Επιμένει στην αναγκαιότητα του λιθάνθρακα, ο πρόεδρος της ΔΕΗ Π. Αθανασόπουλος, επισημαίνοντας ότι η ένταξή του στο ενεργειακό μείγμα θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης (σε σύγκριση με τις υφιστάμενες παλαιές λιγνιτικές μονάδες).
Μιλώντας στην 1η Επιμορφωτική – Επιστημονική Ημερίδα της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης ΔΕΗ με θέμα «Η ΔΕΗ στην απελευθερωμένη αγορά ενέργειας», ο κ. Αθανασόπουλος αναφέρθηκε στις νέες επενδύσεις της ΔΕΗ και στην επιλογή του λιθάνθρακα. Σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, η πραγματοποίηση των νέων μεγάλων επενδύσεων θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των οξειδίων του αζώτου αλλά και θεαματικές μειώσεις στις εκπομπές σωματιδίων και τις εκπομπές διοξειδίου του θείου.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, ειδικά για τις ανθρακικές μονάδες που προωθεί η ΔΕΗ, ο κ. Αθανασόπουλος ανέφερε ότι λόγω του υψηλού βαθμού απόδοσης (>45%) έναντι των παλαιών λιγνιτικών (<33%), οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι σημαντικά χαμηλότερες, συγκρινόμενες με παλαιές αλλά και τις σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες.
«Συνεπώς, η εισαγωγή του άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα θα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει την παραγωγή και διάθεση σε επιχειρήσεις και οικιακούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Αθανασόπουλος.
Σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, η υλοποίηση των επενδύσεων στον Τομέα Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας θα έχει άμεσα θετικά οφέλη για το περιβάλλον, καθώς μεταξύ των ετών 2006 και 2015 θα εξασφαλισθεί μείωση ανά παραγόμενη κιλοβατώρα :
* του διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2) κατά 25%
* του διοξειδίου του θείου (SO2) κατά 91%
* των οξειδίων του αζώτου (NOx) κατά 39%
* των σωματιδίων (PM) κατά 56%.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Αθανασόπουλου έχει ως εξής:
"Αγαπητοί συνάδελφοι,
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σήμερα κοντά σας για να χαιρετίσω την πολύ σημαντική Ημερίδα που έχει οργανώσει η Επιχείρηση και αφορά ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως αυτό της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Θεωρώ ως σημαντικό γεγονός το ότι η σημερινή Ημερίδα αποτελεί την απαρχή μιας σειράς ανάλογων εκπαιδευτικών εκδηλώσεων με θέματα που ενδιαφέρουν την Επιχείρησή μας.
Γιατί η Εκπαίδευση που είναι προσαρμοσμένη στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των επιχειρήσεων, αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την προσαρμογή των εργαζομένων και των στελεχών στο νέο, ταχύτατα μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Στον κόσμο των επιχειρήσεων «επιβιώνουν» εκείνες οι επιχειρήσεις που έχουν αναγνωρίσει τι συμβαίνει στο περιβάλλον τους και προσαρμόζονται διαρκώς με τον περίγυρό τους. Η παγκοσμιοποίηση της διεθνούς οικονομίας έχει κάνει πλέον τον ανταγωνισμό πολύ έντονο, με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται ταχύτατα οι συνθήκες στις οποίες κινούνται οι επιχειρήσεις.
Με αυτόν τον άξονα, βασικός στόχος της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της ενέργειας είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο πλαίσιο του στόχου αυτού, η σχετική αγορά – η οποία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών της ΔΕΗ από την άποψη του ελεύθερου ανταγωνισμού – δεν περιορίζεται απλά και μόνον στα σύνορα της Ελληνικής Επικράτειας, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμώνται και οι εισαγωγές και εξαγωγές προς και από το Ελληνικό Σύστημα.
Ειδικότερα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πολύ μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται για τη δημιουργία της Περιφερειακής Αγοράς Ενέργειας της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης. Στο περιβάλλον αυτό είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ότι η ανάπτυξη των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών της ΔΕΗ αποσκοπεί σε δραστηριοποίησή της όχι μόνον εντός των συνόρων της χώρας αλλά και εκτός αυτών, διασφαλίζοντας την ενίσχυση του ρόλου της σε περιφερειακό τουλάχιστον επίπεδο.
Εξάλλου, σε αυτή την περιφερειακή αγορά δραστηριοποιούνται ή προγραμματίζουν να επεκταθούν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρίες ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η αγορά της ΝΑ Ευρώπης κατά το 2005 είχε μέγεθος 215 TWh και αναμένεται το 2020 να ανέλθει σε 315 TWh.
Στα μεγέθη αυτά περιλαμβάνεται και η Ελληνική αγορά, η οποία ήταν 50 TWh το 2005 και προβλέπεται να ανέλθει σε 80 TWh το 2020.
Στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, τα επενδυτικά έργα είναι εντάσεως κεφαλαίου και απαιτούν αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθούν, από τη λήψη της απόφασης μέχρι τη θέση σε λειτουργία νέων μονάδων.
Επισημαίνεται ότι ο χρόνος για την παράδοση του αναγκαίου εξοπλισμού έχει επιμηκυνθεί κατά την τελευταία διετία, λόγω της έκρηξης της ζήτησης που παρατηρείται στην παγκόσμια αγορά. Για παράδειγμα, μια νέα μεγάλη ανθρακική μονάδα 800 MW, που θα παραγγελθεί με τις διαγωνιστικές διαδικασίες που εφαρμόζει η ΔΕΗ, δεν προβλέπεται να παραδοθεί και να τεθεί σε λειτουργία πριν από το 2014-2015.
Πέραν αυτών, ο χρονικός ορίζοντας του επιχειρηματικού προγραμματισμού στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να είναι πολύ μεγάλος και, κατά συνέπεια, να τίθεται στο 2020 και μετά. Με αυτόν τον ορίζοντα, οι ανάγκες σε νέες μονάδες του Ελληνικού συστήματος είναι πολύ μεγαλύτερες από μία μεσοπρόθεσμη θεώρηση που περιορίζεται στην επόμενη πενταετία.
Εάν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι επιχειρηματικές ευκαιρίες της ευρύτερης περιφερειακής αγοράς, οι προοπτικές για νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που αναφέρονται σε ορισμένα δημοσιεύματα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΕΣΜΗΕ, η ζήτηση ενέργειας στην Ελλάδα το έτος 2020 προβλέπεται να φθάσει στις 80.000 GWh. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και μια δυνατότητα εξαγωγών της τάξης του 10%, τότε φθάνουμε στις 88.000 GWh.
Για να καλύψουμε αυτή τη ζήτηση ενέργειας, θα πρέπει να έχουμε ισχύ ηλεκτροπαραγωγής 18.500 MW το 2020.
Εάν λάβουμε υπόψη μας τις υπάρχουσες μονάδες της ΔΕΗ, καθώς και το πρόγραμμα απόσυρσης παλαιών μονάδων και αντικατάστασής τους με νέες, δηλαδή με τις μονάδες φυσικού αερίου στο Αλιβέρι και στη Μεγαλόπολη, τις δύο λιγνιτικές μονάδες σε Μελίτη και Πτολεμαΐδα και τις δύο ανθρακικές μονάδες στο Αλιβέρι και στη Λάρυμνα, και πάλι απαιτείται η κατασκευή νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής επιπλέον ισχύος 6.000MW μέχρι το 2020.
Εάν συγκρίνουμε το κόστος παραγωγής βασισμένοι σε ένα υψηλό σενάριο τιμών καυσίμων, που φαίνεται σήμερα να είναι το επικρατέστερο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο άνθρακας είναι η οικονομικότερη επιλογή σε σύγκριση με το φυσικό αέριο, λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
H πραγματοποίηση των νέων μεγάλων επενδύσεων θα επιτρέψει στις νέες μονάδες που θα δημιουργηθούν να επιτύχουν μια σημαντική μείωση των οξειδίων του αζώτου. Έτσι, ενώ μια παλαιά λιγνιτική μονάδα εκπέμπει 2,3 kg/MWh, οι νέες λιγνιτικές μονάδες που θα κατασκευάσει η ΔΕΗ με σύγχρονη τεχνολογία, θα μειώσουν τις σχετικές εκπομπές σε 0,7 kg/MWh. Σε ότι αφορά τις ανθρακικές με ενσωματωμένη σύγχρονη αντιρρυπαντική τεχνολογία, οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου θα είναι 0,6 kg/MWh, ενώ στην περίπτωση νέων μονάδων με καύσιμο φυσικό αέριο, οι εκπομπές θα φθάνουν 0,3 kg/MWh.
Πολύ θεαματικές μειώσεις παρουσιάζονται και στις εκπομπές σωματιδίων. Ενώ οι παλαιές λιγνιτικές μονάδες εκπέμπουν 1 kg/MWh, οι νέες λιγνιτικές θα εκπέμπουν 0,1 kg/MWh, οι ανθρακικές 0,06 kg/MWh και αυτές με καύσιμο φυσικό αέριο 0,03 kg/MWh.
Σε ότι αφορά στις εκπομπές του διοξειδίου του θείου, η ΔΕΗ με τις νέες λιγνιτικές μονάδες που θα αναπτύξει, θα εξασφαλίσει μείωση κατά 82% σε σχέση με τις παλαιές λιγνιτικές, ενώ οι νέες μονάδες άνθρακα και φυσικού αερίου, που θα διαθέτουν υπερσύγχρονη τεχνολογία, θα εξασφαλίσουν μειώσεις κατά 86% και 99% αντίστοιχα.
Λόγω του υψηλού βαθμού απόδοσης των σύγχρονων ανθρακικών μονάδων (>45%) έναντι των παλαιών λιγνιτικών (<33%), οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι σημαντικά χαμηλότερες, συγκρινόμενες με παλαιές αλλά και τις σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες.
Συνεπώς, η εισαγωγή του άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα θα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει την παραγωγή και διάθεση σε επιχειρήσεις και οικιακούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.
Η υλοποίηση των επενδύσεων στον Τομέα Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας θα έχει άμεσα θετικά οφέλη για το περιβάλλον, καθώς μεταξύ των ετών 2006 και 2015 θα εξασφαλισθεί μείωση ανά παραγόμενη κιλοβατώρα :
* του διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2) κατά 25%
* του διοξειδίου του θείου (SO2) κατά 91%
* των οξειδίων του αζώτου (NOx) κατά 39%
* των σωματιδίων (PM) κατά 56%.
Παράλληλα, η ολοκλήρωση της στρατηγικής μας θα βοηθήσει σημαντικά τη χώρα στην επίτευξη των υποχρεώσεων της, όπως θα διαμορφωθούν από τους φιλόδοξους στόχους της Θεματικής Στρατηγικής για την Ατμοσφαιρική Ρύπανση (TSAP) της Ε.Ε., που προβλέπει σημαντικότατη μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων έως το 2020, αλλά και των δεσμεύσεων της χώρας για την κλιματική αλλαγή.
Εάν κάποιος αγνοεί τις δυνατότητες που παρέχουν οι Τεχνολογίες Καθαρού Άνθρακα (Clean Coal Technologies), με αποδεδειγμένη εμπειρία εφαρμογής σε πολλές μονάδες στον κόσμο, τότε μοιραία οδηγείται στο παραπλανητικό δίλημμα: Ή Ανάπτυξη Ή Περιβάλλον
Η ΔΕΗ, με την τεράστια εμπειρία και συσσωρευμένη τεχνογνωσία της, πρωτοπόρα επιχείρηση στην Ελλάδα στην εισαγωγή και αφομοίωση σύγχρονων τεχνολογιών στις δραστηριότητες της, πιστεύει ότι η Στρατηγική Παραγωγής που ακολουθεί εξυπηρετεί το στόχο ΚΑΙ Ανάπτυξη ΚΑΙ Περιβάλλον
Επιστρέφοντας τώρα στην Ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια διαρκή τάση συγκέντρωσης στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις:
Οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές συμφωνίες παρατηρήθηκαν μέσα στο 2007 (συγχώνευση GdF/Suez σε εξέλιξη, εξαγορά Endesa από ENEL, εξαγορά Scottish Power από Iberdrola κ.λπ.).
Οι έξι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, που επικρατούν στον Ευρωπαϊκό τομέα ενέργειας (EdF, GdF/Suez, EON, ENEL/Endesa, RWE, Iberdrola) είναι σήμερα από 5 έως 15 φορές μεγαλύτεροι από τη ΔΕΗ.
Ακόμη και η σύγκριση της ΔΕΗ με μία δεύτερη ομάδα εθνικών πρωταθλητών (EdΡ Πορτογαλίας, Fortum Φινλανδίας, CEZ Τσεχίας, Verbund Αυστρίας) ή μικρότερων Ευρωπαϊκών εταιρειών (Edison, Union Fenosa) δείχνει ότι αυτοί είναι από 1,2 έως 2,5 φορές μεγαλύτεροι από τη ΔΕΗ.
Αξίζει, εκτιμώ, να σημειώσω, ότι αρκετοί από τους ανωτέρω ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους ήδη δραστηριοποιούνται ή ενδιαφέρονται να αναπτύξουν δραστηριότητες στην ελληνική αγορά ή/και στην ευρύτερη αγορά της ΝΑ Ευρώπης.
Είναι προφανές ότι η προώθηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση της ολοκλήρωσης της απελευθέρωσης στον τομέα της αγοράς ενέργειας δημιουργεί νέα δεδομένα σε όλα τα επίπεδα:
Απελευθερώνονται οι εθνικές αγορές και δημιουργείται μια νέα ενωμένη τεράστια αγορά.
Δημιουργούνται νέες αναδυόμενες αγορές ενέργειας (Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ηλεκτρικοί Δακτύλιοι Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας κ.λ.π.).
Οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται προς τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται και επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε άλλες αγορές, πέραν αυτής στην οποία εδρεύουν, μέσω εξαγορών, οργανικών αναπτύξεων, συνεργασιών κ.λ.π.
Οι αλλαγές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να είναι πλέον πολύ μεγάλο το βέλτιστο μέγεθος των ενεργειακών επιχειρήσεων, χωρίς αυτό να έρχεται στην πράξη σε αντίθεση με τη σχετική έννοια της δεσπόζουσας θέσης.
Με αυτά τα δεδομένα, η αναγκαιότητα για την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη της ΔΕΗ, γίνεται πλέον επιτακτική.
Άλλωστε, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εταιρίες με μέγεθος 5πλάσιο έως 15πλάσιο από αυτό της ΔΕΗ αναπτύσσονται ραγδαία, είτε αυτοδύναμα είτε μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Σ’ αυτή ακριβώς την επιχειρηματική συγκυρία, η ενθάρρυνση της ανάληψης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών από μια εταιρία όπως η ΔΕΗ, ώστε μέσα από αυτές να μπορέσει να ανταγωνιστεί τους ευρωπαϊκούς κολοσσούς, κρίνεται απολύτως απαραίτητη, καθώς επιβάλλεται πλέον η περαιτέρω ανάπτυξη της περιουσιακής και παραγωγικής βάσης της επιχείρησης για τη μετεξέλιξή της σε «Εθνικό Πρωταθλητή» με ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η ΔΕΗ εξακολουθεί σήμερα να κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο στην ελληνική αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν παραβιάζει το δίκαιο – και συγκεκριμένα τις διατάξεις περί ελεύθερου ανταγωνισμού -, ούτε θεμελιώνει απαγόρευση της αύξησης του παραγωγικού δυναμικού της επιχείρησης.
Για όλους τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις στην υλοποίηση των στρατηγικών μας προτεραιοτήτων, ξεκινώντας από το ολοκληρωμένο πρόγραμμα κατασκευής νέων θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος 3.200MW, αλλά και στην ανάπτυξη της περιουσιακής και παραγωγικής μας βάσης.
Μόνο έτσι θα είμαστε σε θέση να εκπληρώσουμε την ξεκάθαρη και συμφωνημένη αποστολή μας, που δεν είναι άλλη παρά:
«Η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας, μέσω της παροχής αξιόπιστων ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών, με σεβασμό στο περιβάλλον.»