται μόλις στο 0,04% κατά μέσο όρο για την περίοδο 2022-2030. Στην ίδια γραμμή κινείται και έρευνα της Goldman Sachs, εκτιμώντας πως μία ολική διακοπή μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη θα μειώσει το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 2% για το 2022. Συγκεκριμένα για την περίπτωση της Γερμανίας η οποία βρίσκεται υψηλά αναφορικά με την αξία εισαγωγών φυσικού αερίου αλλά και παρουσιάζει μία δύσκαμπτη θέση όσον αφορά την παύση ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών, μία πρόσφατη μελέτη έγκριτων οικονομολόγων έχει αναδείξει το θέμα του κόστους για τη χώρα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι σε μία περίπτωση εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια, το κόστος για τη Γερμανία θα είναι σημαντικό αλλά διαχειρίσιμο, με την ανάλυση να προβλέπει μία πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 0,5% - 3% υπό διαφορετικά σενάρια. Η μελέτη επίσης αναφέρει πως η Γερμανία διαθέτει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο ώστε να καλύψει το επιπρόσθετο κόστος μέσω στοχευμένων επιδομάτων στήριξης, κάτι που έκανε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία της στοίχισε 4,5% του ΑΕΠ.
Βασική στόχευση των επιχειρημάτων υπέρ του ευρωπαϊκού εμπάργκο στις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές είναι η δυνατότητά του ως κύρωση να συνεισφέρει αποτελεσματικά και γρήγορα στη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι μέχρι στιγμής επιβληθείσες κυρώσεις δεν έχουν καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στο ρωσικό προϋπολογισμό, ικανό να οδηγήσει σε παύση χρηματοδότησης του πολέμου. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η Ρωσία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας η οποία βασίζει μεγάλο μέρος των κρατικών της εσόδων στην εξαγωγή ενέργειας, και όσο αυτή συνεχίζει απρόσκοπτα, η χώρα διαθέτει τους οικονομικούς πόρους για τη στήριξη της εισβολής. Σύμφωνα με την Elina Ribakova, οικονομολόγο του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF), το 36% των ρωσικών κρατικών εσόδων (βάσει του ρωσικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για το 2021) προέρχεται από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η συνεισφορά αυτή αναμένεται να αυξηθεί άνω του 50% ως αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών ενέργειας με τη ρωσική οικονομία να αναμένει δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2022. Την ίδια στιγμή όμως, η ΕΕ αποκτά κι ένα ισχυρό μοχλό πίεσης απέναντι στη Ρωσία, αφού ο κύριος όγκος των εξαγωγών ενέργειας κατευθύνεται προς τη Δύση: άνω του 60% των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου και περίπου 50% των εξαγωγών πετρελαίου προορίζονται για την ΕΕ, το Ηνωμ. Βασίλειο και τις ΗΠΑ (στοιχεία του 2020) με την Ευρώπη να λαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο. Κρίσιμο ζήτημα είναι και η δυνατότητα της Ρωσίας να υποκαταστήσει τις εξαγωγές προς τη Δύση με εξαγωγές προς την Κίνα, ωστόσο ειδικά για την περίπτωση του φυσικού αερίου που μεταφέρεται κυρίως μέσω αγωγών κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δύσκολο μεσοπρόθεσμα.
Δεδομένης λοιπόν της ουσιαστικής οικονομικής εξάρτησης της Ρωσίας από τις εξαγωγές ενέργειας προς την Ευρώπη και την απουσία εναλλακτικών εμπορικών προορισμών, ένα ενδεχόμενο εμπάργκο θα προκαλούσε ισχυρό πλήγμα στη συνέχιση του πολέμου. Ωστόσο, η Ευρώπη καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η εποχικότητα που παρουσιάζουν οι ενεργειακές εισαγωγές καθιστούν την τρέχουσα περίοδο, οπότε και η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση μειώνεται, κατάλληλη για μία τέτοια κίνηση. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται να αξιολογήσει τόσο τους εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας, όσο και τις ευρύτερες συνέπειες που θα φέρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κάτι που αναμφίβολα απαιτεί χρόνο. Το δίλημμα λοιπόν που θέτει ο Μάριο Ντράγκι είναι υπαρκτό και συνοψίζει το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η Ευρώπη: είναι διατεθειμένη να υποστεί το κόστος για να συνεισφέρει ουσιαστικά στη λήξη του πολέμου;
* Ο κ. Γιώργος Μανάλης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)