Παρασκευή, 03-Οκτ-2025 00:05
Όλοι ορκίζονται υποκριτικά στην ελευθερία του λόγου

Αν είσαι νομικός που υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, έχεις δύο επιλογές: είτε να αποδεχθείς ότι θα απογοητεύεσαι συνεχώς από ανθρώπους όλων των πολιτικών αποχρώσεων — είτε να χάσεις το μυαλό σου. Προτιμώ να έχω χαμηλές προσδοκίες.
Ξανά και ξανά, πολιτικά πρόσωπα κηρύττουν τη σημασία της ελευθερίας του λόγου, μόνο και μόνο για να αρπάξουν το φίμωτρο όταν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Αν, όπως εγώ, υπερασπίζεσαι την ελευθερία του λόγου ως αρχή και όχι σε ευκαιριακή βάση, συνηθίζεις με μεγάλη θλίψη να βλέπεις τα ίδια άτομα να υιοθετούν εντελώς αντίθετες θέσεις, συχνά μέσα σε λίγους μόνο μήνες.
Για παράδειγμα, την πρώτη μέρα της δεύτερης θητείας του ως πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε ένα εκτελεστικό διάταγμα με τίτλο "Αποκατάσταση της Ελευθερίας του Λόγου και Τερματισμός της Ομοσπονδιακής Λογοκρισίας", καταδικάζοντας την κυβέρνηση Μπάιντεν επειδή άσκησε πίεση σε διαδικτυακές πλατφόρμες για να λογοκρίνουν την άποψη Αμερικανών πολιτών. Την περασμένη Πέμπτη όμως, ο Τραμπ αναρωτήθηκε φωναχτά αν θα πρέπει "να αφαιρείται η άδεια" από τα ΜΜΕ που τον παρουσιάζουν αρνητικά.
Δείτε επίσης όσα λέγονται για την έννοια της ρητορικής μίσους. Η έννοια αυτή αναπτύχθηκε τη δεκαετία του '80 από αριστερούς νομικούς, όπως ο Ρίτσαρντ Ντελγκάδο και η Μαρί Ματσούντα, και επηρέασε τους κανονισμούς για την εκφορά λόγου στα πανεπιστήμια και τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα της δεκαετίας του '90. Διανοούμενοι της δεξιάς αντέδρασαν έντονα στην ιδέα του λόγου μίσους - η αμερικανική νομοθεσία άλλωστε δεν αναγνωρίζει γενική εξαίρεση για λόγο μίσους στην Πρώτη Τροπολογία, και ποτέ δεν το έκανε. Ο Τσάρλι Κερκ είχε απορρίψει τη χρήση της έννοιας του λόγου μίσους ως πρόσχημα για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Παρόλαυτα, μετά τη δολοφονία του Κερκ, οι Ρεπουμπλικάνοι έσπευσαν να προαναγγείλουν διώξεις για "εκφράσεις μίσους", χρησιμοποιώντας ακριβώς την ίδια ακριβώς λογική.
Την περασμένη εβδομάδα, η γενική εισαγγελέας, Παμ Μπόντι δήλωσε: "Θα μπείτε στο στόχαστρο μας και θα σας κυνηγήσουμε αν χρησιμοποιείται ρητορική μίσους κατά άλλων". Όταν ο Τραμπ ρωτήθηκε για αυτή τη δήλωση από τον δημοσιογράφο του ABC, Τζόναθαν Καρλ, είπε ότι η Μπόντι "πιθανόν να κυνηγήσει άτομα σαν κι εσένα", προσθέτοντας πως το δίκτυο του Καρλ - που πέρσι κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τον Τραμπ για μια υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμισης - πλήρωσε "16 εκατ. δολ. για μια μορφή ρητορικής μίσους".
Οι επικριτές της έννοιας της ρητορικής μίσους, συμπεριλαμβανομένου του οργανισμού μου, προειδοποιούν εδώ και καιρό ότι η έννοια είναι τόσο αόριστη και ευρεία, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να φιμώσει σχεδόν οποιαδήποτε άποψη. Δυστυχώς, δικαιωνόμαστε.
Ας δούμε και τη μάχη κατά της διασποράς ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δημιούργησε (και έπειτα γρήγορα κατήργησε μετά από αντιδράσεις) ένα συμβουλευτικό όργανο στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας για την απειλή της παραπληροφόρησης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν άσκησε επίσης πίεση σε πλατφόρμες κοινωνικών μέσων να λογοκρίνουν Αμερικανούς που δημοσίευαν πράγματα που η κυβέρνηση θεωρούσε πλήρη ψέματα, όπως την εκτίμηση ότι ο κορονοϊός ίσως να προήλθε από ένα εργαστήριο στην Γουχάν της Κίνας, μια άποψη που σήμερα θεωρείται βάσιμη από πολλούς επιστήμονες και θεσμούς.
Σήμερα η δεξιά επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Ο Τζίμι Κίμελ, παρουσιαστής νυχτερινής εκπομπής, άφησε να εννοηθεί ότι ο δολοφόνος του Κερκ ήταν υποστηρικτής του Τραμπ - κάτι που τα επίσημα έγγραφα των δικαστικών αρχών φαίνεται να διαψεύδουν. Εν μέσω μιας ευρύτερης κατακραυγής από την πλευρά των συντηρητικών, το ABC αποφάσισε να αναστείλει την εκπομπή του Κίμελ. Αυτό ήταν μια υπερβολική αντίδραση: αν οι ευσεβείς πόθοι ανάλογα με τις κομματικές γραμμές αποτελούσαν παραβίαση του κανονιστικού πλαισίου, ελάχιστοι κωμικοί ή σχολιαστές της δεξιάς ή της αριστεράς θα μπορούσαν να κρατήσουν τη δουλειά τους. (Το ABC ανακοίνωσε τελικά ότι η εκπομπή του Κίμελ θα επιστρέψει.)
Ίσως η Disney, η μητρική εταιρεία του ABC, να είχε προχωρήσει με δική της πρωτοβουλία σε κάποιο πειθαρχικό μέτρο κατά του Κίμελ. Όμως η κυβέρνηση Τραμπ ανέλαβε την πρωτοβουλία. Πριν την αναστολή της εκπομπής από το ABC, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), Μπρένταν Καρ, ανέφερε σε συνέντευξη: "Μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο τρόπο ή με τον δύσκολο τρόπο. Οι εταιρείες αυτές μπορούν να βρουν τον τρόπο να αλλάξουν την συμπεριφορά τους, να αναλάβουν δράση, ιδίως στην περίπτωση του Κίμελ, αλλιώς θα υπάρξει περισσότερη δουλειά για την FCC".
Και φυσικά, υπάρχει και η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture). Η δεξιά απέρριπτε για χρόνια τη χρήση κοινωνικής πίεσης προκειμένου να τιμωρούνται συντηρητικοί στοχαστές μέσω, για παράδειγμα, της απόλυσης τους από την εργασία τους. Η έξαρση του φαινομένου αυτού από το 2014 και μετά αρχικά χαιρετίστηκε από την αριστερά, ως "κουλτούρα των συνεπειών". Τώρα, έρχεται η αναμενόμενη αντιστροφή των ρόλων: Πριν λίγες μέρες, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς κάλεσε όσους είδαν ανθρώπους να πανηγυρίζουν για τη δολοφονία του Κερκ να τους "ξεμπροστιάσουν", ακόμη και να καλέσουν "τον εργοδότη τους".
Δεν μου αρέσει να υπερασπίζομαι ανθρώπινα δικαιώματα όπως η ελευθερία του λόγου επικαλούμενος το προσωπικό συμφέρον: αυτά υποτίθεται πως είναι δικαιώματα των οποίων η σημασία υπερβαίνει τις προσωπικές μας ανάγκες. Αλλά για όσους τοποθετούνται αποκλειστικά με βάση την πολιτική τους αφοσίωση αυτό συχνά είναι το μόνο επιχείρημα που μπορεί να γίνει κατανοητό. Οπότε, ιδού μια πρακτική προειδοποίηση: Το όπλο που χρησιμοποιείτε σήμερα, θα στραφεί εναντίον σας αύριο.
Χρησιμοποιώντας τα πιο βρώμικα μέσα του αντιπάλου σου, δεν πρόκειται να τον πείσεις να αφοπλιστεί: του δίνεις αφορμή να αντεπιτεθεί. Το "μία σου και μία μου" σε έναν αέναο κύκλο.
Το "ελευθερία λόγου για μένα, αλλά όχι για σένα" είναι μια πάρα πολύ συνηθισμένη στάση στην πολιτική. Όμως το νόημα της αρχής της ελευθερίας του λόγου είναι ότι το πώς αντιδρούμε σε ιδέες που δεν μας αρέσουν δεν αφορά τελικά τα δικαιώματα των αντιπάλων μας - αφορά τα δικά μας.
© 2025 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"