Τρίτη, 30-Δεκ-2025 07:30
Το γεωπολιτικό "big bang" της φον ντερ Λάιεν
του Vladimir Shopov
Όταν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μίλησε το 2019 για μια "γεωπολιτική Επιτροπή", η πρόθεσή της αφορούσε περισσότερο την κατεύθυνση της πολιτικής πορείας παρά ένα επείγον και λεπτομερές σχέδιο με στόχο τη δημιουργία μιας ένωσης ασφάλειας με πλήρεις αμυντικές δυνατότητες. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές επιταγές καθοδηγούν πλέον την ανάπτυξη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της άμυνας και της διασφάλισης οικονομικής ισχύος.
Η Στρατηγική Ένωσης Ασφάλειας της ΕΕ, που υιοθετήθηκε το 2020, ξεκίνησε με ένα εννοιολογικό πλαίσιο συμπληρωματικό προς το ΝΑΤΟ. Πλέον καθοδηγείται από τον στόχο της "αμυντικής ετοιμότητας 2030", σύμφωνα με τον οποίο —για την ενίσχυση των δυνατοτήτων ασφάλειας— η ΕΕ εφαρμόζει μια εσωτερική στρατηγική ασφάλειας με αμυντικό προσανατολισμό. Παράλληλα, για την αντιμετώπιση οικονομικών κινδύνων και εξαρτήσεων, από το 2023 η ΕΕ εφαρμόζει και μια στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, την οποία διευρύνει συνεχώς. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, νομικά εργαλεία όπως ο μηχανισμός κατά του εξαναγκασμού.
Όμως πουθενά η μεταβαλλόμενη προσέγγιση της ΕΕ στη γεωπολιτική δεν είναι πιο εμφανής από ό,τι στη διεύρυνση. Καθώς η Ένωση επικεντρώνεται στην εδραίωση της επιρροής της απέναντι στη ρωσική απειλή από την ανατολή και την αμερικανική πίεση από τη δύση, οφείλει να διασφαλίσει ότι δεν παραμελεί την αιρεσιμότητα χάριν γεωπολιτικών κερδών.
Η γεωπολιτική επηρεάζει πλέον και τη διεύρυνση της ΕΕ, καθώς και το βασικό της εργαλείο, την αιρεσιμότητα (σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιες χώρες πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και απαιτήσεις για να ενταχθούν στην ΕΕ). Ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία έχει φέρει τις γεωπολιτικές παραμέτρους στον πυρήνα της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Αυτό είναι σαφές στην προσέγγιση τόσο προς την Ουκρανία όσο και προς τη Μολδαβία, οι οποίες υπέβαλαν αίτηση ένταξης το 2022.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις συνήθως διαρκούν χρόνια, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να ενταχθεί στην ΕΕ ήδη από το 2027, στο πλαίσιο μιας διαπραγματευμένης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Η ΕΕ θα μπορούσε να εφαρμόσει παρόμοια λογική και στη Μολδαβία, δεδομένου του διαρκούς κινδύνου ρωσικής διείσδυσης και υβριδικού πολέμου. Αν και το χρονοδιάγραμμα του 2027 φαίνεται μη ρεαλιστικό για τη Μολδαβία, οι πολιτικές συζητήσεις περί συντόμευσης της διαπραγματευτικής περιόδου δείχνουν ότι η ΕΕ μεταβάλλει την προσέγγισή της —παρά τις δυσκολίες υιοθέτησης, εφαρμογής και εδραίωσης των ευρωπαϊκών κανόνων και πρακτικών στη χώρα.
Η αιρεσιμότητα της ΕΕ αντιμετωπίζει επιπλέον πιέσεις από τις ΗΠΑ. Η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ για το 2025 συνδυάζει μια πικρή και εχθρική κριτική προς την ΕΕ και τις πολιτικές της με μια υποστηρικτική στάση απέναντι σε ό,τι η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί "υγιή έθνη" —συμπεριλαμβανομένων ασταθών κρατών στα Δυτικά Βαλκάνια— ώστε να διαπραγματεύονται με τις Βρυξέλλες. Καλλιεργώντας αντιστάσεις απέναντι στην ΕΕ στην περιοχή αυτή, η Αμερική θα ενίσχυε μόνο την απροθυμία των κρατών αυτών να ευθυγραμμιστούν με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις πρακτικές.
Για παράδειγμα, το Μαυροβούνιο έχει υιοθετήσει διεθνείς συμφωνίες που επιτρέπουν μη ανταγωνιστικές διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, παρά το κλείσιμο του σχετικού διαπραγματευτικού κεφαλαίου ένταξης, παραβιάζοντας έτσι το δίκαιο της ΕΕ. Αντίστοιχα, η Σερβία έχει υπογράψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα, παρά τις αρνητικές αντιδράσεις της ΕΕ. Είναι, επομένως, πιθανό τα κράτη αυτά να καταλήξουν να συνάψουν παρόμοιες συμφωνίες και με τις ΗΠΑ.
Σε προηγούμενες διευρύνσεις, οι ΗΠΑ υλοποίησαν προγράμματα στήριξης που συμπλήρωναν την ενταξιακή πορεία της ΕΕ σε τομείς όπως η δικαστική μεταρρύθμιση, η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και οι εσωτερικές υποθέσεις. Ωστόσο, αυτό είναι απίθανο να συνεχιστεί υπό τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση.
Η γεωπολιτικά υποκινούμενη διεύρυνση θα μπορούσε να έχει και άλλες επιπτώσεις στην προσέγγιση της ΕΕ ως προς την αιρεσιμότητα. Η ένταξη των υποψηφίων των Δυτικών Βαλκανίων, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας για γεωπολιτικούς λόγους θα συνιστούσε μια ακόμη "μεγάλη έκρηξη" διεύρυνσης, όπως το 2004 και το 2007. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δημόσια αντίσταση σε πολλά κράτη-μέλη. Πέρα από την υπέρβαση του δημόσιου σκεπτικισμού, θα απαιτούσε από την ΕΕ να επιλύσει ένα μείζον συνταγματικό ζήτημα: τη μετάβαση από την ομοφωνία στην πλειοψηφική ψηφοφορία στη λήψη αποφάσεων.
Η Γαλλία και η Γερμανία ήδη πιέζουν για αυτή τη μεταρρύθμιση, αρχικά στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ωστόσο, αυτό απαιτεί αλλαγές στις συνθήκες της ΕΕ, κάτι που είναι σχεδόν αδύνατο να συμβαδίσει με ένα επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα διεύρυνσης. Οι υφιστάμενες νομικές δυνατότητες για μετάβαση σε πλειοψηφική ψηφοφορία κατά περίπτωση απαιτούν ομοφωνία. Ενώ τα κράτη-μέλη αντιμετώπιζαν επί μακρόν τα ζητήματα αυτά ως νομικές λεπτομέρειες, καθώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εισέρχεται σε πυρήνες εθνικής κυριαρχίας όπως η άμυνα και η ασφάλεια, τα θέματα αυτά θα προκαλέσουν διαφωνίες και θα οδηγήσουν σε εσωτερική δυσλειτουργία της ΕΕ.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αντιμετωπίζουν σοβαρά διλήμματα. Πρώτον, πώς μπορούν να εξισορροπήσουν τη γεωπολιτική λογική της διεύρυνσης με τη δηλωμένη πολιτική της ΕΕ για ενσωματωμένη ετοιμότητα ένταξης; Η τελευταία διασφαλίζει ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες, θεσμοί και πρακτικές δεν υιοθετούνται απλώς τυπικά, αλλά εσωτερικεύονται και εφαρμόζονται βιώσιμα. Αυτό ήταν ένα βασικό δίδαγμα από το κύμα διεύρυνσης του 2004–2007 προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, δεδομένων των επίμονων προβλημάτων, για παράδειγμα, στον δικαστικό τομέα.
Δεύτερον, πώς θα πρέπει να αντιδράσει η ΕΕ στην υποστήριξη των ΗΠΑ προς πολιτικές δυνάμεις στα Δυτικά Βαλκάνια που ενδιαφέρονται περισσότερο να παίζουν σε όλα τα ταμπλό παρά για μια ισχυρή ένταξη στην ΕΕ; Η Ένωση πρέπει να διασφαλίσει ότι όσα προσφέρει ο Τραμπ δεν είναι πιο δελεαστικά από όσα θα μπορούσαν να κερδίσουν τα κράτη μέσω της συμμετοχής τους στην Ένωση.
Τρίτον, πώς μπορεί η ΕΕ να προωθήσει την ένταξη βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων ακόμη και με το ενδεχόμενο να διαταράξει τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ; Αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στη νοτιοανατολική Ευρώπη, με τέτοια διλήμματα να γίνονται ολοένα και πιο επίκαιρα καθώς οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι κλιμακώνονται.
Ο πειρασμός του "και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο" —η εξισορρόπηση των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων με μια αξιοκρατική διαδικασία ένταξης— είναι κατανοητός. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνεδρίασε στις 18 και 19 Δεκεμβρίου, πρότεινε την ταυτόχρονη επιδίωξη και των δύο. Ωστόσο, η πρόοδος αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Η ΕΕ είναι πιθανό να εξετάσει τουλάχιστον διάφορους μηχανισμούς αναστολής της ιδιότητας μέλους, τη συνεχιζόμενη παρακολούθηση των μεταρρυθμίσεων μετά την ένταξη και αυστηρότερη αιρεσιμότητα όσον αφορά την πρόσβαση σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Σε οικονομικό επίπεδο, περαιτέρω χρηματοδοτική βοήθεια για την αντιμετώπιση της επιρροής τρίτων χωρών (όπως η Κίνα, το Ιράν αλλά και η Αμερική) θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Υποστηρικτική πολιτική ρητορική και ενεργή διπλωματία θα διατηρήσουν τη διεύρυνση της ΕΕ στην ατζέντα. Ωστόσο, η ισχυρότερη έμφαση στη γεωπολιτική συνεπάγεται και την επανεμφάνιση της προοπτικής του πολέμου, παρά την απροθυμία πολλών πολιτικών να παραδεχτούν αυτή την πραγματικότητα. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η γεωπολιτική θα υπερισχύσει τελικά κάθε άλλης παραμέτρου.
Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.
Επιμέλεια - Απόδοση: Νικόλας Σαπουντζόγλου