Της Αντιόπη Σχοινά
Κάλυψη των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, σημαντική μείωση του συνόλου του δανεισμού τόσο σε επίπεδο ομίλου όσο και μητρικής, αλλά και διατήρηση του μετοχικού και επιχειρηματικού ελέγχου της Α.Γ. Πετζετάκις από το βασικό μέτοχο κ. Γ. Πετζετάκι, σημαίνει ουσιαστικά η υπογραφή προσυμφώνου για την πώληση του κλάδου των πλαστικών σωλήνων και εξαρτημάτων, έναντι 60 εκατ. ευρώ προς την Wavin, η οποία ανακοινώθηκε τελικά χθες το απόγευμα.
Η συγκεκριμένη κίνηση, η οποία δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου -καθώς υπόκειται σε οικονομικούς και νομικούς ελέγχους, αλλά και στη σύναψη νομικά δεσμευτικών εγγράφων και λήψης όλων των απαραίτητων εγκρίσεων και συναινέσεων των αρμόδιων εταιρικών οργάνων και εποπτικών αρχών- δίνει ουσιαστικά λύση σε σημαντικό μέρος των προβλημάτων της εισηγμένης.
Με την επίτευξη της συμφωνίας, ο βασικός μέτοχος έδειξε ότι προτίμησε να απεμπολήσει από το άρμα της εταιρείας κύρια δραστηριότητα σε "καλή τιμή" και να μην υποκύψει στις βλέψεις των επιθετικών Hedge Funds που αγόραζαν πριν από λίγο καιρό με discount μέρος του δανεισμού του. Τα Hedge Funds μπορεί να διατηρούσαν με τη δική τους λύση ανέπαφη την μορφή της εταιρείας ωστόσο προέκυπτε από τις διαδικασίες που θα ακολουθούσαν σημαντική μείωση του ποσοστού του βασικού μετόχου Γ. Πετζετάκι ο οποίος φέρεται σήμερα να έχει το 27% της επιχείρησης, ενώ πηγές αναφέρουν ότι το συνολικό ποσοστό που κατέχει με άλλα μέλη της οικογενείας του ξεπερνά το 35%.
Στην περίπτωση που η συνεργασία με την Wavin δεν ευδοκιμούσε τα Hedge Funds θα έπαιρναν έναν σημαντικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου, με συνέπεια την απώλεια του ελέγχου από το βασικό μέτοχο.
Μετά την χθεσινή υπογραφή ο βασικός μέτοχος διατηρεί το μετοχικό και επιχειρηματικό έλεγχο. Σημειώνεται ότι οι πρώτες επαφές των δύο εταιρειών αφορούσαν τη μεταβίβαση της θυγατρικής εταιρείας στην Αφρική, η οποία αποδίδει άνω του 40% των ενοποιημένων πωλήσεων του Ομίλου, αλλά και την επιχειρηματική μονάδα σκληρών σωλήνων της Ελλάδας, έναντι ποσού μεγαλύτερου των 110 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά το δανεισμό, όπως αυτός προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις εξαμήνου, ο καθαρός δανεισμός του ομίλου ανερχόταν σε 145 εκατ. ευρώ και μειώνεται στα 90, ενώ της μητρικής μειώνεται στα 50 εκατ. ευρώ από 105 που είναι.
Το 2005 ο κύκλος εργασιών του προς πώληση κλάδου ανήλθε στο ποσό των 60 εκατ. ευρώ και αντιστοιχούσε περίπου στο 30% του κύκλου εργασιών του Ομίλου Πετζετάκι. Αυτό που μένει στην Πετζετάκις πλέον είναι η δραστηριότητα των εύκαμπτων σωλήνων στην Ευρώπη με 5 παραγωγικές μονάδες στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία, 2 εμπορικές θυγατρικές στη Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και με παρουσία σε περισσότερες από 80 χώρες, και η δραστηριότητα των σκληρών και εύκαμπτων πλαστικών σωλήνων στην Νότια Αφρική με 3 παραγωγικές μονάδες, επωφελούμενη από τον ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Νότιας Αφρικής και των και των γειτονικών χωρών (ιδίως σε έργα υποδομής, στην οικοδομική δραστηριότητα και στον τομέα εξόρυξης μετάλλων).
Όσον αφορά τη δραστηριότητα της Αφρικής είναι σαφές ότι ο όμιλος από τη στιγμή που έβαλε στο τραπέζι την πώλησή της, έχει σκεφτεί την πώλησή της, καθώς το γεγονός ότι τελικά αυτή δεν πωλήθηκε αφορά καθαρά απόφαση της Wavin και όχι της εισηγμένης. Με δεδομένο ότι η δραστηριότητα της Αφρικής είναι σταθερά αναπτυσσόμενη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πώλησης, τόσο προς ομοειδείς επιχειρήσεις όσο και προς χρηματοοικονομικούς επενδυτές, όπως είναι η Wavin για την οποία θα πρέπει να θυμόμαστε ότι διοικείται από το Citigroup Venture Capital.
Να σημειώσουμε ότι οι δύο εταιρείες είχαν έρθει και παλαιότερα κοντά για την συγκεκριμένη συμφωνία ωστόσο δεν είχε ευοδωθεί η επίτευξή της.
O Όμιλος Wavin είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός προμηθευτής σκληρών πλαστικών σωλήνων και εξαρτημάτων και δεύτερος στο κόσμο. Η Wavin εδρεύει στο Zwolle της Ολλανδίας και έχει παρουσία σε 27 ευρωπαϊκές χώρες, με παραγωγικές μονάδες σε 16 χώρες και εμπορικά γραφεία σε 11 επιπλέον χώρες. Ο Όμιλος απασχολεί περίπου 7.300 υπαλλήλους και ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών ανήλθε το 2005 σε 1,4 δισ. ευρώ.