Τρίτη, 02-Αυγ-2022 21:15
Τι ρώτησαν οι αναλυτές για οικονομία, επιχειρήσεις, νοικοκυριά και τους νέους στόχους της Alpha Bank

Του Λεωνίδα Στεργίου
Στη σύνδεση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος με τα ισχυρά αποτελέσματα της Alpha Bank και την αναθεώρηση προς τα πάνω των ετήσιων στόχων της επικεντρώθηκαν οι ερωτήσεις των διεθνών αναλυτών κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του Ομίλου για το β’ τρίμηνο και το α’ εξάμηνο του έτους.
Η εκτίναξη των χορηγήσεων επανέφερε την Alpha Bank στην πρώτη θέση στην επιχειρηματική πίστη, ενίσχυσε τα επιτοκιακά έσοδα, οδηγώντας σε νέο υψηλότερο στόχο για το έτος στα 1,2 δισ. ευρώ. Τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν στο 8% από 12% το α’ τρίμηνο, περιορίζοντας σημαντικά τους κινδύνους και τα σχετικά κόστη, τα οποία στο σύνολό τους θα μειωθούν κατά 20%, ενώ τα οργανικά, σε επαναλαμβανόμενη βάση, κατά 5%. Ο τριετής στόχος για αύξηση της κερδοφορίας, ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων, παραμένει άνω του 10% ετησίως, με τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 15%. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται, όπως ανέφερε η διοίκηση της Alpha Bank στους αναλυτές, γεγονός που επιτρέπει την κατ’ αρχήν πρόβλεψη για διανομή μερίσματος 20%-30% από τα κέρδη του 2023 στους μετόχους.
Οι αναλυτές παραδέχθηκαν ότι τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου και του α΄ εξαμήνου είναι εντυπωσιακά, αλλά το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στις προοπτικές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της πραγματικής οικονομίας, λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, της ενεργειακής κρίσης και της αβεβαιότητας σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Η διοίκηση της Alpha Bank σημείωσε ότι οι βασικοί καταλύτες της ελληνικής οικονομίας αποτελούν η ιδιωτική κατανάλωση, ο τουρισμός και οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι λιγότερο ενεργοβόρες, η χώρα αντιμετωπίζει ηπιότερο χειμώνα και έχει μικρότερη έκθεση στο φυσικό αέριο της Ρωσίας σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στα θετικά περιλαμβάνονται η αύξηση κατά 7% του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο, κάτι που δείχνει ότι η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ρυθμό άνω του 2% σε ετήσια βάση. Το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 3,8%, το λιανεμπόριο κατά 7,1% στο πεντάμηνο, και ο δείκτης προσδοκιών στη μεταποίηση -PMI- κατά 3,6%, με την οικοδομική δραστηριότητα να αυξάνεται κατά 8% σε ετήσια βάση.
Παράλληλα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 12,7% σε ετήσια βάση, συμβάλλοντας 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, όμως, απέφυγε, όπως έκαναν και οι διοικήσεις των Eurobank και Εθνικής Τράπεζας στις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων α’ εξαμήνου που προηγήθηκαν, να προβεί σε εκτιμήσεις για το 2023, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας. Οι κίνδυνοι στην εγχώρια οικονομία συνδέονται κυρίως με την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και από τις δυσμενείς επιπτώσεις των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την παρουσίαση της Alpha Bank, οι ετήσιες καθαρές επενδύσεις στην ελληνική αγορά ακινήτων αυξήθηκαν κατά 18,6% ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες κατά 8,6%, σε ετήσια βάση. Από την αρχή της ανάκαμψης το 2018 μέχρι το 2021, οι τιμές κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 20%, περιορίζοντας σχεδόν στο μισό τις απώλειες της περιόδου 2009-2017.
Πάντως, η άνοδος των τιμών στα εμπορικά ακίνητα συνεχίστηκε τα τελευταία δύο χρόνια αν και σε μικρότερο ρυθμό από το ξέσπασμα της πανδημίας. Το 2021, οι τιμές στα γραφεία (ποιοτικά) και τις κατοικίες αυξήθηκαν κατά 1,8% (από 3,9% το 2019) και 2,1% (από 7%), αντίστοιχα.
Οι κυριότερες ερωτήσεις επικεντρώθηκαν στα εξής ζητήματα:
Κλάδοι της οικονομίας με την ισχυρότερη ζήτηση για δάνεια-επενδύσεις
Οι καταλύτες της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται στις καθαρές εκταμιεύσεις 1,8 δισ. ευρώ της Alpha Bank, όπου το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε δάνεια προς εμπορικές επιχειρήσεις (21%), υποδομές (17%), μεταποίηση (15%), μεταφορές (14) και τουρισμός (13%). Αντίστοιχη η εικόνα στις νέες εκταμιεύσεις των 4 δισ. ευρώ στο α’ εξάμηνο: 17% εμπόριο, 14% μεταποίηση, 14% μεταφορές και ναυτιλία, 13% υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, 12% ξενοδοχεία/τουρισμός και 11% υποδομές.
Το κομμάτι των εσόδων που προέρχεται από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ
Από τον νέο ετήσιο στόχο για επιτοκιακά έσοδα 1,2 δισ. ευρώ, μόλις τα 68 εκατ. ευρώ προέρχονται από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και το τμήμα αυτό μπορεί να φτάσει συνολικά στα 183 εκατ. ευρώ έως 279 εκατ. ευρώ, εάν το βασικό επιτόκιο αυξηθεί στο 0,5% έως το 1,5%, αντίστοιχα, από μηδέν σήμερα. Συνεπώς, η αναθεώρηση των επιτοκιακών εσόδων προς τα άνω προέρχεται από την καθαρή αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 3% σε τριμηνιαία βάση. Ήδη, το 70% του ετήσιου στόχου για τις εκταμιεύσεις έχει επιτευχθεί. Το καθαρό επιτοκιακό έσοδο στο β’ τρίμηνο του 2022 διαμορφώθηκε στα 203 εκατ. ευρώ με το κομμάτι που συνδέεται με λογιστικοποιημένα έσοδα από μη εξυπηρετούμενα δάνεια να μειώνεται. Περίπου η ίδια συμπεριφορά ισχύει και για τις υπόλοιπες τράπεζες, καθώς τα περισσότερα δάνεια είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και τοκοχρεολυτικά. Στην πλευρά του παθητικού και τις καταθέσεις, μικρό μέρος επηρεάζεται από την αύξηση των επιτοκίων και αυτό μετά την άνοδο του βασικού επιτοκίου από την ΕΚΤ πάνω από το 0,5%. Η ίδια περίπου συμπεριφορά ισχύει και για τις υπόλοιπες τράπεζες βάσει των έως σήμερα παρουσιάσεων σε αναλυτές.
Αύξηση επιτοκίων, επιτοκιακό περιθώριο και ανταγωνισμός
Λόγω των υψηλότερων εξυπηρετούμενων δανείων (στο σύνολο του υπολοίπου), η Alpha Bank διατήρησε το περιθώριο στα νέα δάνεια στις 380 μονάδες βάσεις. Η συμβολή των εξυπηρετούμενων δανείων στα επιτοκιακά έσοδα των 303 εκατ. ευρώ ήταν 262 εκατ. ευρώ.
Κίνδυνοι για τα κέρδη από επενδύσεις, λόγω αβεβαιότητας και πτώσης τιμών ομολόγων.
Η αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα (άρα, πτώση τιμών) δεν επηρέασε αρνητικά τα κέρδη, διότι δεν πουλήθηκαν. Αντίθετα, οι τράπεζες κερδίζουν από την αύξηση των αποδόσεων μέσω swap επιτοκίων. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο παρατηρήθηκε αύξηση κερδών από ομόλογα κλπ και από τις υπόλοιπες τράπεζες που δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους (Eurobank και Εθνική Τράπεζα). Τα έσοδα από συναλλαγές της Alpha Bank αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 24%, ανερχόμενα σε 113 εκατ. ευρώ. Όπως επισημάνθηκε στην παρουσίαση, η συνολική αξία του επενδυτικού χαρτοφυλακίου της Alpha Bank αυξήθηκε σε 12,1 δισ. ευρώ από 10,6 δισ. τον Μάρτιο. Οι αποδόσεις των νέων επενδύσεων το α’ εξάμηνο ήταν 1,6% και αποτελείται κυρίως από ομόλογα (ελληνικά και άλλοι τίτλοι επιλέξιμοι από ΕΚΤ).
Κίνδυνοι από κόκκινα δάνεια
Στο ίδιο μοτίβο της Eurobank και τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας που προηγήθηκαν κινούνται τα κόκκινα δάνεια της Alpha Bank. Ειδικότερα, όπως στη Eurobank, έτσι και στην Alpha Bank παρατηρείται μικρή (σε σχέση με το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο) οργανική μείωση στα επιχειρηματικά δάνεια και μικρή οργανική αύξηση στα δάνεια λιανικής. Ωστόσο, τα μεγέθη είναι μικρά και περιλαμβάνουν αποπληρωμές, κουρέματα, ρυθμίσεις, κλπ. Για παράδειγμα, στην Alpha Bank, στα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια μειώθηκαν τα κόκκινα δάνεια κατά 29 εκατ. ευρώ και στα μικρά παρέμειναν αμετάβλητα, ενώ στη λιανική αυξήθηκαν κατά 44 εκατ. ευρώ, αλλά σε ένα σύνολο υπολοίπου της τάξεων των 40 δισ. ευρώ. Όπως σημειώθηκε από Eurobank και Εθνική, έτσι και για την Alpha Bank οι προβλέψεις κινούνται πτωτικά, αλλά συντηρητικά λόγω κινδύνων, μολονότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για νέα γενιά κόκκινων δανείων. Η Alpha Bank μείωσε τις καλύψεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE cash coverage) στο 40% από 47% τον Μάρτιο και 48% τον Δεκέμβριο. Έτσι, και το κόστος κινδύνου έπεσε κάτω από το 1% όπου βρισκόταν ένα χρόνο πριν λόγω της μείωσης των κόκκινων δανείων και του μονοψήφιου πλέον ποσοστού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Πλάνο αποεπένδυσης στο real estate
Στο πρώτο εξάμηνο επανέφερε το χαρτοφυλάκιο ακινήτων που της έχουν περιέλθει στα 0,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 0,5 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στο project Skyline της Alpha Bank με την Dimand-Premia. Το σημερινό χαρτοφυλάκιο ακινήτων (0,7 δισ.) της Alpha Bank περιλαμβάνει 4.200 ακίνητα.
Κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου η Alpha Bank συνέχισε την στρατηγική αποεπένδυσης με πωλήσεις ακινήτων 26,5 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα και 9,7 εκατ. ευρώ σε ΝΑ Ευρώπη και Κύπρο. Στην ίδια περίοδο περιήλθαν στην κατοχή της ακίνητα 30 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις αφορούσαν εμπορικά ακίνητα και κατοικίες. Στο α’ εξάμηνο, το 60% των επιτυχών πλειστηριασμών αποκτήθηκαν από την Alpha Bank.
Δείτε τα αποτελέσματα β΄τριμήνου της Alpha Bank στη δεξιά στήλη "Σχετικά Αρχεία".