14:40 09/09
Reuters: Το "πάρτι" τέλειωσε για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες
Αντιμετωπίζοντας την αβεβαιότητα από τους δασμούς και τον "πόλεμο" τιμών στην Κίνα
Το Capital.gr δημοσιεύει ολόκληρο το πόρισμα ειδικού ελέγχου της Αγροτικής Τράπεζας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το κείμενο της έκθεσης είναι πράγματι συγκλονιστικό. Και αποκαλύπτει πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα μπορούσαν να φανταστούν ακόμη και οι πιο σκληροί επικριτές της διοίκησης Μηλιάκου. Δημιουργείται μέγα θέμα, στο οποίο καλούνται να απαντήσουν τόσο η διοίκηση της τράπεζας όσο και εκείνοι που την διόρισαν.
Η έκθεση είναι γνωστή στους αρμόδιους εδώ και τρεις μήνες. Όχι όμως και τους επενδυτές και μετόχους της τράπεζας…
Εισαγωγή – αντικείμενο ειδικού ελέγχου
Με την υπ’ αριθμ 44/26.6.2006 εντολή της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος (ΔΕΠΣ) διενεργήθηκε ειδικός επιτόπιος έλεγχος στην Αγροτική Τράπεζα ΑΕ από κλιμάκιο αποτελούμενο από τους επιθεωρητές της ΔΕΠΣ κκ Κ. Ζαβαντή και Η. Βελούχο. Ο έλεγχος άρχισε στις 27.06.2006, βασίσθηκε δε σε στοιχεία της 31.05.2006.
Αντικείμενο του ελέγχου ήταν οι επενδύσεις της Αγροτικής Τράπεζας σε δομημένα προϊόντα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό έγινε αξιολόγηση των διαδικασιών πραγματοποίησης των επενδύσεων αλλά και της διαχείρισης των κινδύνων που απορρέουν από τις εν λόγω τοποθετήσεις.
Επισημαίνεται το καλό κλίμα συνεργασίας με τα στελέχη και τους υπαλλήλους της τράπεζας, οι οποίοι παρείχαν στο κλιμάκιο ελέγχου όσα στοιχεία και πληροφορίες κρίθηκαν αναγκαία για την διεξαγωγή του ελέγχου.
Από την διενέργεια του ελέγχου αναφορικά με το πλαίσιο καθορισμού των ορίων και συγκεκριμένα για τις εν λόγω τοποθετήσεις σε δομημένα προϊόντα προκύπτει η απουσία συγκεκριμένης μεθοδολογίας, αλλά και συνέπειας αναφορικά με τον καθορισμό αυτών. Η τράπεζα παρά το γεγονός ότι έχει εγκαταστήσει σύστημα μέτρησης δυνητικής ζημίας (VaR) και παρακολούθησης των κινδύνων (Risk Pro), αδυνατεί να παρακολουθήσει τα εν λόγω προϊόντα μέσω του συστήματος αυτού και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εκφράσει τα όρια σε όρους (VaR). Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι ότι ο κίνδυνος που απορρέει από τα προϊόντα αυτά δεν συσχετίζεται με τα βασικά μεγέθη της τράπεζας, ήτοι ίδια κεφάλαια και κέρδη.
Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί το γεγονός ότι το όριο από τις 9-2-2005 οπότε και καθορίστηκε για πρώτη φορά σε ευρώ 300 εκατομμύρια αναπροσαρμόστηκε στις 28-2-2005 σε ευρώ 450 εκατομμύρια (50% αύξηση) ενώ κατόπιν στις 1-12-2005 ζητήθηκε η εκ νέου αναπροσαρμογή αυτού από την ΔΔΔ στο ύψος του ευρώ 1 δισ. (220% αύξηση), ενώ ήδη το συγκεκριμένο όριο παρουσίαζε υπέρβαση ευρώ 40 εκατομμυρίων. Βάσει αυτών των δεδομένων τελικά η ALCO με απόφασή της συνυπολογίζοντας και τις παρατηρήσεις της ΔΔΚ, η οποία εξέφραζε αντιρρήσεις αναφορικά με την πρόταση της ΔΔΔ προτείνοντας όριο ευρώ 500 εκατομμυρίων αποφάσισε το ποσό του ορίου των ευρώ 800 εκατομμυρίων. Από τα παραπάνω κατά την άποψη του ελέγχου διαπιστώνεται έλλειμμα διαδικασιών αναφορικά με την διαδικασία καθορισμού των ορίων, καθώς και ξεκάθαρης πολιτικής θέσπισης αυτών.
Β. Ανάλυση κινδύνων χαρτοφυλακίου δομημένων προϊόντων
Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθεται η ανάλυση του χαρτοφυλακίου της τράπεζας ανά κατηγορία επενδύσεων δομημένων προϊόντων
(τα ποσά είναι σε χιλ. ευρώ)
Kατηγορίες επενδύσεων |
Eγγυημένου κεφαλαίου |
Mη εγγυημένου κεφαλαίου |
Hedge Funds |
400.000 |
35.000 |
Structured |
241.876 |
90.000 |
Σύνολα |
641.000 |
125.000 |
Βασική διαπίστωση είναι η έκθεση της τράπεζας σε κινδύνους που απορρέουν από το μεγάλο ύψος των τοποθετήσεων. Συγκεκριμένα οι εν λόγω τοποθετήσεις ανέρχονται σε ευρώ 767 εκατομμύρια έναντι ορίου ευρώ 925 εκατομμύρια, ποσά τα οποία κρίνονται υψηλά σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια (ευρώ 1.298 εκατομμύρια με 31-3-2006) και την κερδοφορία της τράπεζας (ευρώ 112 εκατομμύρια με 31-12-2005).
Οι κίνδυνοι από αυτές τις τοποθετήσεις κυρίως εστιάζονται στους ακόλουθους:
Κίνδυνος συγκέντρωσης. Λόγω του ύψους των τοποθετήσεων τόσο σε αγγλικά Hedge Funds, αλλά και σε άλλα δομημένα προϊόντα, δημιουργείται κίνδυνος, ο οποίος εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι αυτές οι τοποθετήσεις αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών κεφαλαίων που διαχειρίζεται η ΔΔΔ. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι πέραν των συμμετοχών σε Hedge Funds, το σύνολο των άλλων δομημένων προϊόντων είναι τύπου snowball, τα οποία είναι συνδεδεμένα με τις μεταβολές των επιτοκίων. Δεδομένης της σύνθεσης των εν λόγω προϊόντων, αυτά επηρεάζονται αρνητικά από ανοδικές μεταβολές των επιτοκίων, γεγονός το οποίο λόγω του ύψους των επενδύσεων θα επηρεάσουν τα αποτελέσματα της τράπεζας, αν συνεχιστεί η ανοδική πορεία των επιτοκίων.
Κίνδυνος αποτίμησης. Η τράπεζα λαμβάνει αποτιμήσεις από τους οίκους διαμεσολάβησης σε μηνιαία βάση, τόσο για τις συμμετοχές στα Hedge Funds όσο και για τα άλλα επιτοκιακά δομημένα προϊόντα. Η τράπεζα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει δική της αποτίμηση, παρά μόνο προσεγγιστικά, κατά συνέπεια σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών των συνθηκών της αγοράς αυτές θα απεικονιστούν με χρονική υστέρηση, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης από την τράπεζα.
Κίνδυνος ρευστότητας. Παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά είναι διαπραγματεύσιμα παρουσιάζουν περιορισμούς αναφορικά με την διαδικασία ρευστοποίησής τους. Η πλειονότητά τους απαιτεί ελάχιστη περίοδο διακράτησης (lock up period), η οποία ανέρχεται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους (συνήθως τρία χρόνια από την έναρξη της σύμβασης) και σε περίπτωση ανάγκης ρευστοποίησης, αυτή καθίσταται ευθικτή μόνο μετά από χρονικό διάστημα άνω του μηνός (περίπου 45 μέρες). Παράλληλα, η ποινή πρόωρης προεξόφλησης για το σύνολο των επιτοκιακών προϊόντων είναι σχεδόν απαγορευτική και τοποθετείται και άνω του 15% του επενδυμένου κεφαλαίου. Κατά συνέπεια βάσει του υψηλού ύψους των τοποθετήσεων θα προξενούσε σημαντικές κεφαλαιακές ζημίες επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα.
Επιπλέον αναφορά πρέπει να γίνει στην πληροφόρηση την οποία λαμβάνει η τράπεζα, βάση των όρων των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί για τις τοποθετήσεις. Οι τοποθετήσεις στα Hedge Funds γίνονται μέσω διαμεσολαβητικών οίκων, οι οποίοι παρέχουν την αρχική ενημέρωση σχετικά με τα εν λόγω Hedge Funds και μέσω μιας εταιρείας ειδικού σκοπού (SPV) εκδίδουν τίτλους οι οποίοι αν αυτό απαιτηθεί, παρέχουν την εγγύηση κεφαλαίου στην λήξη του προϊόντος. Από την πραγματοποίηση της τοποθέτησης και μετά η ενημέρωση περιορίζεται μόνο στην μηνιαία αναφορά αποτίμησης από τον διαμεσολαβητικό οίκο, ενώ δεν παρέχεται πληροφόρηση και από το Hedge Fund. Ο διαμεσολαβητικός οίκος δεν αποστέλλει οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την πορεία εξέλιξης των Hedge Funds, όπως ανάλυση του κινδύνου ή πιθανή μεταβολή των επιλεγμένων στρατηγικών των Hedge Funds, κατά συνέπεια η μηνιαία ενημέρωση σχετικά με την αποτίμηση δεν μπορεί να αποτελεί επαρκές μέτρο παρακολούθησης του κινδύνου.
Γ. Βασικές διαπιστώσεις του ελέγχου
Η τράπεζα παρουσιάζει ελλείψεις και αδυναμίες στο σύστημα ανάληψης επενδυτικών δραστηριοτήτων και διαχείρισης των κινδύνων και εντοπίζονται στις κάτωθι περιοχές όπως αναλυτικότερα περιγράφονται ανά περιοχή:
1. Καθορισμός ξεκάθαρων πολιτικών και διαδικασιών που να αφορούν στην ανάληψη επενδυτικών δραστηριοτήτων σε δομημένα προϊόντα.
Η τράπεζα δεν έχει θεσπίσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο γραπτών πολιτικών και διαδικασιών ειδικά για την δραστηριοποίησή της σε δομημένα προϊόντα που να αφορούν την αξιολόγηση και έγκριση των προϊόντων, την μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση του κινδύνου καθώς και τον καθορισμό ορίων. Σημειώνεται πάντως ότι ορισμένες διαδικασίες προκύπτουν από εισηγήσεις για αλλαγή ορίων και από τις αρμοδιότητες της Επενδυτικής Επιτροπής. Η πολιτική της τράπεζας για επενδύσεις σε δομημένα προϊόντα αναφέρεται σε σχετικές εισηγήσεις ορίων και βασίζεται στο γεγονός ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια είναι η υποεπενδεδυμένα και η πλειονότητά τους λιμνάζει στο over night. Σκοπός της επενδυτικής πολιτικής σε δομημένα προϊόντα είναι να επιτευχθούν οι δείκτες που παρουσιάζονται στο business plan γεγονός που απαιτεί ελάχιστη καθαρή απόδοση 3,5% στα απασχολούμενα κεφάλαια. Αυτό σύμφωνα με τις εισηγήσεις καθιστά αναγκαία την επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων σε πιο σύνθετα προϊόντα τα οποία επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις δεδομένου και του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων των τελευταίων ετών. Ο αυτοσκοπός της επίτευξης υψηλότερων αποδόσεων έχει ως αποτέλεσμα την υπερκέραση βασικών διαδικασιών που άπτονται της έγκρισης, μέτρησης και παρακολούθησης του κινδύνου και καθορισμού των ορίων όπως περιγράφεται στην συνέχεια.
2. Ελλείψεις στην εγκριτική διαδικασία επενδύσεων σε δομημένα προϊόντα.
Οι εγκρίσεις στην περίπτωση των Hedge Funds βασίζονται στην ιστορική απόδοση των προϊόντων χωρίς να λαμβάνονται περαιτέρω πληροφορίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του αντισυμβαλλομένου (Hedge Fund) και συγκεκριμένα: πληροφορίες για το νομικό καθεστώς, το ποιόν των διαχειριστών των κεφαλαίων, τις στρατηγικές, την ποιότητα και αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης κινδύνων, οικονομικά στοιχεία και στοιχεία ρευστότητας και μόχλευσης. Για όλα αυτά η τράπεζα βασίζεται στο γεγονός ότι ο οίκος διαμεσολάβησης είναι εγνωσμένου κύρους και έχει αξιολογήσει την πιστοληπτική ποιότητα του αντισυμβαλλομένου.
Επισημαίνεται ότι σε συνεδρίαση της Επενδυτικής Επιτροπής στις 12-1-2005 όπως καταγράφεται στα πρακτικά, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κινδύνων είχε προτείνει ότι θα πρέπει να ακολουθείται πιο συντηρητική πολιτική στα ποσά που πρόκειται να επενδυθούν καθώς και ότι οι εισηγήσεις θα πρέπει να έχουν πιο ολοκληρωμένη μορφή και να αναφέρουν τους κινδύνους των προτεινόμενων επενδύσεων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την επέμβαση του προέδρου της επιτροπής, ο οποίος πρότεινε την σύσταση ομάδας εργασίας με σκοπό τον καθορισμό ενός πλαισίου παραμέτρων με βάση το οποίο θα πραγματοποιούνται οι επενδύσεις. Μέχρι στιγμής δεν έχει συσταθεί η εν λόγω ομάδα εργασίας. Επιπλέον σημειώνεται ότι υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση για το περιεχόμενο των συμβάσεων σε άλλες αρμόδιες Διευθύνσεις της τράπεζας, όπως ΔΔΚ και ΔΟΥ.
3. Ελλείψεις και αδυναμίες στην μέτρηση του κινδύνου των επενδύσεων
Οι ελλείψεις και αδυναμίες εντοπίζονται στα παρακάτω σημεία:
- Το σύστημα front office (Condor+) δεν απεικονίζει σωστά τα δομημένα προϊόντα λόγω της σύνθετης δομής τους, με αποτέλεσμα να μην τροφοδοτείται με σωστά στοιχεία το σύστημα διαχείρισης κινδύνων Risk Pro.
- Το σύστημα VAR (Risk Pro) που χρησιμοποιεί η τράπεζα δεν έχει την δυνατότητα υπολογισμού του κινδύνου για τέτοιου είδους προϊόντα , πόσο μάλλον για την διενέργεια stress testing. Επιπλέον η τράπεζα δεν έχει αναπτύξει μέθοδο για την μέτρηση του συνολικού πιστωτικού ανοίγματος (Potential Future Exposure: PFE) που επιβάλλεται σύμφωνα με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές για τέτοιου είδους προϊόντα.
- Οι μηνιαίες αποτιμήσεις που λαμβάνει από τους αντισυμβαλλόμενους η τράπεζα δεν αποτελούν επαρκές μέτρο του κινδύνου, καθόσον αφενός ενέχουν τον κίνδυνο συγκάλυψης των πραγματικών μεγεθών και αφετέρου η μηνιαία συχνότητα δεν μπορεί να συλλάβει ενδιάμεσες εξελίξεις που μπορεί να είναι δραστικές.
- Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται ότι η τράπεζα δεν έχει ακριβή εικόνα του κινδύνου, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην παρακολούθηση και διαχείρισή του καθώς και στον καθορισμό κατάλληλων ορίων.
4. Ελλείψεις και αδυναμίες στις διαδικασίες καθορισμού και έγκρισης ορίων.
- Ο καθορισμός των ορίων δεν λαμβάνει υπόψη για τους λόγους που προαναφέρθηκαν ακριβής μετρήσεις του κινδύνου, του πιστωτικού ανοίγματος και αποτελεσμάτων stress testing με συνέπεια ο κίνδυνος να μην σχετίζεται με τα μεγέθη της τράπεζας και ιδίως τα ίδια κεφάλαια και τα αποτελέσματα.
- Τα όρια καθορίζονται με βάση κυρίως τις προσδοκώμενες αποδόσεις των προϊόντων σε συνδυασμό με τις επιδιωκόμενες αποδόσεις των κεφαλαίων για την επίτευξη των στόχων του Business Plan.
- Κατά κανόνα, οι παρατηρήσεις και προτάσεις της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κινδύνων για τον καθορισμό πολύ χαμηλότερων ορίων δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στις συνεδριάσεις της ALCO.
- Συνέπεια των ανωτέρω είναι να καθορίζονται πολύ υψηλά όρια τα οποία συνεπάγονται δυσανάλογους κινδύνους σε σχέση με το επενδυτικό προφίλ (Risk Profile) και τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας.
- Κατά την έγκριση των ορίων δεν υπάρχει διαδικασία καταγεγραμμένη που να διασφαλίζει ότι: α) Το σύστημα front – office μπορεί να απεικονίσει σωστά τα εν λόγω προϊόντα. β) Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια τον κίνδυνο. γ) Το μηχανογραφικό σύστημα μπορεί να υποστηρίξει μηχανογραφικά τα προϊόντα. δ) Το λογιστικό σύστημα μπορεί να υποστηρίξει λογιστικά τα προϊόντα.
5. Ελλείψεις στην σε συνεχή βάση παρακολούθηση των επενδύσεων και των ενεχόμενων κινδύνων.
Από τις σχετικές συμβάσεις δεν διασφαλίζεται η παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών για την σε συνεχή βάση αξιολόγηση της επένδυσης και συγκεκριμένα:
- Από την έναρξη της επένδυσης και μετά η τράπεζα δεν λαμβάνει άλλες πληροφορίες πλην της μηνιαίας αποτίμησης με συνέπεια να αδυνατεί να αξιολογεί την πιστοληπτική ποιότητα του αντισυμβαλλομένου σε συνεχή βάση.
- Η τράπεζα δεν λαμβάνει μετρήσεις VaR και stress testing ώστε να έχει εικόνα του κινδύνου που ενέχει ο αντισυμβαλλόμενος καθόσον η μηνιαία αποτίμηση επ ουδενί αποτελεί επαρκές μέτρο.
- Δεν λαμβάνει πληροφορίες για μεταβολές στη στρατηγική, στη μόχλευση, στη συγκέντρωση κινδύνου, στη ρευστότητα.
- Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω καθώς και το γεγονός ότι στις συμβάσεις κατά κανόνα όρος πρόωρου κλεισίματος της θέσης προβλέπεται μετά το τρίτο έτος, προκύπτει ότι η τράπεζα δεν έχει δυνατότητες ευελιξίας για τον περιορισμό των ορίων ή και των θέσεων, όταν αυτό επιβάλλεται λόγω π.χ. δυσμενών μεταβολών στην πιστοληπτική ποιότητα του αντισυμβαλλομένου (Hedge Fund) ή δυσμενών εξελίξεων στις συνθήκες των αγορών.
6. Ελλείψεις στον εσωτερικό έλεγχο και στις εσωτερικές αναφορές.
- Σε εξέλιξη βρίσκεται ο πρώτος έλεγχος της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου για τον κίνδυνο αγοράς
- Μόλις πρόσφατα η Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνων καθιέρωσε τακτικές αναφορές (τριμηνιαίες) προς την ALCO στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται τα δομημένα προϊόντα.
7. Λογιστικός χειρισμός – εποπτική αντιμετώπιση.
- Λογιστικά τα Hedge Funds αντιμετωπίζονται με την μέθοδο της επιλογής της εύλογης αξίας δηλαδή τα αποτελέσματα εξ αποτιμήσεως καταχωρούνται στα αποτελέσματα της τράπεζας. Για σκοπούς κεφαλαιακών απαιτήσεων τα προϊόντα αυτά αντιμετωπίζονται όπως εκείνα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου δηλ. με στάθμιση 100%.
- Τα άλλα δομημένα προϊόντα λογιστικά αντιμετωπίζονται ως προϊόντα του διαθέσιμου προς πώληση χαρτοφυλακίου δηλαδή τα αποτελέσματα εξ αποτιμήσεως καταχωρούνται στην καθαρή θέση. Για τους σκοπούς κεφαλαιακών απαιτήσεων τα προϊόντα αυτά αντιμετωπίζονται όπως εκείνα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου, δηλ. με στάθμιση 100%.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα προϊόντα αυτά ανέρχονται σε 8% επί της συνολικής τους αξίας και κρίνονται ανεπαρκείς για την κάλυψη των ενεχομένων κινδύνων σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.
Δ. Προτεινόμενες διορθωτικές ενέργειες.
Λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ύψος του χαρτοφυλακίου δομημένων προϊόντων και την επίπτωση που μπορεί να έχει τυχόν μεγάλη αρνητική μεταβολή της αξίας του στα αποτελέσματα και στα κεφάλαια της τράπεζας προτείνεται όπως η τράπεζα λάβει τα εξής διορθωτικά μέτρα για την τακτοποίηση των προαναφερθέντων ελλείψεων και αδυναμιών αφενός και για την άμεση κάλυψη του κινδύνου αφετέρου:
- Υιοθέτηση άμεσα πολιτικής προβλέψεων για την κάλυψη έναντι ζημιών από πιθανή υποτίμηση της αξίας του χαρτοφυλακίου δομημένων προϊόντων ή εναλλακτικά σχηματισμό αποθεματικών για ζημία εξ αποτιμήσεως.
- Υιοθέτηση πολιτικής καθορισμού του επιπέδου ανοχής στον κίνδυνο (risk appetite), ώστε να διαμορφώνεται επακριβώς το επενδυτικό προφίλ κινδύνου της τράπεζας (risk profile).
- Καθορισμός ορίων με βάση τα επίπεδα ανοχής στον κίνδυνο, σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια και την κερδοφορία της τράπεζας.
- Μερική και σταδιακή ρευστοποίηση τοποθετήσεων εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες των αγορών αλλά και οι σχετικές συμβάσεις λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος της πρόωρης αποχώρησης από την επένδυση.
- Βελτίωση του συστήματος μέτρησης των κινδύνων, ώστε να μπορεί να απεικονίζει τους ενεχόμενους κινδύνους, καθώς και ανάπτυξη προγράμματος stress testing.
- Ανάπτυξη συστήματος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας του αντισυμβαλλομένου πριν την επένδυση και καθόλη την διάρκειά της
- Ανάπτυξη συστήματος εσωτερικών αναφορών, ώστε η διοίκηση να έχει εικόνα για το ύψος των επενδύσεων και των ενεχομένων κινδύνων σε δομημένα προϊόντα σε τακτική περιοδική βάση.
- Καταγραφή της πολιτικής επενδύσεων καθώς και όλων των διαδικασιών που άπτονται της εισήγησης, αξιολόγησης, έγκρισης, παρακολούθησης, μέτρησης, διαχείρισης καθορισμού ορίων και εσωτερικών αναφορών.