Κυριακή, 14-Δεκ-2025 11:00
Μ. Σάλλας: Πώς θα αποφύγουμε την επενδυτική αδράνεια
"Η Ελληνική οικονομία από το 2019 έχει να επιδείξει σειρά επιτυχιών", τονίζει ο Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής. Επισημαίνει ωστόσο ότι ενώ η θετική οικονομική εξέλιξη σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο συνεχίζεται μέχρι και το 2027, "μετά το 2027, λόγω περιορισμού των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το πρόγραμμα υποδεικνύει συγκράτηση έως και στασιμότητα της θετικής πορείας". Για να αποφευχθεί η στασιμότητα, πρέπει να αυξηθούν οι επενδύσεις συνεχίζει, και καταθέτει προς αυτή την κατεύθυνση ορισμένες πολύ συγκεκριμένες προτάσεις.
Η Ελληνική οικονομία από το 2019 έχει να επιδείξει σειρά επιτυχιών. Σταθεροποίηση του δημοσιονομικού περιβάλλοντος, σοβαρή και υπεύθυνη αντιμετώπιση της πανδημίας και βελτίωσης του ΑΕΠ με ρυθμό μεγαλύτερο του αντίστοιχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θετική οικονομική εξέλιξη σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα συνεχίζεται μέχρι και το 2027. Μετά το 2027, το πρόγραμμα δείχνει, λόγω περιορισμού των ευρωπαϊκών κονδυλίων, συγκράτηση έως και στασιμότητα της θετικής πορείας.
Οι προβλέψεις για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου είναι αποθαρρυντικές. Το 0,9% του ΑΕΠ το 2028 και το 0,8% το 2029, δεν επαρκούν για να διατηρηθεί το παραγωγικό απόθεμα της χώρας. Μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων προκύπτει αρνητικός καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου και αυτό σημαίνει ότι η οικονομία λειτουργεί με σταδιακά μειούμενο κεφαλαιακό υπόβαθρο. Η εξέλιξη αυτή δεν συνάδει με τους στόχους σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και υπονομεύει την ικανότητα της χώρας να επιτύχει διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η επενδυτική στασιμότητα έχει άμεση επίπτωση στην παραγωγικότητα. Η αύξηση της είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου αλλά και της συσσώρευσης κεφαλαίου. Όταν το κεφαλαιακό απόθεμα δεν ανανεώνεται, το προϊόν ανά εργαζόμενο παραμένει στάσιμο ή μειώνεται. Αυτό δεν είναι θεωρητικός κίνδυνος αλλά επιβεβαιωμένη πραγματικότητα. Χωρίς νέα μηχανήματα, σύγχρονες υποδομές, ψηφιακές αναβαθμίσεις και εκτεταμένα έργα μεταφορών, η οικονομία δεν μπορεί να ενισχύσει ούτε την προστιθέμενη αξία ούτε την ανταγωνιστικότητά της. Η στασιμότητα της παραγωγικότητας οδηγεί με τη σειρά της σε χαμηλή ανάπτυξη και σε περιορισμένες δυνατότητες αύξησης των μισθών και της απασχόλησης.
Η απασχόληση επηρεάζεται άμεσα από το επενδυτικό έλλειμμα. Οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται σε περιόδους υψηλής επενδυτικής δραστηριότητας έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στους οικονομικούς κύκλους. Αντίθετα οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται σε περιβάλλον χαμηλών επενδύσεων είναι πιο ευάλωτες και περιορίζονται σε τομείς χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα έχει ήδη βιώσει τις συνέπειες μιας οικονομίας που βασίζεται σε κατανάλωση και μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες. Αν δεν υπάρξει επενδυτική κατεύθυνση η αγορά εργασίας θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε περιοχές χαμηλής παραγωγικότητας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους μισθούς και τη συνολική οικονομική κινητικότητα.
Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμο αν ληφθεί υπόψη ότι η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μεγάλες μεταβάσεις. Η πράσινη οικονομία, η ψηφιακή μετάβαση και οι απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών, δημιουργούν σημαντικές ανάγκες κεφαλαίου. Χώρες που αποτυγχάνουν να επενδύσουν εγκαίρως, παγιδεύονται σε χαμηλή ανάπτυξη και μειωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Το παράδειγμα αυτό έχει επαναληφθεί σε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες που καθυστέρησαν να προσαρμοστούν. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να επαναλάβει αυτό το σφάλμα. Η καθυστέρηση θα έχει κόστος το οποίο δεν εμφανίζεται στο δημόσιο χρέος αλλά υπονομεύει την οικονομική βάση της χώρας.
Υπάρχει όμως ένα ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο. Η Ελλάδα διαθέτει πόρους που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν άμεσα χωρίς καμία επίπτωση στο δημόσιο χρέος. Το ταμειακό απόθεμα των περίπου 40 δις ευρώ αποτελεί μια σημαντική ασπίδα σταθερότητας. Η ύπαρξή του είναι χρήσιμη αλλά η παράταση της αδράνειας ενός τόσο μεγάλου ποσού δημιουργεί ένα διαφορετικό είδος ρίσκου. Σε περιβάλλον χαμηλών επενδύσεων η αδράνεια μεγάλων δημόσιων πόρων οδηγεί σε απώλεια αναπτυξιακών ευκαιριών. Η διάθεση 7 δις ευρώ από το απόθεμα αυτό σε καθαρά επενδυτικές δράσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης χωρίς να μεταβάλει καθόλου το επίπεδο της δημοσιονομικής ασφάλειας. Η αξιοποίηση τέτοιων πόρων είναι σύμφωνη με τη διεθνή πρακτική, η οποία αναγνωρίζει ότι η σταθερότητα είναι απαραίτητη ως μέσο για την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα 4 δις ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παραμένουν αναξιοποίητα. Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία σύγχρονων επενδυτικών σχημάτων, τα οποία θα διοχετεύουν πόρους σε επιχειρήσεις με υψηλή τεχνολογική αξία και προοπτική εξαγωγικής επέκτασης. Τα επιχειρηματικά αυτά σχήματα δεν επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος διότι δεν συνοδεύονται από κρατικές εγγυήσεις και επιτρέπουν την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων σε κλάδους όπου η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική δυναμική.
Η πιο θεσμική και ίσως πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση αφορά τη διαχείριση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η χώρα επιτυγχάνει συχνά πλεονάσματα που υπερβαίνουν τις ανάγκες κάλυψης τόκων και βασικών κοινωνικών προτεραιοτήτων. Το υπερβάλλον τμήμα μπορεί να κατευθύνεται σε ειδικό λογαριασμό επενδύσεων με αυτόματο κανόνα ενεργοποίησης. Αυτό δεν δημιουργεί νέα χρέη διότι δεν προέρχεται από δανεισμό αλλά από δημοσιονομική υπεραπόδοση. Εισάγει προβλεψιμότητα, ενισχύει την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και μετατρέπει τη δημοσιονομική πειθαρχία σε ενεργό εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού. Είναι η λογική που ακολουθούν χώρες με ισχυρή θεσμική παράδοση και μακροχρόνιο προγραμματισμό.
Η Ελλάδα είναι μπροστά σε μια επιλογή που θα καθορίσει την οικονομική της πορεία για τα επόμενα χρόνια. Να διατηρήσει μια περιοριστική επενδυτική στάση, η οποία θα οδηγήσει σε στασιμότητα ή να αξιοποιήσει τα διαθέσιμα εργαλεία και τους πόρους της για να ενισχύσει ουσιαστικά το κεφαλαιακό της υπόβαθρο. Η δεύτερη επιλογή απαιτεί πολιτική βούληση, τεχνοκρατική προσέγγιση και μια νέα αντίληψη για τον ρόλο της δημοσιονομικής σταθερότητας. Στη σημερινή συγκυρία η σταθερότητα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Η αδράνεια απέναντι στο επενδυτικό έλλειμμα αποτελεί μακροοικονομικό κίνδυνο. Το κόστος της δράσης είναι μικρό σε σύγκριση με το κόστος της απραξίας και η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει αυτήν την ευκαιρία".
*Ο Μιχάλης Σάλλας είναι Πρόεδρος Lyktos Group, Επίτιμος Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου