Στην κρίση που ξέσπασε στην αγορά των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και που "απειλεί να επηρεάσει ολόκληρη την αγορά στεγαστικών δανείων" και στις παρενέργειες που έχει δημιουργήσει, στη δανειακή επιβάρυνση των Ελλήνων, στην ανάπτυξη των τραπεζών, στο μεταξύ τους ανταγωνισμό, στις προοπτικές που διαθέτουν στις εκτός Ελλάδος αγορές, αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Νίκος Νανόπουλος σε εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, ο κ. Νανόπουλος επισήμανε πως το τραπεζικό σύστημα, αποτελεί “το βασικό μηχανισμό μεταφοράς πόρων από την αποταμίευση στη χρηματοδότηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, και συνιστά ίσως τον πιο κρίσιμο παράγοντα στην αναπτυξιακή διαδικασία μιας σύγχρονης οικονομίας. Οφείλει δε να είναι, όχι μόνο ευέλικτο και αποτελεσματικό, αλλά και ανθεκτικό στους κλυδωνισμούς που πλήττουν κατά καιρούς τις εθνικές οικονομίες, είτε αυτοί είναι ενδογενείς είτε είναι εξωγενείς. Μπορεί μεν οι κλυδωνισμοί αυτοί να ξεκινούν σε κάποια μακρινή χώρα, αλλά ως γνωστόν, μεταφέρονται τώρα άμεσα, από χώρα σε χώρα και από αγορά σε αγορά, εξαιτίας της ενοποιημένης, αλληλεξαρτώμενης και πολύ πιο σύνθετης, δομής και λειτουργίας της διεθνούς οικονομίας και των διεθνών αγορών”.
Το ζήτημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο, “εξ αιτίας των προβλημάτων που παρουσιάσθηκαν στον κλάδο των στεγαστικών δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν αναλογισθεί κανείς:
- ότι μία, εκ πρώτης όψεως, μικρή κρίση σε έναν υποτομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ, αυτόν των “sub-prime mortgages”, απειλεί να επηρεάσει ολόκληρη την αγορά στεγαστικών δανείων,
- ότι η κρίση στην αγορά αυτή έχει παρενέργειες στην αγορά κατοικίας στις Η.Π.Α. με πιθανές επιπτώσεις στην καταναλωτική ζήτηση, και απώτερο ενδεχόμενο να επηρεασθεί ολόκληρη η αμερικανική οικονομία
- ότι τα προβλήματα αυτά ήδη διέσχισαν τον Ατλαντικό και απείλησαν – και συνεχίζουν να απειλούν – μία μεγάλη τράπεζα της Βρετανίας ή και κάποιες άλλες ευρωπαϊκές
- ότι το κόστος χρήματος στις διεθνείς χρηματαγορές έχει επηρεασθεί αρνητικά, λόγω μιας τάσης περιορισμού της ρευστότητας, και της πιο συντηρητικής αποτίμησης των επενδυτικών κινδύνων, επηρεάζοντας ταυτόχρονα την απρόσκοπτη λειτουργία των κεφαλαιαγορών
- ότι ήδη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί πως η τρέχουσα πιστωτική κρίση μπορεί να είναι και παρατεταμένη, και να επηρεάσει την ανάπτυξη αυτής ακόμα της διεθνούς οικονομίας”.
Συγχρόνως, ο κ. Νανόπουλος επεσήμανε πως “στη χώρα μας, από τις σημαντικότερες διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν γίνει είναι αυτή στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ξεκίνησε ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τη σταδιακή απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και έδωσε φτερά στην οικονομία, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη δημιουργία σύγχρονων, μεγαλύτερων, κεφαλαιακά ισχυρών και έντονα ανταγωνιστικών τραπεζικών οργανισμών. Τραπεζών που δημιουργούν θέσεις εργασίας, αναπτύσσουν τεχνογνωσία και εξωστρέφεια, και στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, ενώ ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας επί 15 περίπου χρόνια υπελείπετο του αντίστοιχου μέσου όρου της Ε.Ε., από τα μέσα του 1990 και μετέπειτα, επιταχύνθηκε σημαντικά ξεπερνώντας μάλιστα μερικές χρονιές το 4%, επίπεδο υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη”.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank πρόσθεσε πως “τα μεγέθη μιλούν από μόνα τους. Τα στεγαστικά δάνεια προς τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά €45,9 δισ. από το 2000 έως το 2006 εισφέροντας καταλυτικά στην ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και της αγοράς στέγης, συμβάλλοντας έτσι στην πραγματοποίηση του ονείρου κάθε νέου ζευγαριού. Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη στα επιχειρηματικά δάνεια που έχουν επίσης αυξηθεί κατά €51,2 δισ. την ίδια περίοδο”.
Παράλληλα, ο κ. Νανόπουλος υποστηρίζει πως ο μέσος Έλληνας πολίτης δεν είναι υπερχρεωμένος, παρά τη θεαματική αύξηση των δανείων τα τελευταία χρόνια, ενώ θεωρεί πως η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών κυμαίνεται ακόμη σε λογικά επίπεδα. Ωστόσο, διευκρινίζει πως “αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θύλακες με υπερχρεωμένους καταναλωτές, ή και κρούσματα επισφαλών απαιτήσεων, που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες. Στα μέσα του 2007, ο δανεισμός των νοικοκυριών διαμορφώθηκε περίπου στο 43% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη κυμαίνεται στο 63,2% του ΑΕΠ. Συνεπώς, τα επόμενα χρόνια υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω διεύρυνση των τραπεζικών εργασιών”.
Αναφορικά με τη συνεισφορά του τραπεζικού κλάδου στην εγχώρια αγορά εργασίας, ο επικεφαλής της Eurobank σχολίασε πως “με τον αναπτυξιακό τους δυναμισμό, οι τράπεζες στη χώρα μας δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας τονώνοντας έμμεσα την οικονομική ανάπτυξη. Τα τελευταία δύο χρόνια, δημιουργήθηκαν 2.500 νέες θέσεις εργασίας για νέους ανθρώπους με μόρφωση, όραμα και δυναμισμό. Στο τέλος του 2006 οι τράπεζες απασχολούσαν 62.000 εργαζόμενους, που διαθέτουν δεξιότητες και τεχνογνωσία, σε τέτοιο βαθμό που να την εξάγουν πλέον στο εξωτερικό”.
Επιπρόσθετα, συμπληρώνει πως “αντίστοιχα σημαντική είναι και η άμεση συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην ευρωστία των δημοσίων οικονομικών. Το 2006, οι τράπεζες πλήρωσαν 1,1 δισ. ευρώ σε φόρους κερδών, ποσό σχεδόν διπλάσιο από το 2005. Συγχρόνως, μοίρασαν και στους μετόχους, εκ των οποίων ένας μεγάλος αριθμός είναι εγχώριοι θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές, μερίσματα αξίας περίπου € 1,4 δισ., ή 0,63% του ΑΕΠ. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Eurobank έχει πάνω από 200.000 ιδιώτες επενδυτές στους οποίους διανέμει κάθε χρόνο ένα ελκυστικό μέρισμα”.
Αναφορά έκανε και στο γεγονός πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προσέλκυσε σημαντικά διεθνή επενδυτικά κεφάλαια. Για παράδειγμα η Γενική Τράπεζα εξαγοράστηκε από τον όμιλο της Société Générale, και η Εμπορική Τράπεζα από την Crédit Agricole. “Έτσι, αν και συχνά παραπονιόμαστε ότι ως χώρα δυσκολευόμαστε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις, αυτό δεν ισχύει στον τραπεζικό χώρο, όπου εντυπωσιακού ύψους επενδύσεις πραγματοποιούνται μέσω του Χ.Α.Α.. Περίπου το 47% της αξίας των μετοχών των επτά μεγαλύτερων τραπεζών (Εθνική, Eurobank, Alpha, Πειραιώς, Marfin, Εμπορική και Γενική) βρίσκεται σε ξένα χαρτοφυλάκια. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε αξία περίπου €30 δισ., ή 13,5% του αναθεωρημένου ΑΕΠ σήμερα”.
Ο κ. Νανόπουλος εκτιμά πως ένα από τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος “είναι και η εξωστρέφειά του. Οι ελληνικές τράπεζες με αξιοσημείωτο δυναμισμό και διορατικότητα ανταποκρίθηκαν έγκαιρα στις νέες προκλήσεις που αναδύονται διεθνώς. Η εξωστρέφεια και η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης στο νέο αυτό περιβάλλον, και οι ελληνικές τράπεζες αποδείχθηκαν πρωτοπόρες. Επεκτείνονται ταχύτατα εκτός συνόρων, και σήμερα είναι σωστά τοποθετημένες σε χώρες με μεγάλες προοπτικές για την ανάπτυξη τραπεζικών δραστηριοτήτων. Στις χώρες αυτές ανταγωνίζονται πλέον επί ίσοις όροις και με μεγάλη επιτυχία, μεγάλους διεθνείς τραπεζικούς κολοσσούς, διευρύνοντας το μερίδιο αγοράς που κατέχουν. Έχουν επενδύσει περίπου €8 δισεκατομμύρια στο εξωτερικό, ενώ λειτουργούν περί τα 3.000 καταστήματα”.
Σχετικά με τη σχέση τραπεζών-Χρηματιστηρίου, ο κ. Νανόπουλος σημείωσε πως “η οικονομική ευρωστία των μεγάλων ελληνικών τραπεζικών ομίλων καθώς και η εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές τους προοπτικές αντανακλώνται και στις αποτιμήσεις τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Oι τράπεζες κατέχουν περίπου το 40% της κεφαλαιοποίησης του ΧAΑ. Η πορεία των μετοχών των ελληνικών τραπεζών επηρεάζει άμεσα και την πορεία του γενικού δείκτη του ΧΑ”.
Ο κ. Νανόπουλος υπογράμμισε πως “οι επικριτές των τραπεζικών κερδών θα πρέπει όμως να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους ένα ακόμα πολύ κρίσιμο στοιχείο. Η ασφαλέστερη εγγύηση για τη θέσπιση ελκυστικών όρων για τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά είναι ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών – που είναι ήδη οξύς και γίνεται συνεχώς οξύτερος. Ο ισχυρός ανταγωνισμός και ο διαγκωνισμός μεταξύ των ελληνικών τραπεζών για προσέλκυση νέας πελατείας ευνοεί, όχι μόνον την καινοτομία και τη συμπίεση του κόστους λειτουργίας τους, αλλά δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για προσφορά συνεχώς ελκυστικότερων όρων προς τους πελάτες τους. Επομένως, ο υγιής και ισότιμος ανταγωνισμός, και όχι οι, ενδεχομένως, αυθαίρετες εξωγενείς παρεμβάσεις, θα διασφαλίσουν τους καταλληλότερους όρους για τους πελάτες των Τραπεζών”.
Τέλος, ο διευθύνων σύμβουλος επεσήμανε πως ο τραπεζικός τομέας λειτουργεί με τα πλέον σύγχρονα πρότυπα και δομές, και υπόκειται σε ουσιαστικό έλεγχο από τις νομισματικές και εποπτικές αρχές, που διασφαλίζουν τη διαφάνεια, και εγγυώνται την φερεγγυότητά του συστήματος συνολικά. "Καταρχήν, τα οικονομικά στοιχεία και η λογιστική απεικόνιση των δραστηριοτήτων των τραπεζών συντάσσονται σύμφωνα με τα ΔΛΠ, που ισχύουν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου" τόνισε ο επικεφαλής της Eurobank προσθέτοντας πως "οι τράπεζες στη χώρα μας εναρμονίζουν σταδιακά τη λειτουργία τους με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ και τη MIFID, κάτω από την αυστηρή εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς".