Τρίτη, 09-Απρ-2024 20:10
Στα 13 δισ. ευρώ η αναβαλλόμενη φορολογία – Τι σημαίνει για τις τράπεζες

Της Βάσως Αγγελέτου
Σκιά πάνω από το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να ρίχνει η αναβαλλόμενη φορολογία, ένα χρόνιο "αγκάθι" του εγχώριου κλάδου που δεν επιτρέπει στις τράπεζες να επιστρέψουν σε πλήρη κανονικότητα, παρά την εκτόξευση της κερδοφορίας τους στα 8 δισ. ευρώ την τελευταία διετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2023, ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC) έχει υποχωρήσει στα 13 δισ. ευρώ, επιμεριζόμενος ως εξής μεταξύ των συστημικών τραπεζών: 3,35 δισ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς, 3,8 δισ. ευρώ στην Εθνική, 2,62 δισ. ευρώ στην Alpha και 3,26 δισ. ευρώ στη Eurobank.
Ο λόγος είναι ότι πάνω από τα μισά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών συνιστούν απαίτηση προς το Δημόσιο, η οποία ενεργοποιείται σε περίπτωση καταγραφής ζημιών και όχι καλής ποιότητας κεφάλαια.
Το ζήτημα της ποιότητας κεφαλαίων βρέθηκε στο επίκεντρο των συναντήσεων που είχαν το προηγούμενο διάστημα τα κλιμάκια του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) με τις τραπεζικές διοικήσεις στην Αθήνα. Μεταξύ των δύο πλευρών βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μπρα-ντε-φερ τους τελευταίους μήνες όσον αγορά στη διανομή μερισμάτων στον κλάδο για πρώτη φορά μετά από 16 έτη.
Παρότι όλες οι πλευρές παραδέχονται την αναγκαιότητα επιστροφής στην κανονικότητα των μερισμάτων από τις τράπεζες, ωστόσο, τίθεται το θέμα κατά πόσο η πλεονάζουσα κερδοφορία θα πρέπει να αξιοποιηθεί για ταχύτερη απομείωση του DTC.
Ο λόγος είναι ότι η αναβαλλόμενη φορολογία δεν συνιστά καλής ποιότητας κεφάλαια τα οποία μπορούν να απορροφήσουν τυχόν μελλοντικές ζημιές. Ταυτόχρονα, πρόκειται για απαίτηση στο ενεργητικό των τραπεζών η οποία δεν αποφέρει απόδοση, ενώ ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος οι υφιστάμενοι μέτοχοι να υποστούν dilution σε περίπτωση ζημιογόνου χρήσης. Όσο απίθανο και αν φαντάζει το ενδεχόμενο αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες, το DTC λειτουργεί ως αντικίνητρο για τους επενδυτές, γεγονός που κοστίζει χρηματιστηριακά στις τράπεζες.
Όπως εξηγεί αρμόδια πηγή, ο κίνδυνος παραμένει ακόμη και για τις τράπεζες που έχουν εφαρμόσει το μοντέλο του "hive down" με στόχο την ταχύτερη εξυγίανση του ενεργητικού τους, δηλαδή η Eurobank, η Alpha Bank και η Πειραιώς. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείεται ο Επόπτης να "ψαλιδίσει" τις προσδοκίες των μετόχων των τραπεζών για υψηλά μερίσματα σε βάθος τριετίας.
Θυμίζεται ότι αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προέκυψε ως ανάγκη μετά τις ζημίες ύψους 27 δισ. ευρώ που κατέγραψαν οι τράπεζες εξαιτίας του PSI το 2012. Με τον νόμο Χαρδούβελη που ψηφίστηκε το 2013, δόθηκε στις τράπεζες η δυνατότητα να αποσβέσουν τη ζημιά αυτή έως το 2040.
Αυτό ακριβώς είναι, όμως, που δεν θέλουν οι επόπτες για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, να συντηρηθεί δηλαδή σε βάθος τόσων χρόνων το "φάντασμα" της αναβαλλόμενης φορολογίας. Σημειώνεται ότι το DTC κορυφώθηκε το 2021 στα 16 δισ. ευρώ, για να υποχωρήσει οριακά το 2022 στα 14,2 δισ. ευρώ και το 2023 στα 13 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών πάντως, εφόσον διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια το momentum της κερδοφορίας της τελευταίας διετίας, είναι ζήτημα 15 ετών να "σβήσει" οριστικά η αναβαλλόμενη φορολογία από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Τη θέση αυτή επιβεβαίωσε ο CEO της Πειραιώς, Χρήστου Μεγάλου, με δηλώσεις του στον απόηχο της επιτυχούς αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ο ίδιος εξήγησε ότι το DTC στα σημερινά του επίπεδα δεν εγείρει ανησυχία, καθώς εκτιμάται ότι θα επισπευστεί δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του κλάδου. Προέβλεψε, μάλιστα, ότι η Πειραιώς θα μηδενίσει το DTC σε 16 έτη από σήμερα, έναντι 30 ετών που προβλέπει η σχετική φορολογική νομοθεσία.