Κυριακή, 07-Απρ-2024 08:25
Λιανεμπόριο: Ράπισμα στις πωλήσεις και αγορά δύο ταχυτήτων

Του Γιώργου Λαμπίρη
Σημαντική πτώση, σε υψηλό ποσοστό, παρουσιάζει το ελληνικό λιανεμπόριο –εξαιρουμένων καυσίμων, τροφίμων και οχημάτων– κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, όπως προκύπτει από αναφορές που πραγματοποιήθηκαν από τους προέδρους των εμπορικών συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, αντίστοιχα, Σταύρο Καφούνη και Θεόδωρο Καπράλο. Ο κ. Καπράλος, στο πλαίσιο παρουσίασης στοιχείων για τον δείκτη λιανικής του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, που αποτυπώνει τον τζίρο των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι "τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο είναι απογοητευτικά και η εικόνα βρίσκεται πολύ μακριά από αυτήν του πρώτου τριμήνου του 2023 και σε απόσταση από τις αρχικές προσδοκίες. Η αγορά αναμένει την έλευση του Πάσχα και την κινητικότητα που αυτό αναμένεται ότι θα φέρει και λόγω του τουρισμού".
Την ίδια στιγμή, η αγορά κυριαρχείται από δύο διαφορετικές ταχύτητες επιχειρήσεων, καθώς, σύμφωνα με τον δείκτη του Εμπορικού Συλλόγου, οι μεγάλες επιχειρήσεις με διπλογραφικά στοιχεία ξεκίνησαν με άνοδο πωλήσεων +30% και προσγειώθηκαν στο +4% στο τέλος του 2023 σε σύγκριση με το 2022. Αντιθέτως, οι μικρές επιχειρήσεις ξεκίνησαν με άνοδο πωλήσεων +8% και προσγειώθηκαν στο -1% στο τέλος της περασμένης χρονιάς, εν συγκρίσει με το 2022. "Οι μικρές υποφέρουν περισσότερο, αλλά τελικά όλοι βρίσκονται στην ίδια βάρκα", ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καφούνης.
Η διαφοροποίηση μεγάλων και μικρών οφείλεται αφενός σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που έχουν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις με δυνατότητα οικονομιών κλίμακας και στοχευμένες ενέργειες, που περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, στρατηγική μάρκετινγκ και πρόσβαση σε δανεισμό, αφετέρου στη μειωμένη δυναμική των μικρότερων επιχειρήσεων. "Η μικρότερη επιχείρηση έχει να διαχειριστεί αρκετά προβλήματα και δεν έχει τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας μέσω τραπεζικού δανεισμού ή πρόσβαση σε ΕΣΠΑ για να γίνει πιο ανταγωνιστική, παράγοντες που διευρύνουν την ψαλίδα. Αντίστοιχα, όμως, εάν σταθούμε στις μεγάλες επιχειρήσεις, πόσο εύκολο είναι να ανταγωνιστεί μια μεγάλη ελληνική επιχείρηση μια αντίστοιχη μεγάλη γερμανική επιχείρηση, όταν το κόστος δανεισμού είναι ιδιαίτερα υψηλό για την ελληνική επιχείρηση;", ανέφερε ο Θεόδωρος Καπράλος, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά.
Σημειώνεται ότι συνολικά ο κλάδος της λιανικής το 2023 έκανε τζίρο 68,14 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κλάδων καυσίμων, τροφίμων και οχημάτων, σημειώνοντας αύξηση 7,0% σε σχέση με το έτος 2022, που ήταν 63,70 δισ..
Εάν εξαιρεθούν οι τρεις προαναφερόμενοι κλάδοι, οι υπόλοιπες επιχειρήσεις λιανικής τζίραραν 24,82 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, σημειώνοντας αύξηση 5,6% σε σχέση με το έτος 2022, όπου το αντίστοιχο ποσό ήταν 23,50 δισ. ευρώ. Από το προαναφερόμενο ποσό των 24,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου τα 12 δισ. ευρώ προήλθαν από μεγαλύτερες επιχειρήσεις με διπλογραφικά στοιχεία και τα υπόλοιπα 12 δισεκατομμύρια ευρώ προήλθαν μικρομεσαίες επιχειρήσεις με απλογραφικά στοιχεία.
Στην αποτύπωση του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, εξαιρούνται για πρώτη φορά στις μετρήσεις οι κλάδοι των καυσίμων και των τροφίμων, οι οποίοι, καθότι παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις, επηρέαζαν παλαιότερα τα στατιστικά στοιχεία της αγοράς, ενώ εξαιρέθηκε και ο κλάδος του αυτοκινήτου.
Πρόκειται για τους κλάδους με μεγάλη συμμετοχή, καθώς τα τρόφιμα συμμετέχουν στο 27% του τζίρου του λιανεμπορίου, τα καύσιμα στο 11,6% και ο κλάδος αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων επίσης στο 11,6%, ενώ και λόγω της ευρείας συμμετοχής τους στον συνολικό τζίρο της αγοράς εξαιρέθηκαν από τη μέτρηση του δείκτη λιανεμπορίου. Τα στοιχεία της αγοράς παρουσίασε ο Γιώργος Μπάλτας, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα βασικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από την αποτύπωση του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, αξιοποιώντας στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι ότι, με εξαίρεση τα οχήματα, οι άλλοι δύο κλάδοι, αυτοί των τροφίμων και των καυσίμων, είναι ανελαστικής ζήτησης, υπό την έννοια ότι, όταν οι τιμές αυξάνονται, ο καταναλωτής περιορίζει αναλογικά λιγότερο τον όγκο κατανάλωσης. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι οι ανατιμήσεις σε τρόφιμα, οχήματα και καύσιμα είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με άλλους κλάδους.
Επιπλέον, οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, εξαιρουμένων τροφίμων, οχημάτων και καυσίμων, παρουσιάζουν μείωση της πραγματικής ζήτησης και η όποια μικρή ονομαστική αύξηση στον κύκλο εργασιών τους είναι χαμηλότερη του πληθωρισμού, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει ζήτημα με μείωση της ζήτησης που παρουσιάζεται στους υπόλοιπους κλάδους του λιανεμπορίου πλην τροφίμων και καυσίμων. Σε μια περίοδο ανατιμήσεων και πιέσεων που δέχεται ο καταναλωτής και λόγω των ανατιμήσεων σε καύσιμα και τρόφιμα, αναπροσαρμόζει τον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να χάνει τζίρο από τους υπόλοιπους κλάδους του λιανεμπορίου.
Ο πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου Πειραιά, Θεόδωρος Καπράλος, σημείωσε ότι το αίσθημα που υπάρχει στην αγορά είναι ότι οι πωλήσεις είναι μουδιασμένες λόγω αγωνίας και αβεβαιότητας από πλευράς του καταναλωτικού κοινού για την ακρίβεια, δεδομένου ότι οι καταναλωτές έχουν απολέσει μέρος της καταναλωτικής τους ισχύος. Στάθηκε επίσης στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις εστιάζουν στην επιβίωσή τους και όχι στην ενδυνάμωσή τους, δεδομένου ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν.
Βασικό ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί και η έλλειψη χρηματοδότησης σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του τζίρου και την αύξηση του λειτουργικού κόστους. Επιπλέον, επιβαρυντικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης είναι η αυξημένη ψηφιακή γραφειοκρατία στο πλαίσιο εφαρμογής των νέων μέτρων από πλευράς της κυβέρνησης, όπως είναι η ψηφιακή κάρτα εργασίας, αλλά και η διασύνδεση ταμειακών με τα POS.