του Βασίλη Γεώργα
Μεγάλες ευκαιρίες αλλά και εξίσου μεγάλα ρίσκα ενέχει ο όλο και πιο σφιχτός την τελευταία πενταετία εναγκαλισμός των ελληνικών επιχειρήσεων με την πολιτικά και οικονομικά ασταθή γειτονική Τουρκία.
Ήδη σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 75-80 ελληνικές επιχειρήσεις κάνουν δουλειές στην Τουρκία με τις ελληνικές επενδύσεις να φτάνουν στο τέλος του 2006 σε πάνω από 3 δισ. ευρώ, έναντι 400 εκατ. ευρώ το 2005 και σχεδόν 50 εκατ. ευρώ το 2004, κυρίως λόγω της εξαγοράς της Finansbank από την Εθνική. Δεν είναι όμως μόνο οι τράπεζες που πλέον έχουν διευρυμένη παρουσία στη χώρα αλλά τουλάχιστον μια ντουζίνα εισηγμένων εταιρειών μεγάλου ή μικρότερου μεγέθους, από το χρηματοπιστωτικό κλάδο, τα τρόφιμα, τη βιομηχανία, τα μεταλλεία, τις ιχθυοκαλλιέργειες, τα πλαστικά, την πληροφορική, το εμπόριο, την γεωργία, τις κατασκευές, κ.ά.
Με εξαίρεση την επένδυση της Εθνικής πάντως, η οποία κόστισε συνολικά 5 δισ. ευρώ (περίπου το μισό του ποσού εγγράφεται στο 2007 αφού η Εθνική εξαγόρασε το 46% της τουρκικής τράπεζας το 2006, ενώ απέκτησε επιπλέον 43,44% φέτος στο πλαίσιο της δημόσιας πρότασης που ολοκληρώθηκε τον πρώτο μήνα του έτους) και έχει πολύ μεγάλη συνεισφορά στα μεγέθη της Τράπεζας, η διείσδυση και συνεπώς η έκθεση των περισσότερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα είναι μικρή και δεν επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές τους επιδόσεις.
Ο επενδυτικός κίνδυνος που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις οι οποίες επιλέγουν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στην Τουρκία, είναι δεδομένος από τη στιγμή που η χώρα βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν κάνει βήματα προόδου ως προς την αποκατάσταση των διαφορών της με την Ελλάδα, ταλανίζεται συχνά από νομισματικές αναταράξεις, έχει υψηλό πληθωρισμό, διατηρεί ανοιχτά μέτωπα με τους γείτονές της και βρίσκεται συνεχώς σε πολεμική εγρήγορση, και κυρίως κυβερνάται μέσω ενός ιδιόμορφου πολιτικού συστήματος όπου το στρατιωτικό κατεστημένο ασκεί σημαντική επιρροή στις κυβερνητικές αποφάσεις.
Παρά τα μεγάλα ρίσκα όμως, οι επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η αχανής αυτή χώρα των 75 εκατ. κατοίκων, με την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία, το χαμηλό ακόμη κόστος παραγωγής και τον σημαίνοντα ρόλο που εκτιμάται ότι θα έχει αποκτήσει σε λίγα χρόνια στον πανευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη, την καθιστούν πρωτεύοντα στόχο για την διεθνοποίηση όσων ελληνικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν την περιοχή των Βαλκανίων και ευρύτερα της ΝΑ Ευρώπης ως ενιαίο χώρο δραστηριότητας.
Έλληνες επιχειρηματίες που έχουν κάνει ήδη βήματα επέκτασης στην Τουρκία υποστηρίζουν ότι η οικονομική διείσδυση στην γείτονα ενέχει μεν μεγάλα ρίσκα, αλλά αξίζει να τα αναλάβει κανείς δεδομένου ότι πρόκειται για μια τεράστια αγορά στην οποία εισρέουν κάθε χρόνο περίπου 20 δισ. ευρώ άμεσων ξένων επενδύσεων, η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, ενώ οι μεγάλες μπίζνες που βρίσκονται σε εξέλιξη με αιχμή την ενεργειακή διασύνδεση Ελλάδας-Τουρκία ώστε να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της Δυτικής Ευρώπης, θα λειτουργήσουν σταθεροποιητικά.
Όσοι κοιτάζουν μπροστά και "ποντάρουν" στην τουρκική οικονομία, από τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, τους ενεργειακούς και κατασκευαστικούς ομίλους μέχρι τις μικρότερες επιχειρήσεις που σχεδιάζουν ή ήδη αναπτύσσονται δειλά στη γείτονα, λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους το γεγονός ότι όλοι οι υπάρχοντες και υπό κατασκευή αγωγοί φυσικού αερίου και πετρελαίου από την περιοχή της Υπερκαυκασίας, της Κασπίας, του Ιράν και του Ιράκ περνούν μέσα από την Τουρκία με κατεύθυνση είτε το λιμάνι του Τσεϊχάν είτε προς τη Δύση, στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία ενώ στα -φλεγόμενα- ανατολικά σύνορα της Τουρκίας (Κασπία και Μέση Ανατολή) βρίσκεται το 73% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και το 72% των αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η μερική αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια που εξυφαίνονται στην περιοχή σε συνδυασμό με την -άλλοτε ορατή και άλλοτε "θολή"- προοπτική εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέβαλαν ώστε τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά το 2000, αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις να αναλάβουν το ρίσκο και να ανοίξουν δουλειές στη γείτονα, αντιμετωπίζοντας τη χώρα και ως το κλειδί για είσοδο στις πολλά υποσχόμενες αγορές της Ασίας.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της συνεργασίας μεταξύ της ΕΝΚΑ και της Ελληνικής Τεχνοδομικής που ανέλαβαν να κατασκευάσουν μια ολόκληρη πόλη στο Ομάν (Blue City), με προϋπολογισμό 12 δισ. ευρώ.
Αποκορύφωμα αυτής της τάσης αποτέλεσε φυσικά η εξαγορά της Finansbank από τον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας, μια επένδυση που κόστισε περίπου 5 δισ. ευρώ και συνέδεσε την μελλοντική πορεία της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας με την τούρκικη οικονομία και τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Το ρίσκο είναι φυσικά μεγάλο, καθώς η Εθνική προσδοκά ότι μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα αντλεί περίπου το 30% της καθαρής κερδοφορίας της (άνω των 2,2 δισ. ευρώ μέχρι το 2009) από τις τραπεζικές εργασίες στη γείτονα. Και η ανταπόδοση είναι όμως μεγάλη, καθώς με την εξαγορά η Εθνική διαμόρφωσε κεφαλαιοποίηση της τάξης των 20 δισ. ευρώ και μπήκε στο κλαμπ των μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρώπης. Η κίνηση της Εθνικής άνοιξε το δρόμο και δεν άργησε να βρει μιμητές στις άλλες δύο μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες της χώρας που προχώρησαν όμως σε μικρότερες και χαμηλότερου ρίσκου εξαγορές στο πλαίσιο της επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης
Η Εurobank επένδυσε περίπου 140 εκατ. ευρώ και εξαγόρασε τον περασμένο Φεβρουάριο την Tekfenbank, μια μικρή τράπεζα με 31 υποκαταστήματα και κερδοφορία περίπου 10 εκατ. ευρώ από την οποία φιλοδοξεί να κερδίσει πολλά περισσότερα στο μέλλον. Στη χώρα διαθέτει και χρηματιστηριακή παρουσία την HC Instabul Holdings AS. Ο όμιλος της Eurobank έχει θέσει ως στόχο από την παρουσία του σε Βαλκάνια, Τουρκία και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να τετραπλασιάσει τα κέρδη του στα επίπεδα των 260 εκατ. ευρώ ως το 2009.
Η Alpha Bank πρόσφατα αγόρασε από την Anadolu Endustri Holding, την τράπεζα Alternatifbank . Η τουρκική τράπεζα, έχει δίκτυο 28 καταστημάτων και ανήκει στις μικρές εταιρίες του κλάδου με μερίδιο αγοράς 0,4%. Στόχος της Alpha Bank είναι να μεγεθύνει την παρουσία της στη τραπεζική αγορά της Τουρκίας αυξάνοντας στο μέλλον τον αριθμό των καταστημάτων στα 100.
Δεν είναι όμως οι τράπεζες που άνοιξαν το δρόμο για την Τουρκία, έστω και αν η παρουσία τους εκεί πλέον διευκολύνει σημαντικά (τόσο "ψυχολογικά" όσο και πρακτικά) την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τα πρώτα δειλά βήματα είχαν ήδη γίνει εδώ και αρκετά χρόνια από πολύ μικρότερες επιχειρήσεις που είτε κινούνταν διερευνητικά, είτε είχαν τολμήσει την αυτόνομη δραστηριοποίηση, είτε επέλεγαν την οδό της δημιουργίας κοινών εταιρειών ( Joint Venture ) με τοπικούς επιχειρηματίες.
Επί παραδείγματι η κοινή εταιρεία Inteltek της Intralot με την Turkcell για τη διαχείριση του στοιχήματος στην Τουρκία αποδείχθηκε -μέχρι και τις τελευταίες δικαστικές εξελίξεις στη γείτονα- μια εξόχως αποδοτική επένδυση και για τις δύο πλευρές. Η Intralot είχε το 2006 περίπου 29 εκατ. ευρώ κέρδη ή το 30% του συνόλου από την συγκεκριμένη δραστηριότητα, μέρος της οποίας ωστόσο θα υποχρεωθεί να χάσει καθώς η σύμβαση της διακόπηκε με νόμο και θα προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός. Η εταιρεία θα μετάσχει και στον νέο διαγωνισμό ενώ έχει εκφράσει την πρόθεσή της για συμμετοχή στην ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρείας τυχερών παιχνιδιών Milli Piyango.
Η Intracom ήταν επίσης από τις πρώτες εταιρείες που επιχείρησαν άνοιγμα στην Τουρκία, συμμετέχοντας με 20% στην εταιρεία πληροφορικής Gantek..
Η Πλαστικά Θράκης έχει συστήσει μικτή θυγατρικής (Thrace Teknik Ambalaz) με την τουρκική εταιρεία Teknik Plastik δημιουργώντας μονάδα παραγωγής συσκευασίας για τρόφιμα και χημικά λίγο έξω από την Κων/πολη. Ο τζίρος της εταιρείας η οποία προμηθεύει με είδη πλαστικής συσκευασίας μεγάλες βιομηχανίες παγωτού,εκτιμάται αρχικά στα 2,5 – 3 εκατ. ευρώ.
Στην τουρκική αγορά πρώτων υλών για χρωματισμό και βελτίωση ιδιοτήτων πλαστικών προιόντων (master Batches) μέσω της τοπικής θυγατρικής Senkhroma δραστηριοποιείται και η Πλαστικά Κρήτης. Η ελληνική εταιρεία εξαγόρασε το 75% της Senkhroma από τον τουρκικό ταπητουργικό όμιλο Gumussuyu και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής συνθετικών ινών ταπητουργίας στον οποίο ειδικευόταν πριν την εξαγορά της η εταιρεία κατευθύνεται για την κάλυψη αναγκών του ομίλου Gumussuyu.
Ο όμιλος S&B αναπτύσσει από καιρού αυτόνομη δραστηριότητα στην Τουρκία μέσω δύο θυγατρικών εταιρειών, τις οποίες ελέγχει κατά 99%, της Saba Madenclik και της Pabalk Maden SA οι οποίες δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη και επεξεργασία περλίτη.
Με λογική της διεύρυνσης της παρουσίας στις αγορές της ΝΑ Ευρώπης στην τουρκική αγορά εισήλθε μέσω θυγατρικής και η Σαράντης η οποία αρχικά επιχείρησε να επεκταθεί μέσω συνεργασίας με τοπικό χονδρέμπορο, ενώ η διοίκηση του ομίλου έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξαγοράς και δεύτερης εταιρείας στο μέλλον. Φέτος τα έσοδα της Σαράντης από την Τουρκία εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 4 εκατ. ευρώ.
H Eurodrip διαθέτει επίσης θυγατρική εταιρεία στην Τουρκία και προωθεί επενδύσεις για την εγκατάσταση νέας γραμμής παραγωγής. Βάσει της συμφωνίας εξαγοράς της από την Global Finance η εταιρεία αποκτά και τις μειοψηφίες της οικογένειας Παρασκευόπουλου στις τουρκικές θυγατρικές της Eurodrip Damla Sulama Sanayi Ve Ticaret και Eurodrip Sulama Pazarlama Ve Ticaret A. S.
Η Τουρκία, ως μεγάλη δύναμη στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών για την περιοχή αποτελεί πόλο έλξης και για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου που αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στη χώρα. Στα μέσα Μαρτίου ο όμιλος Νηρέα ανακοίνωσε την εξαγορά του 100% της τουρκικής εταιρείας CarbonA.S., μέσω της εταιρείας Miramar A.S. έναντι 550.000 δολαρίων. H Carbon A.S. διαθέτει άδεια για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας δυναμικότητας 5.000 τόνων στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Ο όμιλος δραστηριοποιείτο ήδη στη χώρα μέσω της εταιρείας Ι lnak ενώ σχεδιάζει τη δημιουργία ιχθυοτροφικής μονάδας που θα αποφέρει 20 -25 εκατ. ευρώ πρόσθετα έσοδα, και κέντρου διανομής στη χώρα μέχρι τα τέλη της επόμενης χρονιάς υλοποιώντας ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 11,5 εκατ. ευρώ.
Η Σελόντα από την πλευρά της που ήδη διαθέτει στην Τουρκία την εταιρεία Elektrosan, συμφώνησε να αποκτήσει το 46% της Fjord Marin Deniz Urunleri Sanayi Ticaret A.S (Fjord Marin Turkey) έναντι συνολικού ποσού 7,8 εκατ. ευρώ. Η Fjord Marin έχει παραγωγή 6.000 τόνων και 15 εκ. γόνο με εκτιμώμενο συνολικό κύκλο εργασιών το 2007 ύψους 30 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 1,6 εκατ. ευρώ.
Θυγατρική στην Τουρκία διαθέτει επίσης και η εταιρεία επίπλων Sato, την TCC Buro Koltuk Ltd. Οι πωλήσεις της εταιρείας στις αγορές του εξωτερικού συμπεριλαμβανομένης της Τουρκικής, το 2006 ήταν αυξημένες κατά 8,7% αντιπροσωπεύοντας το 30% των πωλήσεων του Ομίλου.
Προσπάθειες εξαγοράς εταιρειών στην τουρκική αγορά επιχείρησαν τους τελευταίους μήνες του 2006 δύο ακόμα εταιρείες, ο Τιτάνας και τα ΚΑΕ. Η πρώτη συμμετείχε σε διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση τσιμεντοβιομηχανιών, αλλά έδωσε χαμηλή προσφορά. Την ίδια τύχη είχε και η προσφορά των ΚΑΕ για καταστήματα αφορολόγητων ειδών στο αεροδρόμιο της Αττάλειας.
Εταιρικό σχήμα (joint venture) με τουρκική εταιρεία συνέστησε στις αρχές του 2006 η Imako στον χώρο των εκδόσεων. Έτσι ιδρύθηκε η Vatan-Imako με μετοχικό κεφάλαιο 1 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 50% ήταν η συμμετοχή της ελληνικής εταιρείας. Στόχος του joint venture είναι η έκδοση στην Τουρκία διεθνών περιοδικών.
Η εταιρεία Kleemann επίσης διαθέτει στη χώρα την κατά 70% θυγατρική της Kleeman Asansor, η Cardico δραστηριοποιείται επίσης μέσω της κατά 50% ελεγχόμενης Kardalco SA, η Αλουμύλ Μυλωνάς συμμετέχει σε κοινοπρακτικό σχήμα, ενώ θυγατρικές εταιρείες διατηρούν και οι εταιρείες Moda Bagno και Ηellas Can.