Δευτέρα, 15-Δεκ-2025 20:07
Υπ. Πολιτισμού: Εγκρίθηκαν οι μελέτες επέκτασης και εκσυγχρονισμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Τα ανώτατα γνωμοδοτικά όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησαν ομόφωνα θετικά επί του συνόλου των προωθημένων προμελετών -αρχιτεκτονικής, στατικής, ηλεκτρομηχανολογικής- για την επέκταση και αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του σημαντικότερου και πλουσιότερου αποθετηρίου αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσμίως. Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του έργου έχουν αναλάβει τα γραφεία Chipperfield-Τομπάζη. Η εκπόνηση των μελετών του έργου ξεκίνησε μετά την κύρωση, τον Απρίλιο του 2024, από το Ελληνικό Κοινοβούλιο της σύμβασης χορηγίας των 40.000.000 ευρώ, εκ μέρους του Σπύρου και της Ντόροθυ Λάτση, στη μνήμη του Ιωάννη και της Εριέττας Λάτση, η οποία αφορά στη χρηματοδότηση του συνόλου των μελετών. Οι μελέτες αφορούν στο σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου και του μουσειακού συγκροτήματος, που περιλαμβάνει και το Επιγραφικό Μουσείο, μοναδικό διεθνώς στο είδος του.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: "Η Ελλάδα αποκτά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που της αξίζει. Η αρχιτεκτονική ταυτότητα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αποτελεί ένα σύνθετο αποτέλεσμα συνδυασμού νεοκλασικών αρχών και μεταγενέστερων μοντερνιστικών επεμβάσεων. Το υφιστάμενο κτήριο διατηρώντας τον ιστορικό του χαρακτήρα, στο πέρασμα του χρόνου προσαρμόζεται στις λειτουργικές και μουσειολογικές ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Οι υφιστάμενοι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου σχεδιάστηκαν στο β΄ μισό του 19ου αιώνα και ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, στον αριθμό των επισκεπτών και στις μουσειολογικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης. Ωστόσο, ο υπερδιπλασιασμός του αριθμού των επισκεπτών κατέστησε επιτακτική την αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό των αρχιτεκτονικών δεδομένων. Η επέκταση και η αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μέσω των προτεινόμενων επεμβάσεων, θα αποδώσουν στο μνημείο έναν ενιαίο συνθετικό χαρακτήρα αίροντας την ακανονιστία και το ασύνδετο των επεμβάσεων και των προσθηκών που έγιναν στα κτήρια του συγκροτήματος, θα επαναφέρουν στοιχεία της αρχικής δομής και θα αναβαθμίσουν τη λειτουργία του ικανοποιώντας τις απαιτήσεις ενός σύγχρονου μουσείου παγκόσμιας εμβέλειας. Επιπλέον το ίδιο το κτηριακό συγκρότημα, καθώς και ο δημόσιος κήπος θα αποτελέσουν τοπόσημο και πόλο έλξης για την πρωτεύουσα. Ο επανασχεδιασμός στοχεύει στην ανάδειξη του Μουσείου σε δυναμικό πόλο εξωστρεφών δράσεων, καθώς περιλαμβάνει ερευνητικό κέντρο, αφιερωμένο στην αρχαιότητα και ένα ανοιχτό, καθολικά προσβάσιμο κέντρο πολιτισμού και ψυχαγωγίας με δημόσιο κήπο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην άρση των υφιστάμενων παθογενειών του κτηρίου, όπως η υγρασία και εισροή υδάτων, στην ενίσχυση της αντισεισμικής του θωράκισης, στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτηρίου, στην προσβασιμότητα και στην ενίσχυση της βιωσιμότητάς του. Για πρώτη φορά εξασφαλίζονται οι κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες για την προβολή και έκθεση των αρχαιοτήτων, όπως η υγρασία, το ηλιακό φως και η θερμοκρασία, τόσο στην επέκταση του Μουσείου, όσο και σε αρκετές αίθουσες του ιστορικού κτηρίου".
Η αρχιτεκτονική πρόταση για την επέκταση και ανάδειξη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έχει ως βασικούς στόχους: α. τη δημιουργία ενός δημόσιου πάρκου ως προσφορά στην πόλη, β. την προβολή της ελληνικής ταυτότητας σε διεθνές κοινό, γ. την επέκταση των λειτουργιών και των εκθεσιακών χώρων του Μουσείου και στην ανάδειξή του ως φάρου εθνικού πολιτισμού. Η στρατηγική των επεμβάσεων περιλαμβάνει κτηριακή επέκταση για την ανάπτυξη νέας υποδομής και εκθεσιακών χώρων με σεβασμό στη νεοκλασική πρόσοψη, τη διαμόρφωση νέας επιβλητικής κύριας εισόδου επί της οδού Πατησίων με πλατεία και δημόσιο φουαγιέ, την ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής και προσβασιμότητας του μνημείου μέσω της δημιουργίας συνδέσεων με το κτήριο-μνημείο, καθώς και τη διαμόρφωση ενός ανοιχτού, πράσινου δημόσιου πάρκου με μπιστρό και αυλή, που προσφέρει υψηλής ποιότητας αστικό χώρο. Παράλληλα, προβλέπεται η ανάδειξη του κτηρίου-μνημείου μέσω της ανακαίνισης των αιθουσών της δεκαετίας του 1950, παρεμβάσεων στον κεντρικό άξονα για τη βελτίωση της δομής και του προσανατολισμού, και της ενίσχυσης του ερευνητικού κέντρου με σύγχρονα εργαστήρια και γραφεία. Αναφορικά με τις υποδομές επισκεπτών αναβαθμίζονται με κεντρικό φουαγιέ, ερμάρια, βεστιάριο, εγκαταστάσεις υγιεινής, εστιατόριο, αμφιθέατρο, πωλητήριο και χώρους περιοδικών εκθέσεων.
Το σχέδιο προβλέπει την αναβάθμιση των εκθεσιακών και υποστηρικτικών χώρων του μουσείου: περίπου 17.000 αρχαιότητες θα εκτεθούν σε δύο θεματικές περιοχές, 13 ενότητες, δεκάδες υποενότητες και εστιασμένες ιστορίες, ενώ οι χώροι των τριών Προϊστορικών Συλλογών (Νεολιθικών, Κυκλαδικών και Μυκηναϊκών) θα αυξηθούν από 1.100 τ.μ. σε 2.500 τ.μ. Ο χώρος των περιοδικών εκθέσεων θα υπερδιπλασιαστεί (από 429 τ.μ. σε περίπου 1.033 τ.μ.), με ξεχωριστούς χώρους αποθήκευσης και logistics, ενώ θα δημιουργηθούν νέοι χώροι εκπαιδευτικών προγραμμάτων 178 τ.μ. αντί 50 τ.μ. σήμερα. Οι αποθηκευτικοί χώροι αρχαιοτήτων και γενικής χρήσης θα εκσυγχρονιστούν και θα αυξηθούν από 3.367 τ.μ. σε 4.296 τ.μ., ενώ τα εργαστήρια συντήρησης θα φτάσουν τα 1.707 τ.μ. από 856 τ.μ. Οι χώροι της βιβλιοθήκης θα επεκταθούν από 201 τ.μ. σε 289 τ.μ., το ιστορικό φωτογραφικό αρχείο από 39 τ.μ. σε 91 τ.μ., με νέες αποθήκες 142 τ.μ., και θα αξιοποιηθούν επίσης τα εσωτερικά αιθρία, δημιουργώντας ένα σύγχρονο, λειτουργικό και εκπαιδευτικά πλούσιο περιβάλλον.
Η προκαταρκτική αρχιτεκτονική μελέτη για την "Επέκταση και Αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου" στοχεύει στη συνολική αναβάθμιση της περιοχής Εξαρχείων, Πατησίων και Μεταξουργείου, δημιουργώντας έναν νέο πολιτιστικό άξονα που θα συνδέει το Μουσείο με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την Ακρόπολη και το Πεδίον του Άρεως. Το έργο φιλοδοξεί να αναδείξει το Μουσείο σε τοπόσημο της πόλης, να δημιουργήσει ένα ερευνητικό κέντρο αφιερωμένο στη μελέτη της αρχαιότητας και να προσφέρει έναν ανοικτό, καθολικά προσβάσιμο δημόσιο κήπο που θα λειτουργεί ως κέντρο πολιτισμού και ψυχαγωγίας. Η επέκταση κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς οι υφιστάμενοι εκθεσιακοί χώροι σχεδιάστηκαν τον 19ο αιώνα και δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες ανάγκες, ενώ η αύξηση των επισκεπτών επιβάλλει νέα αρχιτεκτονικά δεδομένα. Παράλληλα, προβλέπεται η άρση παθογενειών του κτηρίου, η ενίσχυση της αντισεισμικής θωράκισης και η ενεργειακή αναβάθμιση για βιώσιμη λειτουργία.
Η νέα μελέτη επιτρέπει την έκθεση των αρχαιοτήτων σε δύο θεματικές περιοχές και δεκάδες υποενότητες, ενώ οι χώροι των Προϊστορικών Συλλογών υπερδιπλασιάζονται, όπως και οι χώροι περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και συντήρησης. Παράλληλα, δημιουργούνται σύγχρονοι χώροι εργασίας για το προσωπικό, ειδικές είσοδοι και διάδρομοι για τη διακίνηση αρχαιοτήτων, καθώς και υπερσύγχρονα εργαστήρια και αποθηκευτικοί χώροι. Για τον επισκέπτη, η μελέτη προβλέπει σύγχρονες εγκαταστάσεις υποδοχής, πωλητήριο, αμφιθέατρο και εστιατόριο, με δυνατότητα λειτουργίας πέραν του ωραρίου, καθολική προσβασιμότητα και έναν ανοικτό δημόσιο κήπο με αναψυκτήριο. Η παρουσίαση των αρχαιοτήτων ακολουθεί μια συνεκτική χρονολογική αφήγηση από τη Νεολιθική Εποχή έως την ύστατη Αρχαιότητα, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη εμπειρία στον επισκέπτη.
Η πρόταση για το πάρκο στην επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επιδιώκει να δημιουργήσει διάλογο με το ιστορικό κτίριο του Ziller (1889) και να αναβιώσει την αισθητική του ρομαντικού πάρκου της εποχής. Ο σχεδιασμός βασίζεται σε ελικοειδή μονοπάτια που προσφέρουν αίσθηση απεριόριστης κίνησης και ψευδαίσθηση βάθους και κλίμακας. Κατά μήκος της διαδρομής εμφανίζονται χλοοτάπητες σε κοίλες ή υπερυψωμένες μορφές, ενώ οι θάμνοι περιορίζουν τη θέα, ενισχύοντας την περιέργεια και την αίσθηση μεγαλύτερου χώρου.
Η εγκεκριμένη κεντρική μουσειολογική ιδέα περιλαμβάνει μια πλήρη διαδρομή επισκεπτών, που σκιαγραφεί την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού από τη Νεολιθική Εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Η πλήρης ξενάγηση στην έκθεση καθοδηγεί τον επισκέπτη σε τέσσερα διαφορετικά κτηριακά επίπεδα, δύο στην επέκταση και δύο στο κτήριο-μνημείο. Για να προσφέρει στον επισκέπτη μια σαφή αφήγηση και προσανατολισμό, τόσο στην επέκταση όσο και στο μνημείο, εισάγεται ένας κεντρικός άξονας. Ο άξονας στο κάτω επίπεδο της επέκτασης οργανώνεται γύρω από ένα κεντρικό αίθριο, προσφέροντας φυσικό φως και προσανατολισμό, ενώ παράλληλα εκθέτει βασικά αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές εκθεσιακές εποχές. Στο κτήριο-μνημείο, η αλληλουχία των εκθεσιακών αιθουσών κατά μήκος του κεντρικού άξονα προσφέρει ποικίλες κλίμακες και συνθήκες φυσικού φωτισμού για να βελτιώσει την εμπειρία του επισκέπτη. Η εξέλιξη της ελληνικής γλυπτικής με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζεται από την αρχαϊκή έως την κλασική Εποχή, καθώς ο επισκέπτης μετακινείται από τη μία αίθουσα στην άλλη.
Στην επέκταση, η μόνιμη συλλογή διαθέτει δύο ξεχωριστές χωρικές ποιότητες: 1. Τις αίθουσες ελεύθερης ροής που προσφέρουν μεγάλες ευέλικτες αίθουσες με διαγώνιες θεάσεις και επαφή με το φυσικό φως όπου είναι δυνατόν, και 2. Τα μικρότερα απομονωμένα δωμάτια (cabinets), που επιτρέπουν μεγάλη ποικιλία όσον αφορά στο φινίρισμα των υλικών και την στοχαστική εμπειρία του επισκέπτη. Εξαιρετικό είναι το κεντρικό υδάτινο στοιχείο στο υπόγειο, το οποίο προσφέρει στον επισκέπτη τον προαναφερθέντα προσανατολισμό και την ατμόσφαιρα φυσικού φωτός.
Δίπλα στην αρχαϊκή αίθουσα, οι πλευρικοί χώροι περιλαμβάνουν τέσσερις εκπαιδευτικές αίθουσες, οι οποίες μπορούν να ενωθούν ευέλικτα μεταξύ τους ή να διαχωριστούν ανάλογα με το μέγεθος της ομάδας. Η θέση αυτών των εκπαιδευτικών χώρων είναι σκόπιμα τοποθετημένη στο κέντρο του Μνημείου, αναδεικνύοντας τη σημασία της πολιτιστικής εκπαίδευσης εντός του Μουσείου. Η άμεση σύνδεση με την έκθεση συμπληρώνεται από μια πρόσβαση στο ανώτερο επίπεδο της αυλής του καφέ στο Βορρά για υπαίθρια μάθηση. Προσθέτοντας όλες τις χωρικές ποιότητες και συνθήκες φυσικού φωτισμού κάθε τμήματος του κτιρίου, η ποικιλία των δωματίων επιτρέπει στο Μουσείο όχι μόνο να εκθέτει κάθε αντικείμενο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και να εμπλουτίζει την εμπειρία του επισκέπτη. Η εσωτερική σύνδεση του μνημείου με την επέκταση είναι καθοριστική για τη χρονολογική μουσειολογική διαδρομή, τη ροή των επισκεπτών, την εμπειρία του επισκέπτη και τις καθημερινές λειτουργίες και υλικοτεχνική υποδομή του Μουσείου, όπως ασφαλείς διαδρομές προσωπικού και αντικειμένων.
Στην είσοδο του μουσείου επί της οδού Πατησίων διαμορφώνεται ένα άλσος από πλατάνια, τα οποία ακολουθούν τα επίπεδα του πεζοδρομίου, ενώ η οριζόντια ανάπτυξη της κόμης τους διατηρεί ανεμπόδιστη τη θέα προς το κτίριο· η φύτευση αυτή συμβάλλει στη μείωση των αιωρούμενων σωματιδίων σκόνης από τους γύρω δρόμους, στον περιορισμό της άμεσης ηλιακής ακτινοβολίας και των επιφανειακών θερμοκρασιών μέσω της εξατμισοδιαπνοής, εξασφαλίζοντας έναν φιλόξενο και ευχάριστο χώρο ακόμη και τις θερμότερες ημέρες του καλοκαιριού, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως ένας "προθάλαμος" ή χώρος αναμονής πριν από την είσοδο στο μουσείο. Η προσβασιμότητα του πάρκου διασφαλίζεται για όλους μέσω κλιμάκων, ανελκυστήρων και ραμπών, με το κύριο δίκτυο διαδρομών να έχει σταθερό πλάτος 2,5 μέτρων και τα διαφορετικά επίπεδα να συνδέονται με ράμπες από επαναχρησιμοποιούμενους υφιστάμενους μαρμάρινους κύβους· μετά τα μεσάνυχτα το πάρκο κλείνει, με φράχτη ενσωματωμένο στη βλάστηση στις βόρειες, νότιες και δυτικές πλευρές και με πύλες στις τρεις κύριες σκάλες.
Οι βασικές αρχές σχεδιασμού της ηλεκτρομηχανολογικής προμελέτης ακολουθούν την αρχιτεκτονική, τη στατική και τη μουσειογραφική μελέτη, και είναι σε πλήρη συνεργασία με τις μελέτες φύτευσης και φωτισμού. Οι προτεινόμενες εγκαταστάσεις επιλέχθηκαν με βάση α)την προστασία των εκθεμάτων, β)την εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών θερμοκρασίας, υγρασίας και ποιότητας αέρα στους χώρους, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα εκθέματα γ) την εξοικονόμηση Ενέργειας και την βιωσιμότητα και δ) την ευχέρεια διέλευσης των πάσης φύσεως δικτύων προς εξασφάλιση ευχερούς συντήρησης καθώς και δυνατότητας για μελλοντική επέκταση. Σε αυτήν προβλέπεται ο σχεδιασμός υδραυλικών εγκαταστάσεων, ενεργητικής πυροπροστασίας, ειδικών εγκαταστάσεων φυσικού αερίου, αργού, κενού και πεπεισμένου αέρα, στα εργαστήρια του Μουσείου, εγκαταστάσεων κλιματισμού, θέρμανσης, αερισμού, εγκαταστάσεων ηλεκτρικών ρευμάτων και ανελκυστήρων.
Το υφιστάμενο κτήριο διακρίνεται σε δύο τμήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από θεμελιωδώς διαφορετικό φέρον σύστημα. Στην πορεία των δεκαετιών, τα δύο τμήματα υπέστησαν διαδοχικές φάσεις επεμβάσεων και ανακαίνισης. Η ετερογενής δομή που προέκυψε εξετάστηκε και αξιολογήθηκε λεπτομερώς στη στατική μελέτη. Βάσει της ανάλυσης αυτής, και σε συνδυασμό με τις αναγκαίες προσαρμογές λόγω αρχιτεκτονικού και μουσειολογικού σχεδιασμού, καθώς και των απαιτήσεων των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, βελτιστοποιήθηκαν οι αναγκαίες στατικές επεμβάσεις ώστε να ικανοποιούνται όλες οι απαιτήσεις φέρουσας σεισμικής ικανότητας και ζητήματα λειτουργικότητας-χρηστικότητας.
Ιστορική και αρχιτεκτονική εξέλιξη του ΕΑΜ
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο εγκαινιάστηκε στη σημερινή του θέση το 1889. Η κύρια όψη του έχει είσοδο από την οδό Πατησίων, ενώ το κτηριακό συγκρότημα οριοθετείται από τις οδούς Βασιλέως Ηρακλείου, Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. Ο αρχικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός εκπονήθηκε το 1865 από τον Ludwig Lange και στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τους Παναγή Κάλκο, Αρμόδιο Βλάχο και Ernst Ziller, διατηρώντας τη βασική διάταξη με δύο εσωτερικές αυλές. Η χρονολογική εξέλιξη αποτυπώνεται ως εξής:
1871–1889: Κατασκευή πτερύγων (Κάλκος, Βλάχος, Ziller). Το 1889 ολοκληρώνεται η δυτική όψη και η κεντρική αίθουσα, με νεοελληνιστικό ύφος και αρχές της Αθηναϊκής Τριλογίας.
1903–1906: Επέκταση ανατολικής πτέρυγας (Αναστάσιος Μεταξάς).
1932–1939: Νέα τριώροφη ανατολική πτέρυγα (Γεώργιος Νομικός) για αίθουσες, αποθήκες, εργαστήρια και διοικητικά γραφεία. Εξωτερικά ακαδημαϊκό ύφος, εσωτερικά λιτή αισθητική.
1940–1941: Απόκρυψη εκθεμάτων λόγω Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
1947–1964: Παρεμβάσεις Πάτροκλου Καραντινού με μοντερνιστικές αρχές, αναμόρφωση προθαλάμου, τεχνικές υποδομές και αισθητική απομάκρυνση από τον 19ο αιώνα.
1970–2016: Στατικές επεμβάσεις, ενισχύσεις μετά τον σεισμό του 1999 και αναβαθμίσεις για Ολυμπιακούς Αγώνες 2004.