Στη στρατηγικής σημασίας συνεργασία του ομίλου Σιδενόρ και της αμερικανικής Nucor Corporation αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, η διοίκηση της Σιδενόρ στη σημερινή (16/5/2008) παρουσίαση της εταιρείας στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών.
Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση της εταιρείας, βάσει του Μνημονίου Συνεργασίας, η Nucor θα αποκτήσει το 34% μιας νέας θυγατρικής της Σιδενόρ, υπό την οποία θα ενταχθεί το σύνολο της χαλυβουργικής δραστηριότητας του ομίλου Βιοχάλκο (εξαιρουμένης της Σωληνουργεία Κορίνθου A.E.). Σημειώνεται ότι η Nucor, με συνολική παραγωγή το 2007 που ξεπερνά τους 23 εκατομμύρια τόνους, κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στον αποδοτικό συνδυασμό προηγμένης τεχνολογίας και ανθρώπινου δυναμικού, με στόχο την εξυπηρέτηση των πελατών της με υψηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες.
Όπως αναφέρεται σχετικά, η συνεργασία αυτή θα επιτρέψει στη Σιδενόρ να διευρύνει τη γκάμα των παραγομένων προϊόντων, να αυξήσει και βελτιστοποιήσει τη χρήση νέων προηγμένων τεχνολογιών και να επιταχύνει τη στρατηγική της επέκταση στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Βόρεια Αφρική και πρόκειται να υλοποιηθεί περί τα τέλη του έτους, υπό την προϋπόθεση ολοκλήρωσης των συνήθων για τις συμφωνίες αυτές διαδικασιών ελέγχου, εγκρίσεων και υπογραφής των οριστικών συμβάσεων.
Στην παρουσίαση δόθηκε έμφαση στα κύρια σημεία που χαρακτηρίζουν τον όμιλο Σιδενόρ σήμερα ως έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους παραγωγής προϊόντων χάλυβα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Χαρακτηριστικά τονίστηκε ότι ο όμιλος Σιδενόρ επενδύει σταθερά στους τέσσερις βασικούς τομείς των λειτουργιών του, δηλαδή τον τομέα χαλυβουργίας, τον τομέας σωληνουργίας, τον τομέα καθετοποιημένης παραγωγής και τον τομέα πωλήσεων & διανομής.
Στόχος των υψηλών επενδύσεων τα τελευταία έτη υπήρξε η αναβάθμιση και επέκταση των παραγωγικών μονάδων, η βελτίωση της παραγωγικότητας και η διεύρυνση της γκάμας προϊόντων με υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα. Σήμερα, η ολοκλήρωση σημαντικών επενδύσεων, όπως η επένδυση στο νέο ελασματουργείο επιμήκων προϊόντων στη θυγατρική Stomana Industry στη Βουλγαρία, θέτουν τα θεμέλια της μελλοντικής ανάπτυξης του Ομίλου. Παράλληλα έχει ήδη δρομολογηθεί η επένδυση του νέου ελάστρου (Compact Mill) στις εγκαταστάσεις της θυγατρικής Sovel στον Αλμυρό Μαγνησίας. Σημαντική επίσης κατά το 2007 υπήρξε η περαιτέρω διεθνοποίηση του Ομίλου με ανάπτυξη των εκτός Ελλάδος δραστηριοτήτων του και με την ταυτόχρονη ενίσχυση και επέκταση του εμπορικού δικτύου σε Αλβανία, Ρουμανία και Κύπρο.
Όλα τα ανωτέρω έχουν προσδώσει ιδιαίτερη αξία στον Όμιλο και έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη νέων συνεργασιών, αλλά κυρίως τη δυναμική επέκταση των δραστηριοτήτων εκτός των Ελληνικών συνόρων.
Στον τομέα της Σωληνουργίας, ο Όμιλος μέσω τη θυγατρικής Σωληνουργεία Κορίνθου, έχει ολοκληρώσει και πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις όπως η αναβάθμιση της μονάδας ERW/HFI από 24΄΄ σε 26΄΄, η δε συνεργασία με τη ρώσικη εταιρία ΤΜΚ μέσω της κοινοπραξίας ZAO TMK - CPW έχει ήδη επιφέρει τα πρώτα απτά αποτελέσματα τη χρήση 2007.
Το 2007 υπήρξε μια ιδιαίτερη χρονιά η οποία χαρακτηρίστηκε από μεταπτώσεις στις τιμές των μετάλλων και του χάλυβα διεθνώς με σαφείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα όλων των μεταλλουργικών εταιριών διεθνώς. Παράλληλα η υποχώρηση της διεθνούς ζήτησης για χαλυβουργικά προϊόντα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2007 επιβράδυνε το ρυθμό κερδοφορίας του κλάδου έναντι του πρώτου εξαμήνου 2007, με αντίστοιχη συμπίεση των περιθωρίων και για τον όμιλο Σιδενόρ.
Παρ΄ όλες τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, το 2007 ήταν ένα ακόμη έτος ανάπτυξης για τον όμιλο Σιδενόρ, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στα Βαλκάνια με τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών να ανέρχεται στα 1.390 εκ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 13% έναντι της αντίστοιχης περυσινής χρήσης. Το μικτό κέρδος διατηρήθηκε αμετάβλητο και διαμορφώθηκε στα 290 εκ. ευρώ, ενώ τα κέρδη προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων (EBITDA) σημείωσαν πτώση κατά 3% περίπου και ανήλθαν στα 213 εκ. ευρώ. Τέλος, τα καθαρά ενοποιημένα κέρδη μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας διαμορφώθηκαν σε 92 εκ. ευρώ (0,95 ευρώ ανά μετοχή) έναντι 108 εκ. ευρώ (ή 1,13 ευρώ ανά μετοχή) τη χρήση του 2006.