Τρίτη, 12-Αυγ-2025 16:00
Πώς η Ευρώπη κατάφερε να ακυρώσει όλο το μέρισμα ειρήνης από το ενδεχόμενο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία

Του Τάσου Δασόπουλου
Ακόμη και αν η συνάντηση της Αλάσκας μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ κ. Ντόναλτ Τράμπ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας κ. Βλαντιμίρ Πούτιν οδηγήσει σε μια λήξη ή έστω μια εκεχειρία στον πόλεμο με την Ουκρανία, η -απούσα από τη συνάντηση- ΕΕ θα είναι μάλλον από την πλευρά των "χαμένων".
Ως γνωστόν, η Ευρώπη είχε τις βαρύτερες συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία λόγω των κυρώσεων που επέβαλε άμεσα στη Ρωσία. Έζησε μια βαριά ενεργειακή κρίση, η οποία οδήγησε σε μεγάλα προβλήματα την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Μια εκεχειρία ή -ακόμη περισσότερο- μια λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, θα έφερνε αυτόματα μια σειρά από θετικές εξελίξεις.
Στον αμυντικό τομέα, θα σταματούσε η πίεση του να εφοδιάζει συνεχώς με πολεμικό εξοπλισμό και χρήματα την Ουκρανία, ώστε να μπορεί να συνεχίζει τον αγώνα της κατά της Ρωσίας. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πίεση στις αμυντικές δαπάνες αντί να μειωθεί αυξήθηκε κατακόρυφα με τη συμφωνία των μελών της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν και στο ΝΑΤΟ για αύξηση των ελάχιστων αμυντικών δαπανών από το 2% στο 5% του ΑΕΠ, η οποία πλέον απειλεί, για δημοσιονομικά προβλήματα, κάποιες από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης. Επιπλέον, η απόφαση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% θα έχει "μέτοχο" και τις ΗΠΑ. Τούτο, διότι παρά την προσπάθεια για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η πίεση για άμεση αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ από το 2025 μέχρι και το 2032, θα περάσει και από την πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ, η οποία αναμένεται να καλύψει περίπου το 40%, των αναγκών των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνθήκη αυτή, δηλαδή η προμήθεια στρατιωτικού υλικού από τις ΗΠΑ, αποτέλεσε και ένα μέρος της συμφωνίας για τους δασμούς μεταξύ της κ. Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και του Προέδρου Τράμπ στις 27 του περασμένου μήνα.
Σε ό,τι αφορά στη γενεσιουργό αιτία της κρίσης της οικονομίας της ΕΕ, δηλαδή το αυτόματο πέρασμα από τη φθηνή ενέργεια που προμηθευόταν από τη Ρωσία στην ακριβή που συνεπάγονταν η κάλυψη των αναγκών από εναλλακτικούς προμηθευτές με σαφώς υψηλότερες τιμές, το τέλος του πολέμου θα δημιουργούσε μια ευκαιρία. Αφού θα τελείωνε ο πόλεμος, θα μπορούσε η ΕΕ να προσεγγίσει και πάλι τη Ρωσία για να έχει ξανά τα οφέλη του φθηνότερου φυσικού αερίου το οποίο μεταφέρεται μέσω αγωγών και όχι σε υγροποιημένη μορφή του μέσω θαλάσσιων μεταφορών. Το εμπόδιο για κάτι τέτοιο είναι το μέρος της συμφωνίας για τους δασμούς, σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ θα αυξήσει τις αγορές της σε υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ (το οποίο θα έρθει με τιμή αυξημένη κατά 7%) για ένα ποσό της τάξης των 750 δισ. ευρώ.
Εκτός από την απώλεια όποιας ανακούφισης θα είχε άμεσα από το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρώπη φαίνεται να έχει ξεχάσει τελείως την έκθεση Ντράγκι για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η οποία ζητούσε τουλάχιστον ετήσιες επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ για την ψηφιακή μετάβαση ώστε να κλείσει το χάσμα της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτό αποδεικνύει το ότι στα "δώρα" που περιείχε η συμφωνία για τους δασμούς της 27ης Ιουλίου προς τον Πρόεδρο Τράμπ περιλαμβάνονταν και 600 δισ. ευρώ επενδύσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έτσι η Ευρώπη βρίσκεται τώρα εγκλωβισμένη σε μια συμφωνία με τις ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει επίσης δασμούς 15%, οι οποίοι στην ουσία είναι 29% αν υπολογιστεί και η αύξηση κατά 13,76% του ευρώ έναντι του δολαρίου για όλα τα είδη, εκτός του χάλυβα και του αλουμινίου όπου συνεχίζει να υφίσταται δασμός 25%. Τούτο ενώ είναι και άγνωστο τι θα γίνει αν κάποιο μέρος της συμφωνίας με τις ΗΠΑ καθυστερήσει ή -ακόμη χειρότερα- δεν υλοποιηθεί.