Τετάρτη, 23-Οκτ-2024 07:30
Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν κερδοφορία και κεφαλαιακή επάρκεια στις τράπεζες

Της Αγγελικής Βελεσιώτη
Η διατήρηση της υψηλής κερδοφορίας και δη, σε περιβάλλον αποκλιμάκωσης των επιτοκίων και η περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαίων τους, μέσω και της ταχύτερης απόσβεσης του αναβαλλόμενου φόρου, είναι το διπλό στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο τραπεζικός κλάδος τα επόμενα χρόνια.
Όπως παρατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες, ύψους 2,3 δισ. ευρώ έναντι κερδών 1,9 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, με τις προοπτικές να είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως:
α) Η επίδραση στα καθαρά έσοδα τόκων από τη μείωση των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο και αναμένεται να συνεχιστεί. Υπενθυμίζεται πως τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν το πρώτο μισό του 2024 κατά 11,4%, έχοντας ευνοηθεί από τις διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου φέρει κυμαινόμενο επιτόκιο.
Παράλληλα, η αύξηση των εξόδων για τόκους οφείλεται στη μικρή αύξηση του κόστους των καταθέσεων, η οποία αφορά κυρίως στις προθεσμιακές καταθέσεις, στην αύξηση των εξόδων τόκων για παράγωγα προϊόντα και, τέλος, στο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης μέσω έκδοσης ομολογιών. Κατά συνέπεια, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώθηκε σε 2,8%, αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023 (2,5%), παραμένοντας υψηλότερο από το μέσο όρο των τραπεζικών Ομίλων που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ. Τραπεζικές πηγές, πάντως, εμφανίζονται αισιόδοξα πως στα αποτελέσματα εννεαμήνου που ανακοινώνονται μεταξύ 1ης και 8 Νοεμβρίου τα κέρδη θα είναι εξίσου υψηλά και σε πλήρη αρμονία με τους στόχους που έχουν τεθεί στα business plans της τριετίας 2024 – 2026 για διατήρησή τους σε επίπεδα άνω των 3,5 δισ. ευρώ.
β) Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών για νέες εκταμιεύσεις δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους και ο εξορθολογισμός του λειτουργικού κόστους. Ειδικά στο σκέλος της πιστωτικής επέκτασης, το α’ εξάμηνο του 2024 χορηγήθηκαν 10.257 νέα στεγαστικά δάνεια, συνολικού ύψους 593 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 3.102 συμβάσεις, ύψους 211,1 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο και 4.941 συμβάσεις, ύψους 285,3 εκατ. ευρώ, το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, καταγράφοντας αύξηση κατά 16,9% σε ετήσια βάση. Ο ρυθμός μεταβολής, πάντως, παρέμεινε αρνητικός, στο -2,7% τον περασμένο Αύγουστο. Όσον αφορά στην πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αυτή επιταχύνθηκε το α’ εξάμηνο του 2024, με τις τράπεζες να χαλάρωσαν ελαφρώς τους όρους δανεισμού και τη ζήτηση δανείων να αυξάνεται κατά τους πρώτους μήνες του έτους και να παραμένει σταθερή στη συνέχεια.
γ) Οι εξελίξεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων που δύνανται να επηρεάσουν το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και
δ) Η συμβολή της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων κάποιων τραπεζικών Ομίλων. Η κερδοφορία από τις τραπεζικές θυγατρικές και υποκαταστήματα στο εξωτερικό αυξήθηκε σημαντικά σε 387 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2024 από 320 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, αντιπροσωπεύοντας το 12,7% των κερδών προ φόρων των τραπεζικών Ομίλων σε ενοποιημένη βάση. "Οι προοπτικές για τις διεθνείς δραστηριότητες στην παρούσα συγκυρία επηρεάζονται από τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών Ομίλων συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους και στη μείωση του κινδύνου συγκέντρωσης", τονίζει η ΤτΕ.
Τον περασμένο Ιούνιο τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3,7% και ανήλθαν σε 30,2 δισ. ευρώ, καθώς η καταγραφή κερδών μετά από φόρους (δηλαδή η εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου) και διακοπτόμενες δραστηριότητες και η ενίσχυση των κεφαλαίων μέσω εκδόσεων ομολογιών που προσμετρούνται στα ίδια κεφάλαια αντιστάθμισαν σε μεγάλο βαθμό την αρνητική επίδραση από τη σταδιακή απόσβεση των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credits – DTCs). Ωστόσο, όπως διαπιστώνει η ΤτΕ, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 12,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44% το Δεκέμβριο του 2023) και το 50% των συνολικών κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 Capital) (από 53% το Δεκέμβριο του 2023).
Οι κυριότερες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν οι παρακάτω:
1) Έκδοση ομολόγου Tier 2, ονομαστικής αξίας 500 εκατ. ευρώ, από την Τράπεζα Πειραιώς τον Ιανουάριο (ενώ προχώρησε σε εξαγορά αντίστοιχου τίτλου, ονομαστικής αξίας 400 εκατ. ευρώ, μειώνοντας ισόποσα τα ίδια κεφάλαια).
2) Έκδοση ομολόγου Tier 2, ονομαστικής αξίας 300 εκατ. ευρώ, από την Eurobank τον Ιανουάριο.
3) Έκδοση ομολόγου Tier 2, ονομαστικής αξίας 500 εκατ. ευρώ, από την Εθνική Τράπεζα το Μάρτιο (ενώ προχώρησε σε εξαγορά αντίστοιχου τίτλου, ονομαστικής αξίας 400 εκατ. ευρώ, μειώνοντας ισόποσα τα ίδια κεφάλαια).
4) Έκδοση ομολόγου Tier 2, ονομαστικής αξίας 500 εκατ. ευρώ, από την Alpha Bank τον Ιούνιο.
"Θετική επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών Ομίλων θα έχουν, τόσο η έκδοση που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο, πρόσθετου μέσου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 (Additional Tier 1 – AT1) 300 εκατ. ευρώ από την Alpha Bank και η έκδοση ομολόγου Tier 2, ονομαστικής αξίας 650 εκατ. ευρώ, από την Τράπεζα Πειραιώς, όσο και η ολοκλήρωση της σχεδιαζόμενης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου κατά 735,67 εκατ. ευρώ της Τράπεζας Αττικής μετά τη συγχώνευση με την Παγκρήτια Τράπεζα", σημειώνεται στην Έκθεση.
Όσον αφορά στις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια, μερικοί από τους παράγοντες που θα την επηρεάσουν είναι οι εξής:
α) Η διατήρηση της ικανότητας εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον μείωσης των βασικών επιτοκίων.
β) Η υλοποίηση εταιρικών ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες) και η έκδοση κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
γ) Η ποιότητα χαρτοφυλακίου και η συνακόλουθη επίδρασή της στο σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό.
δ) Η συνετή πολιτική διανομής κερδών/μερισμάτων στους μετόχους βάσει της διαμορφωθείσας κερδοφορίας και
ε) Η εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.