Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 29-Δεκ-2025 00:05

    Ευτυχισμένο το 1978

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Χρήστου Χωμενίδη

    Στα παιδικά μου χρόνια, γιορτές σήμαινε οικογενειακά καλέσματα. Πάρτυ ίσαμε το ξημέρωμα, παρέες φίλων και συμφοιτητών, πιώματα και μπερδέματα, αφορούσαν τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου. Τα ρεβεγιόν στα πολυτελή ξενοδοχεία απευθύνονταν σε άλλη κοινωνική τάξη. Στα δε μπουζούκια υποδέχονταν τον Άι Βασίλη οι μποέμηδες που είχαν και γεμάτο πορτοφόλι. Εμείς πηγαίναμε στους συγγενείς μας – άντε να έβαζαν Τσιτσάνη ή Μητσάκη στο πικάπ και να έριχναν στο τσακίρ κέφι καμιά ζεϊμπεκιά, προσέχοντας να μην παρασύρουν τα μπιμπελό από το σύνθετο, να μην παραπατήσουν και σκάσουν μέσα στις πιατέλες με τα φαγητά.

    Ξεκινούσαν προετοιμασίες οι κυρίες μέρες πριν. Έκαναν γενική καθαριότητα, έγλειφαν, απολύμαιναν κυριολεκτικά κάθε επιφάνεια. Υπήρχαν σπίτια όπου το "καλό" σαλόνι άνοιγε μόνο τις χρονιάρες μέρες. Τις υπόλοιπες ζούσαν μεταξύ κουζίνας και "πρόχειρου" καθιστικού, έτρωγαν σε τραπέζια από φορμάικα, έβλεπαν τηλεόραση σε ρουστίκ καναπέδες. Παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, οι κύρηδες-κουβαλητές παραλάμβαναν από τον χασάπη τα κρέατα, αγόραζαν τυριά κι αλλαντικά από το μπακάλικο, αν ήταν χουβαρντάδες ψώνιζαν και δυό μασούρια αβγοτάραχο. "Να πάρεις από το καθαριστήριο το κοστούμι σου!" "Δεν πας εσύ, γυρνώντας απ’το κομμωτήριο;" 

    Με διέταζαν να κοιμηθώ το μεσημέρι για να αντέξω. Και να λουστώ βεβαίως και να φορέσω καινούργιο πουκάμισο και μάλλινο παντελόνι που με φαγούριζε. "Μπορώ να πάρω μαζί το βιβλίο μου;" "Οι άλλοι θα γλεντάνε κι εσύ θα διαβάζεις; Και να σε άφηνα, θα μπορούσες να συγκεντρωθείς;" Να κρυφτώ πίσω από τις σελίδες του ήθελα, για να αποφύγω τις ερωτήσεις κάθε θείτσας, κάθε μπάρμπα. "Πώς τα πας στο σχολείο;" και "τι ομάδα είσαι;" και "τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;"

    Όχι πως ασχολούνταν ιδιαίτερα με εμένα. Καταβρόχθιζαν τις νοστιμιές - ήξεραν όντως οι παλιές να μαγειρεύουν, έκαναν βέβαια κατάχρηση σε λάδι και σε βούτυρο. Έπιναν χύμα συνήθως κρασί, τους το πούλαγε ο ταβερνιάρης της γειτονιάς που είχε βαρέλια – εμφιαλωμένα, αρετσίνωτα στην εγχώρια αγορά υπήρχαν πολύ λίγα. Από σκληρά ποτά, δημοφιλές ήταν μόνο το ουίσκι. Οι γυναίκες προτιμούσαν τα λικέρ, "ένα βερμούτ, παρακαλώ…" ζητούσαν κι έπιαναν το ποτηράκι με τα περλέ τους νύχια και άνοιγαν τις δερμάτινες ταμπακιέρες για να βγάλουν ένα "Αντίνικοτ 22".

    Πόσοι ενήλικες Έλληνες δεν κάπνιζαν στις δεκαετίες του ’70, του ’80, του ’90 ακόμα-ακόμα; Μια ισχνή μειοψηφία. Οι άλλοι ντουμάνιαζαν και τις κρεββατοκάμαρες και τα μπάνια ακόμα – θυμάμαι τον μπαμπά μου να ξυρίζεται και το τσιγάρο να καίει στην εταζέρα πάνω από τον νιπτήρα. Την πλήρωσε νεότατος με καρκίνο του πνεύμονα. Οι περισσότεροι -ως εκ θαύματος;- έπεσαν στα μαλακά. 

    Τα μαχαιροπήρουνα δούλευαν εργωδώς, οι συζητήσεις άναβαν. Για πρώιμη Μεταπολίτευση μιλάμε, η πολιτική στα τραπέζια είχε εκτοπίσει το ποδόσφαιρο. 

    Σπανίως συναντούσες οικογένειες να ομονοούν ιδεολογικά. Κάποιος ήταν δεξιός, ίσως και βασιλόφρων, αν και η συνομοταξία εκείνη έφθινε μετά τον κόλαφο στο δημοψήφισμα του 1974. Άλλος πρώην κεντρώος, που είχε μαγευτεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είτε ειλικρινά φοβόταν ότι το Πασόκ θα μας έβγαζε από το ΝΑΤΟ κι από την ΕΟΚ και θα μας έριχνε στην αγκαλιά του Καντάφι, όποτε ψήφιζε με βαριά καρδιά Καραμανλή. 

    Οι δικοί μου ανήκαν grosso modo στην Αριστερά. Πράγμα που ουδόλως σήμαινε ότι δεν είχαν μεταξύ τους κόντρες. Γιουγκοσλαβικού τύπου αυτοδιαχείριση ή μαοϊσμός; Ιστορικός συμβιβασμός αλά Μπερλίνγκουερ ή υπακοή στη Σοβιετική Ένωση, η οποία εξελίσσεται αργά μα σίγουρα; Πέρα από -συγγνωστές κατά κανόνα- ψυχικές εμμονές, οι άνθρωποι στερούνταν πληροφόρησης. Δεν ταξίδευαν. Οι εφημερίδες, τα βιβλία που διάβαζαν έβριθαν από εγκώμια και από αποσιωπήσεις. Πώς αλλιώς θα τολμούσε ο ξάδελφος του πατέρα μου να υμνεί το "θαύμα" της Λαοκρατικής Γερμανίας; - "μην ακούτε την προπαγάνδα των Αμερικάνων, πήγα στο ανατολικό Βερολίνο και είδα, ο κόσμος εκεί περνάει φίνα!"
    Όταν η κουβέντα επεκτεινόταν στην Κατοχή και στα μετέπειτα, οι γυναίκες πάσχιζαν να αλλάξουν θέμα, να κατεβάσουν τουλάχιστον τους τόνους. Το αίμα γαρ ήταν νωπό. Τριαντατρία χρόνια είχαν περάσει από τα Δεκεμβριανά, εικοσιεννιά από τον Γράμμο. Κι όσοι δεν είχαν νεκρούς, είχαν εφιάλτες. Προτιμότερο να το έριχναν στο κουτσομπολιό.

    Ποιόν να κουτσομπολέψεις όταν όλο σου το σόι είναι παρόν; Τους πεθαμένους βέβαια. Που βουβοί σε κοιτούσαν από τις κορνίζες. Από τη μία, τους εξιδανίκευαν. Τους παρίσταναν αγαθότερους, ομορφότερους, γενναιότερους από όσο είχαν ποτέ υπάρξει. Από την άλλη, τους έκαναν τ’αλατιού. "Το έτσουζε η γιαγιάκα, στη ζούλα, για αυτό κι έκαιγε το φαϊ… Έχασε ο παππούς στην πρέφα το ’32 τρία στρέμματα οικόπεδο στο Φάληρο – του το έκλεψαν δηλαδή κάτι χαρτόμουτρα – σκεφτείτε να το είχαμε…" 

    "Σκεφτείτε το ένα, φανταστείτε το άλλο…" Κατατρυχόμαστε διαχρονικά, σε οικογενειακή και εθνική κλίμακα, από το σύνδρομο των χαμένων ευκαιριών. Σαν η ζωή η ίδια να μας εξαπάτησε, να μην μας έδωσε όσα μας είχε -πότε αλήθεια;- υποσχεθεί. Για αυτό και τα τραγούδια της γκρίνιας, με αφορμή τον ερωτικό χωρισμό, έχουν εγγυημένο σουξέ. Και οι γενιές της ήττας -της οποιασδήποτε ήττας, από τον Εμφύλιο μέχρι τα μνημόνια- φοράνε φωτοστέφανο.

    Υπερβάλλω. Στις γιορτές των παιδικών μου χρόνων δεν κυριαρχούσε η πικρία. Μα η λαχτάρα των ανθρώπων να προκόψουν, να απολαύσουν, να το ρίξουν έξω, έστω και μέσα στα στενά αθηναϊκά διαμερίσματα. "Μούρλια την έκανες τη σπανακόπιττα! Πόσο σου πάει η περμανάντ! Τσιμέντο να γίνει – μόλις ανοίξουν οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, θα παραγγείλω το καινούργιο Φίατ! Το πεντάπορτο! Με το στερεοφωνικό ραδιοκασσετόφωνο!" Ηχούν, εκτός ατμόσφαιρας, οι φράσεις αυτές κοκορόμυαλες. Μικροαστικές. Αφόρητα "κριντζ" κατά το σημερινό ιδίωμα. Έχουν ωστόσο κάτι γνήσια συγκινητικό. 

    Άνοιξα χωρίς να χτυπήσω την πόρτα του μπάνιου κι είδα τον θείο Λάκη να φιλιέται με την εξ αγχιστείας εξαδέλφη του. Τροφαντός εκείνος σαρανταπεντάρης, με απαστράπτουσα φαλάκρα. Του κατηχητικού δήθεν εκείνη και μητέρα νηπίου συν τοις άλλοις, που μας είχε πάρει όλο το βράδυ τ’αυτιά. Πώς τόλμησαν να ξεμοναχιαστούν; Το πάθος τους ξεχείλισε; Ή η πλήξη, που ανέκαθεν απελευθέρωνε τα ήθη; 

    Με κοίταξαν πανικόβλητοι, έντρομοι, με ικέτεψαν με το βλέμμα να μην τους καρφώσω. "Ευτυχισμένο το 1978!" τους καθησύχασα.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ