Τετάρτη, 15-Ιουν-2022 08:13
S&P στο Capital.gr: "Βιώσιμο το ελληνικό χρέος, παρά την ανατιμολόγηση της αγοράς"

Του Λεωνίδα Στεργίου
Η εκτίναξη των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων οφείλεται στην επανατιμολόγηση των κινδύνων και του κόστους από τις αγορές, ως αποτέλεσμα της νέας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, λαμβάνοντας, ταυτόχρονα υπόψη την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σε αυτό το πλαίσιο, νέα βάση τιμολόγησης αποτελούν οι αυξημένες αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, όπου πάνω σε αυτές προστίθεται ο κίνδυνος της κάθε αγοράς και της κάθε χώρας.
Έτσι, τα ελληνικά και ιταλικά ομόλογα σημείωσαν τις μεγαλύτερες πιέσεις και αποδόσεις, χωρίς, όμως τα αίτια να συνδέονται με προβλήματα οικονομικής πολιτικής ή με εγγενή ζητήματα της Ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, το υψηλότερο κόστος δανεισμού και η επανατιμολόγηση των κινδύνων αποτελεί μια νέα πραγματικότητα, η οποία μπορεί να απαιτεί από το κράτος πιο συνετή δημοσιονομική πολιτική και από τις τράπεζες περισσότερα κέρδη από τις χορηγήσεις δανείων, αλλά δεν παρουσιάσει ενδείξεις κρίσης, όπως πριν από 10 χρόνια.
Αυτά είναι τα κύρια συμπεράσματα από την επικοινωνία του Capital.gr, με τρία κορυφαία στελέχη του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s, με αφορμή την αναταραχή στην ελληνική κεφαλαιαγορά, μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ. Τα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν στο επικεφαλής οικονομολόγο του οίκου, τον υπεύθυνο για τις αξιολογήσεις κρατών και τον υπεύθυνο αξιολογήσεων τραπεζών στην Ευρώπη αφορούσαν κυρίως την ελληνική οικονομία, τις ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά και τις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της S&P για τη ΝΑ Ευρώπη, Sylvain Broyer, "δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικής διεύρυνσης των spread αυτή τη στιγμή. Τα μεγάλα spread μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων και της καμπύλης αναφοράς είναι περισσότερο αποτέλεσμα της ανατιμολόγησης στις αγορές ομολόγων.
Η ανωμαλία σήμερα έγκειται περισσότερο στο μέγεθος της αύξησης των γερμανικών αποδόσεων παρά στην απόκλισή τους από τις αποδόσεις των ελληνικών ή ιταλικών ομολόγων”.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στο Capital.gr, η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική σήμερα σε σύγκριση με πριν από δέκα χρόνια. Ο κ. Broyer ανέφερε ότι σήμερα το μείγμα πολιτικής είναι συνεπές, ενώ το 2012 δεν ήταν. Τα πραγματικά επιτόκια είναι αρνητικά, ενώ τότε ήταν έντονα θετικά.
"Τώρα υπάρχουν νομισματικά και δημοσιονομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του κινδύνου στις αγορές. Από την πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής, το NextGen EU λειτουργεί ως αναδιανεμητικός μηχανισμός που ωφελεί τις πιο εύθραυστες χώρες της ΕΕ.
Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η ευελιξία που δίνεται με τις επανεπενδύσεις μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP, τα προγράμματα ρευστότητας TLTRO, ακόμα και το OMT, όλα αυτά αποτελούν πιθανά τείχη προστασίας”, προσθέτει ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου S&P.
Υπενθυμίζεται ότι το OMT (Outright Monetary Transactions) ήταν ένα εργαλείο, το οποίο είχε δημιουργηθεί επί εποχής Μάριο Ντράγκι στην ΕΚΤ, με στόχο να παρεμβαίνει διορθωτικά στις αγορές ομολόγων χωρών που βρίσκονταν σε καθεστώς αυξημένης εποπτείας.
Ο μηχανισμός αυτός λειτουργούσε μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Σήμερα, λέγεται ότι η ΕΚΤ εξετάζει ένα παρόμοιο εργαλείο, το οποίο, όμως, θα λειτουργεί αυτόνομα μέσω της ίδιας της ΕΚΤ.
Αναφερόμενος στα σοκ που πλήττουν την ευρωπαϊκή οικονομία σήμερα, ο κ. Broyer ανέφερε ότι "είναι όλα εξωγενή: ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πανδημία Covid, ο εισαγόμενος πληθωρισμός, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Κανένα από αυτά δεν οφείλεται στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης ή στις ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές”.
"Και τα οικονομικά μεγέθη είναι διαφορετικά” πρόσθεσε: "Το χάσμα στην ανταγωνιστικότητα από την πλευρά του κόστους μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης μειώθηκε, όχι μόνο επειδή ορισμένες χώρες έχουν κάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (Ισπανία, Γαλλία), αλλά και επειδή η Γερμανία άφησε μερικά στοιχεία του κόστους να υποχωρήσουν μέσω του μισθολογικού κόστους”.
Επιπλέον, "το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο ανθεκτικό σήμερα από ό,τι ήταν το 2012. Ο SSM δεν υπήρχε. Σίγουρα, η έκθεση των τραπεζών στον εγχώριο κρατικό κίνδυνο δεν έχει μειωθεί σε γενικές γραμμές (ειδικά για την Ελλάδα και την Ιταλία) και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να εξαρτώνται από την τραπεζική χρηματοδότηση.
Οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι ισχυρότεροι, οι κεφαλαιακοί δείκτες υψηλότεροι και τα προφίλ ρευστότητας καλύτερα. Αυτά δυνητικά βοηθούν τις τράπεζες να απορροφούν κραδασμούς”, σημείωσε.
Ο Marko Mrsnik, Senior Director της S&P για τις αξιολογήσεις κρατικών ομολόγων στην Ευρώπη, επισημαίνει ότι "καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους με νέες εκδόσεις, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως ποσοστό των κρατικών εσόδων μπορεί να αυξηθεί.
Ωστόσο, πιστεύουμε ότι η πρόοδος της Ελλάδας προς την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, παρουσιάζοντας σταθερές οικονομικές επιδόσεις, αποτελούν πιο σημαντικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της, σε σχέση με την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Πιστεύουμε ότι η μακρά μέση διάρκεια του χρέους και των μελλοντικών πράξεων διαχείρισης χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων (GLF), θα αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων”.
Σύμφωνα με τον κ. Mrsnik, "είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα υψηλά διαθέσιμα της Ελλάδας (17% του ΑΕΠ στα τέλη του 2021), εξαιρουμένων των τραβηκτικών δικαιωμάτων του ΔΝΤ (εκτιμώνται σε 3 δισ. ευρώ), μειώνουν σημαντικά τις δανειακές ανάγκες της.
Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέρα από τις επανεπενδύσεις, εάν παρατηρήσει επιδείνωση λόγω αλλαγής στη νομισματική πολιτικής, είναι βασική για την πρόσβαση της Ελλάδας στη χρηματοδότηση, σε προσιτές τιμές, κατά την άποψή μας”.
Η αύξηση των επιτοκίων θα ωφελήσει τα περιθώρια κέρδους των ελληνικών τραπεζών και, στη συνέχεια, τις συνολικές επιδόσεις τους μακροπρόθεσμα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, αναφέρει στο Capital.gr, ο director για τις αξιολογήσεις τραπεζών του οίκου S&P, Goksenin Karagoz.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Karagoz, "μακροπρόθεσμα, το κόστος άντλησης κεφαλαίων θα αυξηθεί κάνοντας πιο δύσκολες τις εκδόσεις τίτλων ΑΤ1 και ΑΤ2 για την κάλυψη των αναγκών σε κεφάλαια MREL”. Πρόκειται για τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, τα οποία πρέπει να καλυφθούν μέχρι το 2025, δεν ανήκουν στα εποπτικά κεφάλαια.
Οι ανάγκες αυτές για τις ελληνικές τράπεζες υπολογίζονται σε περίπου 15 δισ. ευρώ. Όπως εξηγεί ο ίδιος, ήδη τα κεφάλαια αυτά έχουν γίνει ακριβά για τις ελληνικές τράπεζες, όπως έδειξε πρόσφατη έκδοση τίτλου Τ-2, με μικρότερη διάρκεια, αλλά με υψηλότερο κόστος από την αντίστοιχη έκδοση πέρσι. "Θα μπορούσαμε να δούμε αυτό να επαναλαμβάνεται για επερχόμενες εκδόσεις από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες”, πρόσθεσε.
Μια άλλη προειδοποίηση από τον κ. Karagoz αποτελεί "η πίεση στην ικανότητα πληρωμής των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, τα επιτόκια θα αυξηθούν από μια πολύ χαμηλή βάση και οι πιθανές προκλήσεις για την ποιότητα του ενεργητικού για τις τράπεζες αναμένονται περιορισμένες τουλάχιστον φέτος και το επόμενο έτος”.
Όσον αφορά στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων που διακρατείται από τις τράπεζες, "οι ελληνικές τράπεζες θα βρίσκονται πάντα αντιμέτωπες με τις διακυμάνσεις στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που κατέχουν”, σημειώνει ο κ. Karagoz και προσθέτει:
"Η κερδοφορία τους ωφελήθηκε από την αύξηση της εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, τη βελτίωση των αξιολογήσεων και τη μείωση των αποδόσεων, εν μέσω της πανδημίας. Τα ελληνικά συστημικά τραπεζικά ιδρύματα σημείωσαν σημαντικά κέρδη από τα χαρτοφυλάκια με ελληνικά κρατικά ομόλογα τα τελευταία δύο χρόνια.
Στο εξής, βλέπουμε κανονικοποίηση η οποία ήδη συμβαίνει τώρα λόγω της νέας πολιτικής της ΕΚΤ καθώς και άλλων παραγόντων, όπως οι μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις κλπ.”