Πέμπτη, 09-Οκτ-2025 07:30
El Sabor: "Ταΐζει" ελληνικά νάτσος 60 χώρες - Νέο άλμα στις εξαγωγές και στα κέρδη

Της Ξανθής Γούναρη
Το να διπλασιάσει μια ελληνική βιομηχανία τροφίμων τις εξαγωγικές της πωλήσεις μέσα σε πέντε χρόνια, αν και αξιοθαύμαστο ως κατόρθωμα, δεν είναι κάτι σπάνιο. Το να παράγει όμως όχι ελιές ή φέτα, αλλά μεξικάνικα σνακ στα Οινόφυτα –νάτσος και τορτίγιες (wraps)– και να κάνει double στα έσοδά της από το εξωτερικό, μάλιστα εν μέσω πληθωριστικής κρίσης, δεν το λες και συνηθισμένο. Πόσο μάλλον όταν το "εξωτερικό" δεν είναι απλά η Κύπρος, αλλά αγορές ζόρικες σαν την Ιταλία, την Ουγγαρία, τον Καναδά και την Ιαπωνία, καθώς και άλλες 56 σε όλο τον κόσμο.
Για τη διοίκηση της El Sabor, ωστόσο, της πρώτης και μοναδικής παραγωγικής μονάδας νάτσος στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, θεωρείται απολύτως λογικό. Και είναι αποτέλεσμα της μεθοδικής δουλειάς που γίνεται εδώ και τρεις δεκαετίες, σύμφωνα με τον ιδρυτή Κωνσταντίνο Μάμη.
Αυτό φάνηκε (ξανά) στα "νούμερα" της εταιρείας. Το 2024 η El Sabor είδε τον κύκλο εργασιών της να φτάνει τα 34,1 εκατ. ευρώ (+5,3% σε σχέση με το 2023), με τις πωλήσεις στο εξωτερικό να ανέρχονται στα 19,3 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 8,8% έναντι των 17,73 εκατ. ευρώ του 2023, όταν το 2020 ήταν μόλις 10 εκατ.
Αντίθετα, η εγχώρια αγορά παρέμεινε σχεδόν στάσιμη στα 14,8 εκατ. ευρώ από 14,64 εκατ. το 2023 (+1,06%). Το μήνυμα λοιπόν είναι ξεκάθαρο: η ανάπτυξη προέρχεται κυρίως από τις διεθνείς αγορές, οι οποίες πλέον αντιπροσωπεύουν το 56,6% του συνολικού τζίρου έναντι 54,8% το 2023.
Τα μικτά κέρδη εκτινάχθηκαν κατά 19,48%, φτάνοντας τα 10,64 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν στα 2,28 εκατ. ευρώ, έναντι 1,85 εκατ. ευρώ το 2023, καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση 23,28%.
Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ανήλθαν σε 3,87 εκατ. ευρώ, έναντι 3,2 εκατ. ευρώ το 2023, ενισχυμένα κατά 20,8%. Το περιθώριο μικτού κέρδους βελτιώθηκε στο 31,2% από 27,5% πέρυσι, αντανακλώντας καλύτερη διαχείριση του κόστους παραγωγής και πιθανότατα βελτιωμένο προϊοντικό μείγμα.
Ωστόσο, η επεκτατική πορεία της εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1992, είχε και το κόστος της. Το κόστος πωλήσεων διαμορφώθηκε στα 23,45 εκατ. ευρώ, παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2023 (23,47 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, τα έξοδα διάθεσης αυξήθηκαν σημαντικά στα 6,57 εκατ. ευρώ από 5,71 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 15%, γεγονός που αποδίδεται στην επιθετική στρατηγική διείσδυσης σε νέες αγορές.
Τα έξοδα διοίκησης ανήλθαν σε 1,7 εκατ. ευρώ από 1,26 εκατ. ευρώ το 2023, αύξηση 34,8%, γεγονός που σχετίζεται με την ενίσχυση της διοικητικής δομής για την υποστήριξη της ανάπτυξης.
Κατά τη διάρκεια του 2024, η El Sabor ολοκλήρωσε σημαντική επένδυση συνολικού κόστους άνω των 4,5 εκατ. ευρώ, η οποία περιλαμβάνει νέα γραμμή παραγωγής, κτηριακές εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό. Συγκεκριμένα, οι προσθήκες σε πάγια στοιχεία ανήλθαν σε 5,59 εκατ. ευρώ, με τα γήπεδα και κτίρια να αυξάνονται κατά 1,14 εκατ. ευρώ και τον λοιπό εξοπλισμό κατά 333.574 ευρώ.
Η χρηματοδότηση πραγματοποιήθηκε μερικώς μέσω leasing ύψους 3,19 εκατ. ευρώ και το υπόλοιπο με ίδια κεφάλαια. Στο τέλος της χρήσης, η αξία των ακινητοποιήσεων υπό εκτέλεση ανερχόταν σε 3,2 εκατ. ευρώ, αφού οι εργασίες ολοκληρώθηκαν εντός του 2025.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία είχε υποβάλει αίτηση για επιδότηση στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου 4887/2022, η οποία όμως τελικά δεν εγκρίθηκε. Παρά την απογοήτευση, η διοίκηση προχώρησε με ίδιους πόρους, επενδύοντας στην επέκταση της δυναμικότητας που αναμένεται να καλύψει τον αυξημένο όγκου παραγγελιών από πελάτες του εξωτερικού.
Η νέα γραμμή, που αυξάνει τη δυναμικότητα στους 3 τόνους την ώρα, κατατάσσοντας την El Sabor στη δεύτερη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανοίγει τον δρόμο για παραγωγή και private label προϊόντων, αυξάνοντας την ευελιξία και την κερδοφορία.
Τα αποθέματα της εταιρείας αυξήθηκαν στα 3,93 εκατ. ευρώ από 3,39 εκατ. ευρώ, αύξηση 15,7%, αντανακλώντας τόσο την αυξημένη δραστηριότητα όσο και την προετοιμασία για την κάλυψη των αυξημένων παραγγελιών. Οι προκαταβολές για αγορές αποθεμάτων ανήλθαν σε 1,1 εκατ. ευρώ, ενώ οι πρώτες και βοηθητικές ύλες διαμορφώθηκαν στο 1,68 εκατ. ευρώ.
Οι εμπορικές απαιτήσεις αυξήθηκαν στα 7,45 εκατ. ευρώ από 6,93 εκατ. ευρώ, με τους πελάτες εξωτερικού να εμφανίζουν υπόλοιπο 2,84 εκατ. ευρώ, σημαντικά αυξημένο από τα 2,08 εκατ. ευρώ του 2023. Η εταιρεία διατηρεί πρόβλεψη για επισφαλείς απαιτήσεις ύψους 135.567 ευρώ, ενώ στον έλεγχο των ορκωτών ελεγκτών σημειώνεται ότι θα έπρεπε να σχηματιστεί πρόσθετη πρόβλεψη 298.000 ευρώ για βραδέως κινούμενες απαιτήσεις.
Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας ενισχύθηκαν στα 10,33 εκατ. ευρώ από 9,1 εκατ. ευρώ το 2023, αύξηση 13,5%. Το μετοχικό κεφάλαιο παραμένει σταθερό στα 3,19 εκατ. ευρώ, διαιρεμένο σε 1.086.517 μετοχές ονομαστικής αξίας 2,94 ευρώ έκαστη.
Τα αποθεματικά αυξήθηκαν στα 3,08 εκατ. ευρώ, με το τακτικό αποθεματικό να ανέρχεται σε 450.211 ευρώ και τα αφορολόγητα αποθεματικά του αναπτυξιακού νόμου σε 1,15 εκατ. ευρώ. Τα αποτελέσματα εις νέον διαμορφώθηκαν στα 4,06 εκατ. ευρώ.
Ο δείκτης γενικής ρευστότητας παραμένει σε υγιή επίπεδα στο 1,54, ενώ ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων προς σύνολο υποχρεώσεων διαμορφώθηκε στο 0,73. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) ανήλθε σε 27,2%, έναντι 25% το 2023.
Ο δανεισμός αυξήθηκε λόγω της επένδυσης, με τις συνολικές δανειακές υποχρεώσεις να διαμορφώνονται στα 6,51 εκατ. ευρώ, ενώ για τον ίδιο λόγο μειώθηκαν τα ταμειακά διαθέσιμα σε 1,49 εκατ. ευρώ από 2,61 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, ο δείκτης καθαρού χρέους προς EBITDA βελτιώθηκε στο 0,47 από 0,62, αντανακλώντας την ισχυροποίηση της κερδοφορίας.
Τα χρηματοοικονομικά έξοδα αυξήθηκαν στα 448.081 ευρώ από 315.054 ευρώ, αύξηση 42,2%, λόγω της επιβάρυνσης από τους τόκους του νέου δανεισμού.
Η βελτίωση της κερδοφορίας αποδίδεται σε συνδυασμό παραγόντων, με κυριότερο τη φορολογική απαλλαγή ύψους 530.987 ευρώ που απολαμβάνει η εταιρεία στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου 4399/2016, λόγω της επένδυσης στη νέα παραγωγική μονάδα στα Οινόφυτα Βοιωτίας. Η συνολική ενίσχυση με τη μορφή φορολογικής απαλλαγής ανέρχεται σε 2,16 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων έχουν αξιοποιηθεί μέχρι στιγμής 1,68 εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χωρίς τη φορολογική απαλλαγή, η εταιρεία θα είχε φορολογική επιβάρυνση 22% επί των κερδών προ φόρων (2,81 εκατ. ευρώ), ήτοι περίπου 619.000 ευρώ, οπότε τα καθαρά κέρδη θα διαμορφώνονταν σε 2,19 εκατ. ευρώ αντί για 2,28 εκατ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μερίσματα πληρωτέα στο τέλος του 2024 ανέρχονταν σε 975.797 ευρώ, έναντι 753.500 ευρώ πέρυσι.
Η εταιρεία απασχόλησε κατά μέσο όρο 84 εργαζομένους το 2024, έναντι 80 το 2023, με το κόστος μισθοδοσίας να ανέρχεται στα 2,39 εκατ. ευρώ, από 2,25 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Σύμφωνα με την έκθεση διαχείρισης, η διοίκηση της εταιρείας εκτιμά ότι η τρέχουσα χρήση θα παρουσιάσει σταθεροποίηση με τάση ανόδου. Ο κύκλος εργασιών αναμένεται να καταγράψει μικρή αύξηση, με τη νέα γραμμή παραγωγής που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2025 να ενισχύει τη δυναμικότητα αποθήκευσης, παραγωγής και κάλυψης του αυξημένου όγκου παραγγελιών.
Η εταιρεία αναφέρει ότι παρά τις προκλήσεις από την ενεργειακή κρίση και τις γεωπολιτικές εντάσεις που επηρεάζουν το κόστος παραγωγής - κυρίως λόγω της συνέχισης των πολέμων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή - έχει προβεί στις απαραίτητες εμπορικές και οικονομικές κινήσεις και καταφέρνει να συνεχίζει την κερδοφόρα πορεία της.