Παρασκευή, 05-Δεκ-2025 00:05
Ένα "παλιό γιατροσόφι" για να αποκαταστήσετε την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση
Του Clive Crook
Σε μεγάλο μέρος των ανεπτυγμένων οικονομιών, η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις είναι χαμηλή και συνεχώς μειώνεται. Γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί έχει τόση σημασία; Μια ασυνήθιστα διεξοδική νέα μελέτη εξετάζει αυτά τα ερωτήματα και δίνει κάποιες απροσδόκητες και, κατά κάποιον τρόπο, πιο ανησυχητικές απαντήσεις από ό,τι θα περίμενε κανείς.
Το γεγονός ότι μειώνεται η εμπιστοσύνη στην εκάστοτε κυβέρνηση δεν αποτελεί αποκάλυψη, τουλάχιστον σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου οι λαϊκιστές που αντιτίθενται στο κατεστημένο έχουν ανατρέψει την πολιτική και η εμπειρογνωμοσύνη της ελίτ έχει καταστεί όχι μόνο αναξιόπιστη, αλλά και αντικείμενο περιφρόνησης.
Πέρυσι, μια έρευνα έδειξε ότι λιγότεροι από ένας στους έξι Αμερικανούς αναμένουν από την Ουάσιγκτον να κάνει το σωστό "σχεδόν πάντα" (1%) ή "τις περισσότερες φορές" (15%). Στην αρχή του αιώνα, τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ΗΠΑ ήταν υπερδιπλάσια. Σε πολλές άλλες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Νέα Ζηλανδία και η Χιλή, έχει επίσης παρατηρηθεί μείωση της εμπιστοσύνης. Σε άλλες όμως χώρες, όπως η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και το Μεξικό, η εμπιστοσύνη έχει αυξηθεί. Τα επίπεδα εμπιστοσύνης, σε αντίθεση με τα ποσοστά μεταβολής, ποικίλλουν επίσης σε μεγάλο βαθμό. Αυτές οι πολύ διαφορετικές τάσεις καθιστούν δυνατή την εξέταση των αιτίων.
Εκ πρώτης όψεως, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης μοιάζει με ένα φαινόμενο κοινωνικής ψυχολογίας - μια προοπτική που τείνει να τονίζει τη σύγκλιση πολιτισμικών και τεχνολογικών παραγόντων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η παραπληροφόρηση και τα fake news, τα "echo chambers” (σσ. όταν άτομα έρχονται σε επαφή με πεποιθήσεις που επιβεβαιώνουν ή ενισχύουν τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις τους), οι "epistemic bubbles” (σσ. μια κοινωνική γνωστική δομή στην οποία άλλες σχετικές φωνές αγνοούνται, ίσως τυχαία) και άλλα παρόμοια φαινόμενα συχνά θεωρούνται υπεύθυνα.
Αυτή η άποψη είναι λανθασμένη, σύμφωνα με μια μελέτη των Michael Boskin, Alexander Kleiner και Ian Whiton, όλοι από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Η μελέτη τους προστίθεται σε μια σειρά ερευνών που υποστηρίζουν ότι αυτό που μετράει είναι οι απλοί οικονομικοί παράγοντες. Εξετάζοντας 34 χώρες μεταξύ 2007 και 2023, διαπιστώνουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το χρέος, οι κοινωνικές δαπάνες, η ανεργία και ο πληθωρισμός έχουν όλα σημαντική επίδραση στην εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση. Στην ανάλυσή τους, οι αλληλεπιδράσεις και οι αντισταθμίσεις μεταξύ αυτών των μετρήσεων εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα, με τους μη οικονομικούς παράγοντες να διαδραματίζουν "μόνο υποστηρικτικό ρόλο".
Συνολικά, η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε πραγματικούς όρους, μετά τη φορολογία) κατά 1.000 δολάρια αντιστοιχούσε σε αύξηση της εμπιστοσύνης κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η επίδραση των υψηλότερων κοινωνικών δαπανών ήταν ακόμη πιο έντονη: η κατά κεφαλήν αύξηση κατά 1.000 δολάρια συνδέεται με αύξηση της εμπιστοσύνης κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ο υψηλότερος πληθωρισμός και η εντονότερη ανεργία μειώνουν την εμπιστοσύνη, όπως είναι αναμενόμενο. Κάθε αύξηση κατά μια ποσοστιαία μονάδα μειώνει την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση κατά 1,6 και 1,0 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα. Πριν από μισό αιώνα, ο οικονομολόγος Arthur Okun επινόησε τον "δείκτη δυστυχίας", το άθροισμα των ποσοστών πληθωρισμού και ανεργίας. Προφανώς, η δυστυχία σημαίνει δυσπιστία, και ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα πιθανό να την προκαλέσει.
Οι ισορροπίες μεταξύ αυτών των μετρήσεων είναι πιο σημαντικές. Εφόσον όλες οι υπόλοιπες παράµετροι παραµένουν αμετάβλητες, η εμπιστοσύνη αυξάνεται όταν αυξάνονται οι κοινωνικές δαπάνες. Εάν οι υψηλότερες δαπάνες συμπίπτουν με μια περίοδο υψηλής ανεργίας και πλεονάζουσας οικονομικής ικανότητας, είναι πιθανό να μειώσουν την ανεργία χωρίς να αυξήσουν τον πληθωρισμό. Το καθαρό αποτέλεσμα, χάρη στη μείωση της ανεργίας, θα ήταν τότε μια ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση της εμπιστοσύνης. Αλλά αν οι δαπάνες συμπέσουν με πλήρη απασχόληση και χωρίς πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση του πληθωρισμού - πιθανότατα σε βαθμό που θα οδηγήσει σε καθαρή μείωση της εμπιστοσύνης. Οι συγγραφείς υποθέτουν ότι αυτό είναι που συνέβη σε πολλές χώρες, ειδικά στις ΗΠΑ, όταν η ανάκαμψη από την πανδημία ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ένας τρόπος για να συνοψίσουμε τα ευρήματα είναι να πούμε ότι η υγιής μακροοικονομική διαχείριση - που δεν είναι το ίδιο με το "μεγάλο κράτος" ή το "μικρό κράτος" - προάγει την εμπιστοσύνη και ότι το κύριο κριτήριο για μια υγιή μακροοικονομική πολιτική είναι η χαμηλή ανεργία και (ειδικά) ο χαμηλός πληθωρισμός. Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο ανησυχητική συνέπεια: η μείωση της εμπιστοσύνης θα ανατροφοδοτείται αν, όπως φαίνεται, δυσχεράνει την υγιή μακροοικονομική πολιτική.
Ένας φαύλος κύκλος μακροοικονομικής κακοδιαχείρισης και φθίνουσας εμπιστοσύνης είναι τότε πιθανός. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό βασίζονται στην αξιοπιστία της δέσμευσης των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να διατηρήσουν τις τιμές υπό έλεγχο. Εάν αυτή η αξιοπιστία υπονομευθεί, η επίτευξη χαμηλού πληθωρισμού γίνεται πιο δύσκολη. Και αυτός ο κίνδυνος δεν περιορίζεται στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες. Η δημοσιονομική πολιτική εμπλέκεται εξίσου. Η αύξηση του χρέους προκαλεί από μόνη της δυσπιστία. Σε κάποιο σημείο, θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση την προτίμηση της κυβέρνησης για χαμηλό πληθωρισμό (επειδή ο υψηλότερος πληθωρισμός θα μείωνε το χρέος σε πραγματικούς όρους). Ο υψηλότερος πληθωρισμός σημαίνει λιγότερη εμπιστοσύνη. Η λιγότερη εμπιστοσύνη καθιστά τον υψηλότερο πληθωρισμό πιο πιθανό. Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση απαιτεί καλή διακυβέρνηση. Η καλή διακυβέρνηση απαιτεί εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση.
Τα καλά νέα αυτής της μελέτης είναι ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μπορεί να είναι πιο απλή από μια πολιτιστική επανάσταση ή/και μια τεχνολογική στασιμότητα. Μια απλή, παραδοσιακή, υγιής οικονομική διαχείριση - με ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο του πληθωρισμού -μπορεί να είναι αρκετή. Τα κακά νέα για χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση έχει μειωθεί κατακόρυφα, είναι ότι η υγιής οικονομική διαχείριση είναι πλέον πολύ πιο δύσκολη από ό,τι στο παρελθόν.
Απόδοση - Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου