Σάββατο, 10-Σεπ-2022 12:00
Τι σημαίνει για νοικοκυριά και επιχειρήσεις η αύξηση των επιτοκίων

Του Λεωνίδα Στεργίου
Σε δανειολήπτες πολλών ταχυτήτων οδηγούν τα νέα τιμολόγια των τραπεζών, οι οποίες θέλουν να συγκρατήσουν την απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού, ώστε να διατηρήσουν τη ζήτηση και να αποφύγουν αύξηση των κόκκινων δανείων. Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των δανειοληπτών τους κατά 20% μπορεί να δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια 600 εκατ. ευρώ και να απαιτηθούν νέες προβλέψεις για κινδύνους ύψους 100 εκατ. ευρώ.
Στόχος είναι η απορρόφηση του κόστους χρήματος από την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, χωρίς, όμως, να περιορίσουν τα επιτοκιακά τους έσοδα. Για να το πετύχουν αυτό θα καθυστερήσουν την άνοδο των επιτοκίων στις καταθέσεις, θα μειώσουν το περιθώριο στα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ενώ θα είναι συγκρατημένες οι αυξήσεις στα σταθερού επιτοκίου. Ταυτόχρονα, στα παλαιά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, στα οποία περνά πλέον κάθε αύξηση του euribor θα δοθούν λύσεις αναχρηματοδότησης, σε συνεπείς δανειολήπτες.
Έτσι, στο αμέσως επόμενο διάστημα και μέχρι να ολοκληρωθούν οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, στην ελληνική τραπεζική αγορά θα τρέχουν πέντε κατηγορίες δανείων:
Πρώτον, τα υφιστάμενα δάνεια με σταθερό επιτόκιο που αφορά κυρίως στα καταναλωτικά και τα στεγαστικά. Σε αυτά τα δάνεια δεν θα υπάρξει καμία επιβάρυνση μέχρι τη λήξη της σταθερής περιόδου.
Δεύτερον, στα υφιστάμενα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο που περιλαμβάνει κυρίως ανοικτά δάνεια, υπεραναλήψεις, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά και επιχειρηματικά. Η πλειονότητα των δανείων αυτών είναι συνδεδεμένα με το Euribor 3 μηνών (και λιγότερα με το Εuribor 1 μήνα). Σε αυτά περνά όλη η αύξηση του Euribor κάθε φορά που αυξάνεται το επιτόκιο της ΕΚΤ. Ακόμα και στα δάνεια όπου δεν λαμβάνονταν υπόψη οι αρνητικές τιμές του Euribor, πλέον επηρεάζονται καθώς το διατραπεζικό επιτόκιο έχει περάσει σε θετικό έδαφος.
Τρίτον, τα νέα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, στα οποία δεν θα περνά όλη η αύξηση του κόστους χρήματος με συμπίεση του περιθωρίου κέρδους. Σήμερα, το μέσο περιθώριο στην στεγαστική πίστη κυμαίνεται γύρω στο 3%, το οποίο οι τράπεζες θα το μειώσουν κάτω από το 2,5%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα αλλάξει και ο τρόπος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Για να μην περιοριστεί η ήδη μικρή πίτα των αξιόχρεων δανειοληπτών και των μεγάλων εκταμιεύσεων, ένα μέρος θα μετατραπεί σε κόστος κινδύνου για τις τράπεζες.
Τέταρτον, τα νέα δάνεια σταθερού επιτοκίου, των οποίων το τελικό επιτόκιο εξαρτάται κυρίως από το κόστος των swap των ομολόγων για την αντίστοιχη περίοδο που κλειδώνει το σταθερό επιτόκιο. Και σε αυτή την περίπτωση θα γίνει απορρόφηση μέρους του κόστους, αλλιώς θα "κλείσει” η αγορά για ορισμένα προϊόντα, όπως τα καταναλωτικά, αλλά και τα στεγαστικά δάνεια.
Πέμπτον, υφιστάμενα δάνεια κυρίως με κυμαινόμενο επιτόκιο και με υψηλό περιθώριο ή σε υφιστάμενα με σταθερό επιτόκιο που λήγει και μετατρέπεται σε κυμαινόμενο. Σε συνεπείς δανειολήπτες και σε περιπτώσεις που η επιβάρυνση γίνεται απότομα υψηλή θα προταθεί η διευθέτηση του περιθωρίου ή αναχρηματοδότηση.
Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την επιβάρυνση για τον δανειολήπτη από τις αυξήσεις επιτοκίων είναι ο τρόπος υπολογισμού της αποπληρωμής. Διαφορετικά επηρεάζεται ένα ανοικτό δάνειο ή γραμμή πίστωσης και διαφορετικά ένα τοκοχρεωλυτικό δάνειο. Στα τελευταία, κατά το πρώτο διάστημα της ζωής του δανείου, η μηνιαία δόση αποτελείται κυρίως από τόκους και λιγότερο από κεφάλαιο. Όσο προχωρά ο χρόνος, τόσο μειώνεται η πληρωμή τόκων και αυξάνεται η αποπληρωμή του κεφαλαίου. Επομένως, για τοκοχρεωλυτικά δάνεια πχ 20ετίας, τα οποία έχουν ήδη κλείσει 15 χρόνια, ο δανειολήπτης πληρώνει κάθε μήνα κυρίως κεφάλαιο και λιγότερο τόκο που υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο, αλλά σε μικρότερο υπόλοιπο. Στις διευθετήσεις θα ληφθεί και αυτός ο παράγοντας υπόψη.
Παράδειγμα 1
Έστω, στεγαστικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο 3,5%, ύψους 100.000 ευρώ και διάρκεια 20 ετών. Η δόση υπολογίζεται σε 579,96 ευρώ το μήνα. Στην πρώτη δόση, τα 288,29 ευρώ αποτελούν αποπληρωμή κεφαλαίου και τα 291.67 ευρώ αποτελούν πληρωμή τόκου (επί των 100.000 ευρώ). Έτσι, μετά την πληρωμή της πρώτης δόσης, το υπόλοιπο του δανείου μειώνεται σε 99.711,71 ευρώ, δηλαδή όσο ήταν η πληρωμή του κεφαλαίου (όχι της δόσης).
Όμως, ύστερα από 10 έτη, η δόση θα είναι πάλι 579,96, αλλά η δόση αυτή θα αποληρώνει 408,90 ευρώ από το κεφάλαιο και 171,06 ευρώ από τους τόκους. Το υπόλοιπο του δανείου θα έχει πέσει στα 58.240,50 ευρώ. Μέχρι τότε (10 χρόνια), ο δανειολήπτης θα έχει πληρώσει μόνο για τόκους 28.415,63 ευρώ και για κεφάλαιο σχεδόν 42.000 ευρώ. Δηλαδή συνολικά πάνω από 60.000 ευρώ. Στην 20ετία, δηλαδή στη λήξη, θα έχει πληρώσει το κεφάλαιο (100.000 ευρώ) και τόκους 39.000 ευρώ. Συνολικά δηλαδή 139.000 ευρώ. Η τελευταία δόση των 579 ευρώ θα περιλαμβάνει 578 ευρώ κεφάλαιο και μόλις 1,69 ευρώ τόκο.
Παράδειγμα 2
Αν στη 10ετία, το συγκεκριμένο δάνειο με σταθερό επιτόκιο 3,5% μετατραπεί σε κυμαινόμενο διότι έληξε η περίοδος του σταθερού επιτοκίου, τότε η νέα δόση θα επηρεαστεί από το επιτόκιο αναφοράς (πχ euribor) συν το περιθώριο. Όμως, το συνολικό επιτόκιο δεν θα εφαρμοστεί στο αρχικό ποσό του δανείου των 100.000 ευρώ, αλλά στο υπόλοιπο, δηλαδή στα 58.000 ευρώ. Έτσι, αν το νέο κυμαινόμενο επιτόκιο αυξηθεί πχ στο 4,5% από 3,5% που ήταν το σταθερό, τότε η νέα δόση διαμορφώνεται στα 601 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη υπόλοιπο κεφαλαίου 58.000 ευρώ για ακόμα 10 έτη (αύξηση κατά 22 ευρώ περίπου σε σχέση με την προηγούμενων των 579 ευρώ, όχι όμως στα 632 ευρώ που θα ήταν για τα 100.000 ευρώ (αρχικό ποσό) και για τα 20 έτη (αρχική διάρκεια) ή σε 1.036 ευρώ για 100.000 και για τα επόμενα 10 έτη. Βέβαια, το νέο κυμαινόμενο επιτόκιο θα μεταβάλλεται ανάλογα με το euribor κάθε μήνα.
Έτσι, εάν υπάρχουν έντονη αβεβαιότητα για μακρύ διάστημα και μεγάλες αυξήσεις στο euribor, ενδεχομένως ένα νέο σταθερό επιτόκιο -αν είναι λίγο υψηλότερο, πχ στο 6-6,5%- ίσως για κάποιους δανειολήπτες να είναι προτιμότερο.
H EKT αύξησε το βασικό επιτόκιο καταθέσεων από το -0,5% στο 0% τον Ιούλιο και στο 0,75% την Πέμπτη. Δηλαδή, η συνολική αύξηση ήταν 125 μονάδες βάσης. Σε αυτό το διάστημα, το Euribor 1 μήνα αυξήθηκε από το -0,5% τον Ιούνιο στο -0,06% τον Αυγουστο και τώρα στο 0,38%. Δηλαδή, αυξήθηκε κατά 88 μονάδες βάσης (υπολείπεται της ΕΚΤ λόγω της ρευστότητας). Η σύγκριση θα πρέπει να γίνει και το κύριο επιτόκιο χρηματοδότησης της ΕΚΤ, το οποίο από 0% τον Ιούνιο σήμερα έχει αυξηθεί στο 1,25% (αυτό καθορίζει το κόστος χρήματος στις βραχυπρόθεσμες περιόδους, όπου αναφέρεται το Euribor). Η μικρότερη αύξηση του Euribor οφείλεται στην πλεονάζουσα ρευστότητα άνω των 200 δισ. ευρώ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (100 δισ. από τις υψηλότερες καταθέσεις σε σχέση με τα δάνεια, 50 δισ. με αρνητικό επιτόκιο από τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ και τα υπόλοιπα από πράξεις στη διατραπεζική).
To Euribor 3 μηνών, αντίστοιχα, από το -0,18% τον Ιούνιο αυξήθηκε στο 0,25% τον Ιούλιο και σήμερα υψηλότερα στο 0,84%. Δηλαδή, η συνολική άνοδος είναι 102 μονάδες βάσης (μικρότερη από τις 125 μονάδες βάσης των επιτοκίων της ΕΚΤ), επίσης για λόγους ρευστότητας που όσο αυξάνεται η διάρκεια τόσο η ρευστότητα μειώνεται (για αυτό το euribor σε μεγαλύτερες περιόδους, πχ στο 1 έτος είναι σήμερα κοντά στο 2%).
Παρά, λοιπόν, την άνοδο του Euribor 1 μήνα κατά 88 μονάδες βάσης και του Euribor 3 μηνών κατά 102 μονάδες βάσεις, σε καμία κατηγορία δανείων σε νέες εκταμιεύσεις δεν παρατηρούνται τέτοιες αυξήσεις. Ακόμα και στην πρώτη αύξηση της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, όταν το Euribor 1 μήνα αυξήθηκε κατά 44 μονάδες βάσης και το Euribor 3 μηνών κατά 43 μονάδες βάσης, δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη άνοδος στα νέα δάνεια. Αντίθετα, σε ορισμένες κατηγορίες, λόγω ανταγωνισμού και ζήτησης υπήρξε και μείωση.
Στα νέα καταναλωτικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου είχαν επιτόκιο 11,36% τον Ιούνιο και τον Ιούλιο μειώθηκε λίγο στο 11,33% και τον Αύγουστο κινήθηκαν κοντά στο 11,5%, ενώ από Οκτώβριο (αναμένεται νέα άνοδος από την ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης) γύρω στο 12%.
Στα νέα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, τα νέα δάνεια τον Ιούνιο είχαν επιτόκιο 2,95% και τον Ιούλιο (μετά την κίνηση της ΕΚΤ) το επιτόκιο έπεσε στο 2,84% και τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο ίσως να διαμορφωθούν σε μέσα επίπεδα κοντά στο 3%, σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις των τραπεζών. Σημειώνεται ότι τα επιτόκια μέχρι τον Ιούλιο έχουν δημοσιευθεί επισήμως από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Στα νέα επιχειρηματικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το μέσο επιτόκιο των νέων χορηγήσεων τον Ιούνιο ήταν στο 4,5% και τον Ιούλιο στο 4,63%. Εδώ παρατηρείται αύξηση εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης και του μικρού αριθμού επιλέξιμων επιχειρήσεων, αλλά οι τράπεζες εκτιμούν ότι θα υπάρξει σχετική συγκράτηση ειδικά για τα μεγάλα δάνεια, λόγω ανταγωνισμού.
Στα υφιστάμενα δάνεια με σταθερό επιτόκιο δεν υπάρχει μεταβολή δόσης σε όλη τη διάρκεια με το κλειδωμένο επιτόκιο.
Στα νέα δάνεια με σταθερό επιτόκιο αναμένεται να αυξάνονται σταδιακά και εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για βασικό επιτόκιο ΕΚΤ άνω του 2% μέχρι το τέλος του 2023, τότε δεν αποκλείεται προς τα μέσα του 2023 να έχει φτάσει κατά μέσο όρο στο 6,5%.
Οι πρώτες αυξήσεις αναμένονται το αργότερα και πιθανότατα τον Οκτώβριο και θα είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης. Ταυτόχρονα μέσα στο 2023 θα περιορίζεται το περιθώριο πάνω στο επιτόκιο αναφοράς στα κυμαινόμενα, ενώ μεγαλύτερη αύξηση θα σημειωθεί στα σταθερού επιτοκίου.
Εάν υποθέσουμε ότι το Euribor 1 έτους βρίσκεται σήμερα στο 2% και η αγορά εκτιμά ότι οι αυξήσεις της ΕΚΤ θα φτάσουν το τελικό επιτόκιο πάνω από το 2% μέχρι τα τέλη του 2023, τότε το Euribor 3μήνου μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους θα έχει φτάσει κοντά στο 1,5%.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, για παράδειγμα, τα στεγαστικά δάνεια με περιθώριο σήμερα στο 3%, θα έχουν τελικό επιτόκιο 4,5%. Με τη μείωση του περιθωρίου και με άλλες κινήσεις απορρόφησης του κόστους ίσως να κυμανθεί κοντά στο 4% (εξαρτάται και από το προφίλ πιστωτικού κινδύνου του δανειολήπτη). Τα επιτόκια στα καταναλωτικά δάνεια μπορεί να έχουν φτάσει στο 13% από το 11,33% σήμερα, καθώς η κατηγορία αυτή επηρεάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την άνοδο των επιτοκίων λόγω κινδύνου. Τα επιχειρηματικά δάνεια ίσως να παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητα με το μέσο επιτόκιο γύρω στο 5% από 4,63% τον Ιούλιο.
Για τα υφιστάμενα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, για παράδειγμα, ενός στεγαστικού 100.000 ευρώ με διάρκεια 20 έτη, το επιτόκιο από 2,95% (σχεδόν μόνο περιθώριο) τον Ιούνιο αυξάνεται σήμερα στο 3,80%. Έτσι, η μηνιαία δόση, από 552 ευρώ αυξάνεται σε περίπου 600 ευρώ (άνοδος κατά 48 ευρώ). Για κάθε αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης του Euribor αναφοράς, η δόση θα αυξάνεται κατά περίπου 10 ευρώ (κατά μέσο όρο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τοκοχρεωλυτική κατανομή).
Επίσης, ένα καταναλωτικό δάνειο 5.000 ευρώ, διάρκειας 5 ετών, με επιτόκιο 11,36% τον Ιούνιο σήμερα θα έχει αυξηθεί κατά περίπου 1 μονάδα, δηλαδή στο 12,36%. Η δόση από τα 110 ευρώ αυξάνεται στα 113 ευρώ το μήνα (επιβάρυνση 3 ευρώ)
Για ένα επιχειρηματικό δάνειο ύψους 250.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο 4,50% με τριμηνιαίες καταβολές, η δόση από 7.796 ευρώ αυξάνεται σε 7.990 ευρώ (εάν δεν υπολογίζεται το αρνητικό euribor) ενώ εάν επιβαρύνθηκε με αύξηση του Euribor κατά 1 μονάδα, τότε η δόση διαμορφώνεται στα 8.185 ευρώ.
Για να περιορίσουν τα περιθώρια στα επιτόκια δανείων και γενικότερα να συγκρατήσουν το κόστος δανεισμού, απορροφώντας μέρος του κόστους χρήματος από την άνοδο των επιτοκίων, οι τράπεζες χρησιμοποιούν τρία κύρια μαξιλάρια:
Πρώτον, αύξηση των επιτοκιακών εσόδων που προέρχεται από την άνοδο των επιτοκίων. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι δεν καταθέτουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα με αρνητικά επιτόκια (-0,5% μέχρι τον Ιούνιο) αλλά με θετικά (0,75%) σήμερα στην ΕΚΤ. Από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 1,25 της μονάδες, οι ελληνικές τράπεζες ενισχύουν τα επιτοκιακά έσοδα άνω των 800 εκατ. ευρώ.
Δεύτερον, διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα ή σε αυξήσεις μικρότερες και με καθυστέρηση σε σχέση με την άνοδο του euribor. Αυτό ενισχύει περισσότερο το επιτοκιακό περιθώριο.
Τρίτον, χρήση της φθηνής ρευστότητας για την παραγωγή εσόδων μέσω νέων χορηγήσεων.
Για το λόγο αυτό, η άνοδος πχ κατά 1 μονάδα στο Euribor δεν αναμένεται να περάσει ολόκληρη στα νέα δάνεια (περνά στα υφιστάμενα με κυμαινόμενο επιτόκιο), ούτε όμως και στα επιτόκια καταθέσεων.
Οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει όταν περιοριστεί η ρευστότητα στα βραχυπρόθεσμα διαστήματα και αυξηθεί σημαντικά το επιτόκιο κύριας χρηματοδότησης της ΕΚΤ που σήμερα είναι στο 1,25% Σήμερα, για παράδειγμα μια τράπεζα καταθέτει τη ρευστότητα στην ΕΚΤ με 0,75% και δανείζεται με 1,25%. Χάνει μισή ποσοστιαία μονάδα. Προτιμά, όμως, να δανείζει και να δανείζεται από την ΕΚΤ με μηδενικό κίνδυνο. Όταν η διαφορά αυτή αυξηθεί και ο δανεισμός της ΕΚΤ γίνει μεγαλύτερος (πχ δεν υπάρχει ρευστότητα για κατάθεση και είσπραξη τόκων) ή αυξηθεί το επιτόκιο χρηματοδότησης, τότε οι τράπεζες θα προτιμήσουν τα δανειστούν από τους καταθέτες προσελκύοντας καταθέσεις με υψηλότερα επιτόκια.
Διαβάστε επίσης:
- Γιατί θα αργήσει η αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις
- Το παράδοξο της μείωσης επιτοκίων καταθέσεων στην Ελλάδα
- Οι αντιστάσεις στην άνοδο επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια
- Τι φέρνει σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά η αύξηση των επιτοκίων
- Μάχη στα στεγαστικά ενόψει αύξησης επιτοκίων - Τα στοιχεία Ιουνίου
- Επανέρχονται τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου μετά τις αναταράξεις από τις κινήσεις ΕΚΤ
- Πού βλέπουν το 2023 τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων οι τράπεζες
- Τι σημαίνουν οι αποφάσεις της ΕΚΤ για την Ελλάδα