Πέμπτη, 24-Μαρ-2022 07:52
Πώς και γιατί γίνεται η μεγάλη στροφή των τραπεζών στο bancassurance

Του Λεωνίδα Στεργίου
Τέσσερις συστημικές τράπεζες (Eurobank, Alpha Bank, Πειραιώς και Εθνική) κονταροχτυπιούνται για τις πρώτες θέσεις στην αγορά των τραπεζοασφαλειών, με στόχο την κατάκτηση μερίδων σε μια αγορά που αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 50% ετησίως.
Σε συνεργασία με τους ασφαλιστικούς ομίλους που συνεργάζονται (Eurobank-Eurolife, Alpha Bank-Generali, Πειραιώς-NN-Ergo και Eθνική Τράπεζα-Εθνική Ασφαλιστική), δημιουργούν νέα πακέτα που συνδυάζουν ασφαλιστικές και επενδυτικές λύσεις, τα οποία θα πωλούνται από τα φυσικά και τα ψηφιακά κανάλια, καλύπτοντας νέες ανάγκες, αλλά και τάσεις που έρχονται από το εξωτερικό.
Η αγορά του bancassurance σήμερα υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ και αφορά στη δημιουργία ασφαλιστικών προϊόντων από ασφαλιστικές και την πώλησή τους από τις τράπεζες. Τα προϊόντα bancassurance καλύπτουν ασφαλιστικά προϊόντα γενικών ασφαλειών (ζωής, ζημιών) και ασφάλειες συνδεδεμένες με επενδυτικά προϊόντα για τη δημιουργία κεφαλαίου.
Η δημιουργία ασφαλιστικών πακέτων από ασφαλιστικές εταιρείες και η πώληση από τράπεζες (bancasurrance) είναι ο λόγος που εξηγεί την τάση της συγκέντρωσης συνεργασιών και ντιλ μεταξύ ασφαλιστικών ομίλων και τραπεζικών ιδρυμάτων.
Πρόκειται για μια διεθνή τάση, όπου μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού, στα καταστήματά τους πλέον αναγράφουν "τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες”, κάτι το οποίο ισχύει και στα καταστήματα της Eurobank, αναφέρει ο επικεφαλής του τομέα bancassurance του Ομίλου Eurobank, κ. Γιώργος Βαλμάς.
Όπως εξηγεί στο Capital.gr ο κ. Βαλμάς, οι κύριες αιτίες της μεγάλης ανάπτυξης του τομέα αυτού στην Ελλάδα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Η πρώτη σχετίζεται με τη μείωση του κινδύνου των τραπεζών, τη διαχείριση κινδύνου του πελάτη και με την αύξηση των εσόδων.
Η δεύτερη σχετίζεται με το γεγονός ότι η ελληνική αγορά είναι υπο-ασφαλισμένη, δηλαδή υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης, με άμεση επίδραση στην προηγούμενη κατηγορία.
Σε ό,τι αφορά στις τράπεζες και τη διαχείριση κινδύνου του πελάτη, ένας ασφαλισμένος πελάτης, είτε πρόκειται για καταθέτη είτε για επιχείρηση είτε για δανειολήπτη, έχει μικρότερο κίνδυνο για τον ίδιον και για την τράπεζα.
Για παράδειγμα, μία ασφάλεια ζωής ή ασφάλεια κάλυψης δόσεων δανείου σε περίπτωση ανεργίας ή ανικανότητας, καθιστά τον δανειολήπτη πιο αξιόπιστο, το δάνειο να ενέχει μικρότερο κίνδυνο, με όφελος για τον ίδιο τον πελάτη, την οικογένειά του, αλλά και για την τράπεζα.
Η ενίσχυση της ασφαλιστικής συνείδησης θα αυξήσει την περίμετρο επιλέξιμων δανειοληπτών και θα μειώσει τον κίνδυνο, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων. Για παράδειγμα, η ασφάλεια περιεχομένου (π.χ. από κλοπές) ή ζημίες θα προστατέψει το εισόδημα ή τις αποταμιεύσεις του πελάτη. Συνεπώς καθίσταται λιγότερο ευάλωτος σε κινδύνους.
Όσον αφορά στα περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς, είτε λάβουμε το κριτήριο του μέσου ασφαλίστρου ανά κάτοικο, είτε των συνολικών χαρτοφυλακίων προς το ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, η Ελλάδα υπολείπεται αισθητά.
Βρίσκεται περίπου στο 50% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ υπάρχουν κλάδοι, όπου ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 2 έως 7 φορές υψηλότερος. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει ιδιαίτερο βαθμό ευαισθησίας απέναντι σε φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί, πλημμύρες και φωτιές.
Το γεγονός της "υπο-ασφάλισης” αποτυπώνεται και στο ύψος των αποζημιώσεων που κάθε φορά δίνονται από το κράτος, δηλαδή από τους φορολογούμενους, αντί από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Έτσι, από τη μια η μείωση του κινδύνου (κόστος για τράπεζα και πελάτη) και από την άλλη το μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης δημιουργούν ευκαιρίες για όλες τις πλευρές.. Σε μια περίοδο χαμηλών επιτοκίων, άλλωστε, είναι δύσκολη η επίτευξη αποδόσεων για τις τράπεζες και τους καταθέτες.
Συνεπώς, η πώληση τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων αυξάνει τα έσοδα από προμήθειες για τις τράπεζες, αλλά και τις δυνατότητες για υψηλότερες αποδόσεις για τους αποταμιευτές, όλων των προφίλ κινδύνου.
Στα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα, προσφέρεται εκείνο με το οποίο ο πελάτης μπορεί να ξεκινήσει με μικρά ποσά και με σταδιακές καταβολές. Αυτό μακροπρόθεσμα του δίνει τη δυνατότητα να εισέλθει σε διάφορες τιμές στις αγορές (μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.).
Ιστορικά, η μέθοδος αυτή, προσφέρει τις υψηλότερες αποδόσεις μακροπρόθεσμα. Υπάρχει και η δυνατότητα επένδυσης εφάπαξ κεφαλαίου, όπως φυσικά και η δημιουργία προσωποποιημένων λύσεων, ανάλογα με το προφίλ, τους στόχους και τις ανάγκες. Γενικά πάντως σύμφωνα με τον κ. Βαλμά, έχει παρατηρηθεί πως οι νέοι προτιμούν τις σταδιακές καταβολές.
Επίσης, ένα τέτοιο προϊόν, κάθε πελάτης μπορεί να το χρησιμοποιήσει για διαφορετικούς λόγους. Άλλος για δημιουργία κεφαλαίου για σπουδές των παιδιών του, άλλος για εφάπαξ στη σύνταξή του, κλπ.