Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 20-Νοε-2025 09:31

    Νυρεμβέργη 1945: Όταν οι ναζί κάθισαν στο εδώλιο

    γερμανια β παγκοσμιος πολεμος
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    "Απαγγέλλω κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στους: Χέρμαν Βίλχελμ Γκέρινγκ, Ρούντολφ Ες, Γιόαχιμ φον Ρίμεντροπ…" Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, οι δίκες της Νυρεμβέργης αρχίζουν. Κατά την έναρξη της κύριας δίκης, στις 20 Νοεμβρίου 1945, ο επικεφαλής εισαγγελέας Ρόμπερτ Τζάκσον διαβάζει τα ονόματα των 24 κατηγορουμένων, κορυφαίων στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος. Μακρύς ο κατάλογος.

    Στις 218 ημέρες της ακροαματικής διαδικασίας θα εμφανιστούν στο δικαστήριο περισσότεροι από 230 μάρτυρες και θα διαβαστούν 300.000 γραπτές καταθέσεις. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της Νυρεμβέργης. Ήταν η πόλη στην οποία το ναζιστικό καθεστώς διοργάνωνε τα συνέδριά του για να διατρανώσει την ισχύ του. Ήταν η πόλη στην οποία ανακοινώθηκαν οι ρατσιστικοί και αντισημιτικοί "Νόμοι της Νυρεμβέργης", που προλείαναν το έδαφος για το Ολοκαύτωμα. Από αυτή την πόλη θα ξεκινούσε τώρα η απονομή δικαιοσύνης.

    Τα εγκλήματα δεν μένουν ατιμώρητα

    Η Δίκη της Νυρεμβέργης συνέβαλε σε μία σημαντική μετεξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Για πρώτη φορά, οι ηγέτες μίας χώρας καθίστανται προσωπικά υπεύθυνοι για εγκλήματα που διαπράττει αυτή τη χώρα. Όπως εξηγεί στην Deutsche Welle ο Φίλιπ Γκρέμπκε, καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν, "μέχρι τότε ένα κυβερνητικό στέλεχος όπως ο Χέρμαν Γκέρινγκ μπορούσε να επικαλείται το επιχείρημα -και ίσως πίστευε πως έτσι θα γινόταν και αυτή τη φορά- ότι η Γερμανία ως κράτος μπορεί να καταστεί υπεύθυνη ενώπιον της Δικαιοσύνης, όχι όμως και ο ίδιος προσωπικά".

    Κανένας από τους κατηγορούμενους δεν παραδέχθηκε την ενοχή του. "Μαζικές εκτελέσεις γίνονταν αποκλειστικά με προσωπική διαταγή του Χίτλερ", έλεγε ο Γιούλιους Στράιχερ, φανατικός αντισημίτης και εκδότης της καθεστωτικής εφημερίδας "Der Sturmer".

    Ο κεντρικός τραπεζίτης του Χίτλερ, Βάλτερ Φουνκ, είχε δεσμεύσει τραπεζικούς λογαριασμούς Εβραίων, επιπλέον δε ήταν εκείνος που οργάνωσε τη συλλογή περιουσιακών στοιχείων όσων Εβραίων εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (χρυσά δόντια και άλλα), προκειμένου να ρευστοποιηθούν και να αποδοθούν στην Κεντρική Τράπεζα του Ράιχ. "Κανείς δεν πέθανε με δική μου διαταγή, πάντοτε σεβόμουν τις περιουσίες των άλλων και προσπαθούσα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, να βοηθήσω όσους έχουν ανάγκη" θα ισχυριστεί ο ίδιος στη Δίκη της Νυρεμβέργης.

    "Φταίει ο Χίτλερ"

    "Αθώος" δήλωνε και ο "στρατάρχης του Ράιχ" Χέρμαν Γκέρινγκ, συνυπεύθυνος για την κατασκευή των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης. "Ούτε κατά διάνοια δεν γνώριζα ποια έκταση πήρε όλο αυτό" ήταν η απάντησή του στο ερώτημα αν οι ναζί ασκούσαν μία πολιτική με στόχο την εξόντωση των Εβραίων. Ο ίδιος ο Γκέρινγκ έλεγε ότι στόχος ήταν να φύγουν οι Εβραίοι από τη χώρα, όχι όμως και να αφανιστούν.

    Οι κορυφαίοι του ναζιστικού καθεστώτος δεν έδειξαν μεταμέλεια και απέδωσαν όλη την ευθύνη στον Χίτλερ (ο οποίος είχε αυτοκτονήσει λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου). Ήταν όμως συντριπτική η δύναμη του αποδεικτικού υλικού: εικόνες και πλάνα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταθέσεις των ανθρώπων που επέζησαν, επιστολές, γραπτές διαταγές. Για πρώτη φορά η παγκόσμια κοινή γνώμη μάθαινε για τις φρικαλεότητες στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, στο Μπούχενβαλντ ή στο Μπέργκεν-Μπέλζεν.

    Η πρώτη δίκη της Νυρεμβέργης ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1946 με καταδικαστικές αποφάσεις για 19 κορυφαίους ναζί. Δώδεκα από αυτούς εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού, άλλοι επτά εξέτισαν ποινές ισόβιας ή μακροχρόνιας κάθειρξης. Τρεις από τους κατηγορούμενους αθωώθηκαν.

    "Δικαιοσύνη των νικητών";

    Τι συνέβη όμως μετά τη δίκη; Όπως σημειώνει ο ιστορικός Μπέρνχαρντ Όττο, "μόλις ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του δικαστηρίου, οι περισσότεροι Γερμανοί σκέφθηκαν ότι 'οι πραγματικοί υπεύθυνοι τιμωρούνται και κάπου εδώ τελειώνει αυτή η υπόθεση'". Από την πλευρά της, η ιστορικός Στέφανι Παλμ επισημαίνει: "Άρχισε να εμπεδώνεται μία αντίληψη ότι όλοι οι υπόλοιποι απλώς παρακολουθούσαν τα δρώμενα, δεν ήταν συνένοχοι (…) και έτσι τελικά επικράτησε μία νοοτροπία θυματοποίησης: 'Είμαστε θύματα αυτής της μικρής κλίκας γύρω από τον Χίτλερ'".

    Έτσι, οι περισσότεροι Γερμανοί εξέφρασαν μία επικριτική διάθεση για τις επόμενες δώδεκα Δίκες της Νυρεμβέργης, που ακολούθησαν. Στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης βρέθηκαν βιομήχανοι, νομικοί ή γιατροί. Κάποιοι όμως έκαναν λόγο για "Δικαιοσύνη των νικητών (του πολέμου)", υπονοώντας ότι η προσαγωγή στο εδώλιο είχε προσλάβει εκδικητικό χαρακτήρα.

    Σε αυτή τη συζήτηση, τονίζει ο ιστορικός Μπέρνχαρντ Όττο, "ανακύπτει το ερώτημα μέχρι πού διαχέεται η ευθύνη για τα ναζιστικά εγκλήματα. Και εκεί φαίνεται να μην ήταν μόνο ο Γκέρινγκ και ο Κάιτελ, η Βέρμαχτ, ο Χίμλερ και φυσικά ο Χίτλερ που παρέσυραν τους Γερμανούς, αλλά φαίνεται ότι η ενοχή βαραίνει περισσότερους, και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε να αποδεχθεί η πλειονότητα των Γερμανών".

    Πρόδρομος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

    Σήμερα οι Δίκες της Νυρεμβέργης θεωρούνται ορόσημο στην ιστορία του διεθνούς δικαίου. "Εάν θεωρήσουμε ότι το 1945 στη Νυρεμβέργη τέθηκε σε ισχύ, για πρώτη φορά, το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, τότε μπορούμε να διακρίνουμε μία συνέχεια που μας οδηγεί μέχρι τα (ad hoc) ποινικά δικαστήρια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών στη δεκαετία του '90 και τελικά στην ίδρυση ενός μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου" υπογραμμίζει ο Φίλιπ Γκρέμπκε. "Αλλά αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι από το 1946 μέχρι σήμερα -ή έστω μόνο σήμερα- βλέπουμε το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο να εφαρμόζεται αδιαλείπτως".

    Μόλις το 1998 ιδρύθηκε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στη Χάγη. Ωστόσο, πολλές χώρες δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του. Στα 125 κράτη που συνυπογράφουν την ίδρυσή του δεν συμπεριλαμβάνονται σημαντικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία) και άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ. Ακόμα όμως και χώρες που θεωρητικά αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απλώς αγνοούν ορισμένες από τις αποφάσεις του.

    Από τον Πούτιν στον Νετανιάχου

    Μέχρι σήμερα βλέπαμε ότι το μόνο που έχει να κάνει ένας ηγέτης, εναντίον του οποίου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης στη Χάγη, είναι να μην εγκαταλείψει τη χώρα του. Αλλά μάλλον ούτε και αυτή η προφύλαξη είναι απαραίτητη πλέον. Τον Σεπτέμβριο του 2024 ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν επισκέφθηκε τη Μογγολία -χώρα που εξαρτάται από τη Ρωσία για την ενεργειακή της τροφοδοσία- όπου έγινε δεκτός με όλες τις τιμές του πρωτοκόλλου.

    Ένταλμα εκκρεμεί και εναντίον του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος, σύμφωνα με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, θεωρείται υπεύθυνος για την ασιτία Παλαιστινίων αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας. Ωστόσο, o Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διαβεβαιώνει τον ηγέτη του Κρεμλίνου ότι μπορεί να επισκεφθεί τη Βουδαπέστη χωρίς συνέπειες. Αλλά και ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έλεγε, τον περασμένο Φεβρουάριο, ότι θεωρεί "εντελώς παράλογο να μην μπορεί να επισκεφθεί τη Γερμανία ένας πρωθυπουργός του Ισραήλ", ενώ παρόμοια στάση τηρούσε και ο προκάτοχος του Μερτς, Όλαφ Σολτς.

    Συμπέρασμα: Το αν θα προσαχθεί στο Δικαστήριο ένας ηγέτης που κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου εναπόκειται στον ζήλο των κρατών που έχουν συνυπογράψει το Καταστατικό του Δικαστηρίου. Το ίδιο το Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει ούτε τα μέσα, αλλά ούτε και την αρμοδιότητα να τον σύρει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

    Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

    Πηγή: Deutsche Welle

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ