Σάββατο, 08-Νοε-2025 12:00
Κομισιόν: Η σκληρή αλήθεια για τους μισθούς
Του Τάσου Δασόπουλου
Η χαμηλή παραγωγικότητα, το μεγάλο ποσοστό χαμηλόμισθων και ο υψηλότερος πληθωρισμός, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ για τα τελευταία δύο χρόνια, "ροκανίζουν" το μέσο πραγματικό εισόδημα στην Ελλάδα, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το χάρτη των εισοδημάτων το 2025.
Στην έκθεση, γίνεται μια χαρτογράφηση της πορείας των εισοδημάτων εντός της ΕΕ, προ και μετά την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κoρονοϊού. Κάνοντας την σύγκριση και ειδικά για την 6ετία από το 2019 – 2024, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι μια ομάδα χωρών στην οποία περιλαμβάνεται η Ελλάδα, Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Σουηδία καταγράφουν μείωση 1,1% των εισοδημάτων.
Αν υπολογισθούν και οι αναμενόμενες φετινές μισθολογικές αυξήσεις που είχαμε στην Ελλάδα, τότε, το πρόσημα αλλάζει για όλη την περίοδο και η μεταβολή για τα εισοδήματα είναι οριακά θετική στο 0,2%. Σε μια άλλη σύγκριση για την διετία 2024 - 2025. καταγράφεται μία μεγαλύτερη άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων.
Η έκθεση συνδέει βέβαια την εξέλιξη αυτή, με την παραγωγικότητα και την δυναμική του πληθωρισμού σε κάθε χώρα. Παρατηρεί όμως, ότι το ίδιο διάστημα, στην Ελλάδα, όσοι αμείβονται με τον κατώτερο μισθό είχαν αύξηση του πραγματικού μισθού τους κατά 2% δείγμα του ότι οι αυξήσεις που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια προστάτευσαν τα χαμηλά εισοδήματα.
Η πολυετής οικονομική κρίση, δεν είναι "αθώα του αίματος" στην εικόνα που καταγράφεται για τα πραγματικά εισοδήματα. Η Ελλάδα είναι η χώρα με του λιγότερους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους, με το σχετικό ποσοστό να μην ξεπερνά το 5,8% με οριακά υψηλότερο ποσοστό να καταγράφει η Ιταλία (6,5% ) και η Ρουμανία (7,5%). Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες, οι οποίες έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων, οι οποίοι αμείβονται με το βασικό μισθό. Το ποσοστό για την χώρας μας φτάνει στο 35,3% (λίγο περισσότεροι από τον 1 στους 3) ενώ στην Πολωνία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι οριακά υψηλότερο στο 35,6%.
Στο σημείο αυτό, η έκθεση δανείζεται στοιχεία από ένα ειδικό Ευρωβαρόμτερο που έγινε , με αντικείμενο, τον βαθμό ικανοποίησης των πολιτών της ΕΕ, από τα εισοδήματά τους. Από την μέτρηση αυτή, προκύπτει ότι οι περισσότερο δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι σε ότι αφορά τις αμοιβές τους κατοικούν στην Κύπρο (65%), για να έρθει αμέσως μετά η Ελλάδα με ένα ποσοστό δυσαρέσκειας στο 60%. Αντίθετα, την χαμηλότερη δυσαρέσκεια σχετικά με τα εισοδήματά τους, εκφράζουν οι εργαζόμενοι του Λουξεμβούργου (18%), της Δανίας (25%) και της Φινλανδίας, με ποσοστό 26% επί των απαντήσεων που συγκέντρωσε η έρευνα.
Αναφερόμενη στις εισοδηματικές ανισότητες που καταγράφονται εντός των χωρών μεταξύ πλούσιων και φτωχών, αλλά και μεταξύ των χωρών της ΕΕ η έκθεση τονίζει ξανά ότι η Ευρώπη υστερεί σε καίριους τομείς έρευνας και καινοτομίας. Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, και άρα δεν μπορεί να εξασφαλίσει προς το παρόν ταχεία άνοδο των εισοδημάτων.
Ειδικά για την Ελλάδα και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, η Έκθεση σημειώνει την έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εκτός από την "κλασική" ανταγωνιστικότητα των μισθών, η οποία θα πρέπει να συμβαδίζει με την παραγωγικότητα εργασίας, υπάρχει και ένα θεσμικό περιβάλλον, το οποίο συνιστά την λεγόμενη "διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα".
Σε αυτό το περιβάλλον, περιλαμβάνεται ένα καλά δομημένο επιχειρηματικό περιβάλλον, η ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που διατίθενται εντός και εκτός της χώρας, η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Μέρος της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αποτελούν ένα σωστά δομημένο πλέγμα κοινωνικής προστασία για τα ανήλικα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ώστε μια οικογένεια ενηλίκων να μπορεί να είναι οικονομικά ενεργή. Επίσης περιλαμβάνεται και ένα θεσμικό πλαίσιο, που θα βοηθά νέους ανθρώπους να εντάσσονται και να παραμένουν στην αγορά εργασίας.