Τετάρτη, 04-Ιουν-2025 07:46
ΑΒΕΑ: Ντεμπούτο στις ζύμες από την αρχαιότερη ελαιουργία

Της Ξανθής Γούναρη
Μετά το ελαιόλαδο, τα καλλυντικά, τα σαπούνια και τους χυμούς, η χανιώτικη εταιρεία Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία "Ανατολή" -και πλέον Α.Β.Ε.Α – ΒΙΟΧΥΜ- επεκτείνεται στην παραγωγή ζύμης και έτοιμων τροφίμων, ιδρύοντας νέα θυγατρική υπό την επωνυμία ΖΥΜΕΛΙΑ Μονοπρόσωπη Α.Ε. και μετοχικό κεφάλαιο 3 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται ουσιαστικά για τον τρίτο παραγωγικό πυλώνα της αρχαιότερης εν λειτουργία ελαιουργικής βιομηχανίας στην Ελλάδα (σ.σ. ιδρύθηκε το 1889), η οποία ανήκει κατά 100% στη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων, καθώς πριν λίγους μήνες απορρόφησε την εταιρεία ΒΙΟΧΥΜ, που είχε ιδρυθεί από τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ και εκχωρήθηκε στις συνεταιριστικές οργανώσεις, επίσης με βασικό μέτοχο την Τράπεζα.
Σκοπός της νεοσύστατης εταιρείας ΖΥΜΕΛΙΑ είναι η παραγωγή ζύμης σφολιάτας, προϊόντων αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής και έτοιμων γευμάτων – με επίκεντρο τόσο την παραγωγή όσο και την υπεργολαβία σε ένα ευρύ φάσμα κωδικών.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας απαρτίζεται από πέντε μέλη, με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Γεώργιο Ανδρουλάκη και τους Νικόλαο Πατεράκη, Ευστράτιο Μυλωνάκη, Εμμανουήλ Αποστολάκη και Αντώνιο Κελέση ως μέλη.
Στην πραγματικότητα ο κλάδος της ζύμης δεν είναι άγνωστος στην ΑΒΕΑ και κυρίως στην Τράπεζα Χανίων, αφού κατέχει το 50% της Αφοί Χιωτάκης ΑΒΕΕ.
Η οικογενειακή επιχείρηση Χιωτάκης, που ξεκίνησε το 1982 ως ένας μικρός φούρνος και η οποία με πρωτοβουλία της τράπεζας διασώθηκε, όπως συνέβη με την ΑΒΕΑ και τη ΒΙΟΧΥΜ, διαθέτει αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο εργοστάσιο στην Κρήτη στην παραγωγή προϊόντων ζύμης και παραδοσιακών κρητικών προϊόντων.
Η ΑΒΕΑ, η οποία παράγει παρθένο ελαιόλαδο, διαθέτει το μεγαλύτερο πυρηνελαιουργείο της Κρήτης, όπου επεξεργάζεται 150.000 τόνους πυρήνα και παράλληλα λειτουργεί το παλαιότερο εργοστάσιο σαπωνοποιίας, παράγοντας καλλυντικά και σαπούνια, έχει αναλάβει από το 2021 τις πωλήσεις της συνδεμένης Αφοί Χιωτάκης ΑΒΕΕ, αγοράζοντας και μεταπωλώντας τα προϊόντα της τελευταίας με αμοιβή 5,5% επί του συνόλου των πωλήσεων.
Απόλυτα συνδεδεμένη με την τοπική κοινωνία των Χανίων η ΑΒΕΑ ιδρύθηκε πριν 136 χρόνια από τον Γάλλο Jules Deiss (Ιούλιος Δέης ελληνιστί) στην περιοχή Νέα Χώρα, όταν η Κρήτη ήταν ακόμη υπό οθωμανικό ζυγό.
Η εταιρεία που δημιούργησε ο Deiss αποτέλεσε το πρώτο πυρηνελαιουργείο της σύγχρονης Ελλάδος και ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής σαπουνιού "τύπου Μασσαλίας" στην Ελλάδα.
To 1894 o Jules Deiss παραχώρησε την πλειοφηφία των μετοχών της ΑΒΕΑ με το ατμοκίνητο πυρηνελαιουργείο στη Sahel Tunisien, θυγατρική του ομίλου του, ώστε ν' αναλάβουν οι Γάλλοι υφιστάμενοι του τη διοίκηση της. Η αλλαγή της ιδιοκτησίας δεν επηρέασε τη λειτουργία του εργοστασίου.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι αφού οι Γάλλοι έφυγαν, η εταιρεία εξαγοράστηκε από τέσσερις Χανιώτες επιχειρηματίες και στις 16 Οκτωβρίου 1917 η προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου υπογράφει το πρώτο καταστατικό της εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία ΑΝΑΤΟΛΗ" (ΑΒΕΑ).
Από τους βομβαρδισμούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταστράφηκε μεγάλο κομμάτι των υποδομών, με τις ζημιές να αποκαθίστανται μεταπολεμικά.
Στη δεκαετία του 1950 η εταιρεία πέρασε στους συνεταιριστές, ενώ το 1994 το πυρηνελαιουργείο και το σαπωνοποιείο μετεγκαταστάθηκαν στον δήμο Κεραμειών.
Το 2004 πραγματοποιήθηκε η μετεγκατάσταση του τυποποιητηρίου λαδιών και των γραφείων της διοίκησης στη θέση Αγροκήπιο του δήμου Ελευθέριου Βενιζέλου.
Το 2013, στην καρδιά της κρίσης, η εταιρεία ήταν καταχρεωμένη και κατεστραμμένη οικονομικά και επρόκειτο να κλείσει. Ώσπου το 2014 το 51% των μετοχών της μεταβιβάζεται στη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων, με τον πρόεδρο Μιχάλη Μαρακάκη να θεωρεί ως υποχρέωση της τράπεζας προς την τοπική κοινωνία τη σωτηρία της, όπως και των υπόλοιπων κρητικών εταιρειών που βρέθηκαν σε δεινή θέση, οδηγώντας τες νέα πορεία ανάπτυξης.
Με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της ΑΒΕΑ (σ.σ. αφορά το 2023), η εταιρεία κατέγραψε αύξηση τζίρου κατά 20,50% στα 18,7 εκατ. ευρώ έναντι 15,5 εκατ. της προηγούμενης χρήσης κυρίως λόγω των υψηλότερων τιμών ελαιολάδου και πυρηνελαίου που επικράτησαν στην αγορά αλλά και στην συνεργασία της εταιρείας με τη συνδεδεμένη εταιρεία Αφοί Χιωτάκη.
Το μικτό κέρδος διαμορφώθηκε σε 3,7 εκατ. ευρώ έναντι 2 εκατ. της προηγούμενης χρήσεως σημειώνοντας αύξηση 53,86%.