Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 21-Ιαν-2009 14:32

    Εξώδικο προς Αράπογλου από συνδικαλιστές

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου
    Εξώδικη δήλωση κατά του Διευθύνοντα Συμβούλου της Εθνικής Τάκη Αράπογλου και του Γενικού Διευθυντή Πέτρου Οικονόμου κατέθεσαν σήμερα, ο πρόεδρος της ΟΤΟΕ Σταύρος Κούκος και ο Πρόεδρος του Συλλόγου Υπαλλήλων της Τράπεζας Γιώργος Γιαννακόπουλος. 

    Στο εξώδικο, οι δύο συνδικαλιστές, ως μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας καλούν τους κ. Αράπογλου και Οικονόμου να δώσουν εξηγήσεις, υποστηρίζοντας ότι ο κ. Οικονόμου, Γενικός Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας δεν μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του καθώς ισχύει ασυμβίβαστο τόσο γιατί λαμβάνει σύνταξη από ασφαλιστικό φορέα, όσο και γιατί έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του.

    Σύμφωνα με το εξώδικο, ο κ. Οικονόμου είναι συνταξιούχος της πρώην Ιονικής Τράπεζας, λαμβάνοντας μηνιαία σύνταξη από τα ασφαλιστικά ταμεία (ΤΑΠΙΛΤ, ΤΑΠΙΛΤΑΤ) ενώ ήδη από το Φθινόπωρο του 2005, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα στην Τράπεζα είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του.

    Ειδικότερα: Με το άρθρο 63Α του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως σήμερα ισχύει, ορίζονται τα εξής: Στην παρ. 2 εδ. β΄ «Η παροχή νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή απαγορεύεται στους δικηγόρους που λαμβάνουν από το Δημόσιο ή από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης σύνταξη ή άλλη οποιαδήποτε παροχή που υπερβαίνει το βασικό μισθό δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, με πάγια περιοδική αμοιβή κατά τους όρους του Κώδικα περί Δικηγόρων, χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση ή επίδομα εκτός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.)». 

    Στην δε παρ. 6: «Δικηγόροι που εμπίπτουν στις απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, υποχρεούνται να δηλώσουν στο δικηγορικό σύλλογο, του οποίου είναι μέλη, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού, ποια θέση προτιμούν να διατηρήσουν από τις κατεχόμενες από αυτούς περισσότερες θέσεις με πάγια περιοδική αμοιβή ή να επιλέξουν μεταξύ των κατεχομένων και της κατά την παρ. 2 αμειβόμενης θέσης ή σύνταξης».

    Περαιτέρω, με την παρ. 6 ορίζεται ότι «Δικηγόρος που έχει συμπληρώσει α) το 65ο έτος της ηλικίας του ή β) τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη από το Ταμείο Νομικών δεν επιτρέπεται εφεξής να προσληφθεί για να παρέχει τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή σε οποιονδήποτε εντολέα».

    Στο εξώδικο τονίζεται ότι με τις παρ. 7 έως 9 επιβάλλονται ειδικές υποχρεώσεις τόσο στους εντολείς όσο και τους δικηγόρους και απειλούνται ποινές και πειθαρχικές κυρώσεις κατά των παραβατών. Με την παρ. 9 ορίζεται ότι «Εκπρόσωποι των οργανισμών επιχειρήσεων και νομικών προσώπων, ιδιώτες εντολείς της παρ. 1 καθώς και δικηγόροι που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, οι οποίες ορίζονται στις παρ. 1, 2, 4, 6, 7 και 8, τιμωρούνται κατά το άρθρον 458 του Ποινικού Κώδικα». Εκτός των άλλων, ο δικηγόρος που παραβιάζει τις διατάξεις της παρ. 2 εδ. β΄ τιμωρείται με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης τουλάχιστον τεσσάρων μηνών και σε περίπτωση υποτροπής με οριστική απόλυση. 

    Τέλος, στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου ορίζεται: «Συμβάσεις παροχής νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή που θα συναφθούν κατά παράβαση των παρ. 1, 2 και 4 είναι αυτοδικαίως άκυρες», στην δε παρ. 11 ότι «Ποσά που καταβάλλονται σε δικηγόρους για νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες κατά παράβαση των απαγορεύσεων του άρθρου αυτού δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες δαπάνες στη φορολογία οποιουδήποτε επιτηδευματία».

    Στις απαγορευμένες κατά τα άνω εκτιθέμενα συμβάσεις εμπίπτει, κατά πάγια νομολογία, και κάθε άλλη σύμβαση με την οποία τα μέρη επιδίωξαν ουσιωδώς όμοιο αποτέλεσμα με αυτό της έμμισθης εντολής, ακόμη και αν η σύμβαση αυτή έφερε, προς αποφυγή του ως άνω νομικού κωλύματος, διαφορετικά εξωτερικά στοιχεία. 

    Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι η σύμβαση ανάθεσης δικηγορικών ή νομικών υπηρεσιών από εντολέα σε δικηγόρο, που λαμβάνει σύνταξη από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, με αμοιβή ανά υπηρεσία, με την οποία όμως τα μέρη αποσκοπούσαν στην εξομοίωση του δικηγόρου με έμμισθο, ως αντικείμενη σε απαγορευτική, όπως η ανωτέρω (παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 63Α), διάταξη νόμου είναι αυτοδικαίως άκυρη, θεωρείται ότι δεν έγινε και δεν συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα, αφού διαφορετικά η σύναψη τέτοιων ιδιότυπων συμβάσεων θα οδηγούσε σε ευθεία καταστρατήγηση του νόμου [βλ. ΟλΑΠ 16/2004, ΕΕργΔ 2005.293· ΑΠ 590/2004, ΕΕργΔ 2006.783].

    Ρ. Σαλούρου

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ