Πέμπτη, 17-Ιαν-2019 11:18
Καταρρέουν οι τιμές στα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας

της Αλεξάνδρας Γκίτση
Συνεχίζεται η ελεύθερη πτώση στις τιμές των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, οι οποίες έχουν υποχωρήσει στα προ 6ετίας επίπεδα, ενώ θεωρείται απίθανη η ανάκαμψή τους βραχυπρόθεσμα, αναφέρει σχετικό report του Globefish.
Στο report του το Globefish (σ.σ. το παράρτημα του Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ που ασχολείται με την αλιεία), αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ευρωπαϊκή αγορά εξακολουθεί να υποφέρει από τα χαμηλά επίπεδα των τιμών λόγω των υψηλών όγκων από την Τουρκία, κάτι που επηρεάζει άμεσα τους Έλληνες παραγωγούς, βασικούς προμηθευτές της Ευρωπαϊκής αγοράς.
Μπορεί οι εξαγωγές από την Τουρκία να σημείωσαν, το τελευταίο τρίμηνο, ελαφρά υποχώρηση, στην πραγματικότητα όμως οι εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας από τη γείτονα προς την ευρωπαϊκή αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 σημείωσαν ανοδική πορεία σε σύγκριση με το 2017.
Το Globefish σε άλλο σημείο σημειώνει, πως η χαμηλή ζήτηση που παρατηρείται τους χειμερινούς μήνες, σε συνδυασμό με την πλεονάζουσα προσφορά, έχει ωθήσει τις τιμές στα επίπεδα του 2012. Συγκεκριμένα η τιμή για την αγορά από την Ελλάδα φρέσκου ολόκληρου λαβρακίου και τσιπούρας, βάρους 300-450 γρμ. μειώθηκε στα 3,90 ευρώ και 3,80 ευρώ το κιλό αντίστοιχα στις αρχές Δεκεμβρίου και οι μέσες τιμές για όλα τα μεγέθη μειώθηκαν κατά 2% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο.
Ανάκαμψη από αυτά τα χαμηλά επίπεδα τιμών είναι απίθανο να συμβεί βραχυπρόθεσμα, εκτιμά το Globefish, λόγω του υψηλού όγκου και της επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, των σοβαρών οικονομικών προκλήσεων που επηρεάζουν την τουρκική αγορά και των πρόσθετων αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με την Brexit.
Οι ελληνικές εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, άγγιξαν το 2017 (σ.σ. τελευταία επίσημα στοιχεία από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλλασσοκαλλιεργειών) το 81% της παραγωγής, με το 98% αυτών να κατευθύνονται σε χώρες της Ευρώπης και το 2% στη Β. Αμερική και σε τρίτες χώρες. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, αυτή εκτιμάται ότι πέρυσι αυξήθηκε κατά 4,5% σε σχέση με το 2017 και ανήλθε στους 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού.