Δευτέρα, 17-Φεβ-2025 10:42
Η Ευρώπη σε σοκ από τη στάση των ΗΠΑ του Τραμπ

Του Κώστα Ράπτη
Σύμφωνα με έναν αφορισμό του Νίτσε, τιμωρούμαστε περισσότερο για τις αρετές μας παρά για τις αμαρτίες μας. Με έναν ανάλογο τρόπο, η σημερινή Ευρώπη μοιάζει να υφίσταται τη δυσμένεια του Ντόναλντ Τραμπ όχι λόγω κάποιου αντιαμερικανισμού της, αλλά λόγω της υπερβολικής ευθυγράμμισής της προς την (προηγούμενη) πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε καιρούς που σήμερα φαντάζουν πολύ μακρινοί, κορυφαίες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία αντιτάσσονταν, αν μη τι άλλο ρητορικά, απέναντι σε μία κεντρική επιλογή των ΗΠΑ, όπως η εισβολή στο Ιράκ, και μάλιστα συντονιζόμενες επιδεικτικά με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ακόμη και το 2008, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, οι ίδιες αυτές ευρωπαϊκές χώρες έβαζαν στον "πάγο" την προοπτική ένταξης στη συμμαχία μετασοβιετικών κρατών, όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, αναγνωρίζοντας την αποσταθεροποιητική δυναμική τέτοιων κινήσεων.
Ο άλλοτε επικεφαλής του Πενταγώνου, Ντόναλντ Ράμσφελντ, είχε σπεύσει να χλευάσει αυτές τις εκδηλώσεις ανεξάρτητου πνεύματος, αποδίδοντάς τες στην "παλιά Ευρώπη" (που, όπως υπονοούσε, ανήκε στην οπισθοφυλακή της Ιστορίας) την ώρα που μια "νέα Ευρώπη", με σχέση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης προς τον αγγλοσαξωνικό παράγοντα, αναδυόταν στα ανατολικά της ηπείρου.
Κατά μία έννοια, επαληθεύθηκε πλήρως (αν και η ανατολική Ευρώπη αποδείχθηκε περισσότερο "απείθαρχη", αν αναλογισθούμε περιπτώσεις όπως της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και εν μέρει της Κροατίας ή της Ρουμανίας). Την κατάσταση της σημερινής Ευρώπης αποτυπώνει καλύτερα η εικόνα μιας Γερμανίας, η οποία κάνει ότι δεν ξέρει ποιος την έπληξε με την επίθεση στον αγωγό NordStream και αυτοχειριάζεται βιομηχανικά, επιμένοντας στην αναμέτρηση με την Ρωσία.
Η δε Γαλλία, η οποία στο πρόσωπο του τότε υπουργού Εξωτερικών Ντομινίκ ντε Βιλπέν, κέρδιζε το 2003 το χειροκρότημα (γεγονός ασυνήθιστο) των συμμετεχόντων στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ως εκφραστής της διεθνούς συνείδησης, είναι σήμερα εκείνη η χώρα η οποία αναζητεί τρόπους να παρεμβληθεί όπου μπορεί στα παγκόσμια ζητήματα, με τις αλλεπάλληλες εμπνεύσεις, υψιπετούς ρητορικής αλλά χαμηλού αντικτύπου, του Εμανουέλ Μακρόν.
Όσο για τη Βρετανία, η οποία αντιμετωπιζόταν εντεύθεν της Μάγχης με καχυποψία ως διαιρετικός και ανασταλτικός παράγων στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, όχι μόνο έχει εγκαταλείψει προ πολλού το κοινό "σπίτι", αλλά προσκαλείται στη σημερινή αυτοσχέδια σύνοδο κορυφής του Παρισιού (μόνο για "μεγάλους") για να ενισχύσει την ευρωπαϊκή απάντηση στα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ περί Ουκρανίας.
Τι εξηγεί αυτή την αντιστροφή; Κατά παράδοξο τρόπο, η ερμηνεία θα πρέπει να αναζητηθεί σε ό,τι φάνταζε ως κορύφωση της γερμανικής ισχύος μετά την κρίση του 2008, οπότε το Βερολίνο εγκαθιστούσε μιαν απροκάλυπτα ηγεμονική σχέση έναντι των λοιπών Ευρωπαίων εταίρων, έπαιρνε πρωτοβουλίες ερήμην τους (λ.χ. στο μεταναστευτικό ή την αποπυρηνικοποίηση), εγκατέλειπε τα προσχήματα της "γαλλογερμανικής συνεννόησης", οικοδομούσε θηριώδη εμπορικά πλεονάσματα με τον υπόλοιπο κόσμο και αφοσιωνόταν στο "φρενάρισμα" της εμβάθυνσης της οικονομικής ενοποίησης, την ίδια ώρα που στην Γαλλία (επανενσωματωμένη μετά από σαράντα χρόνια στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από το 2007) εξέπνεαν οι παραδόσεις του γκωλισμού.
Η ουκρανική κρίση, θα πρέπει να υπενθυμίσει κανείς, δεν εγκαινιάσθηκε από τις ΗΠΑ, αλλά από την ΕΕ, η οποία στην υπαναχώρηση του τότε προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς από μια συμφωνία σύνδεσης την οποία ο ίδιος διαπραγματευόταν, απάντησαν ρίχνοντας όλο το βάρος τους υπέρ του "Ευρω-Μαϊντάν". Σε καιρούς όπου συζητούμε αν τα διαδικτυακά bots συνιστούν παρέμβαση στα εσωτερικά άλλων χωρών, το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας εκφωνούσε το 2013 ομιλία σε συγκέντρωση της αντιπολίτευσης στην πρωτεύουσα ενός ξένου κράτους μάλλον έχει απωθηθεί από τη μνήμη.
Το όλον παρουσιαζόταν ως "πολιτισμική επιλογή" για την Ουκρανία, μολονότι σε υλικό επίπεδο συνεπαγόταν την αποβιομηχάνισή της και την ύψωση συνόρων με τη Ρωσία λιγότερο ελαστικών από αυτά που είχαν αφήσει οι μετασοβιετικές διευθετήσεις. Οι πληθυσμοί που εξεγέρθηκαν στην ανατολική Ουκρανία δεν υπερασπίζονταν απλώς μία εθνοτική ταυτότητα, αλλά τους όρους διαβίωσής τους στη βιομηχανική "καρδιά" της χώρας.
Οι πολυπράγμονες Ευρωπαίοι δεν μπόρεσαν να εγγυηθούν ούτε την ομαλή αποχώρηση του Γιανουκόβιτς (καθώς μία μόλις ημέρα αφότου έπεσαν οι σχετικές υπογραφές, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας, σημειώθηκε η "έφοδος" του "Δεξιού Τομέα” στα δημόσια κτήρια) ούτε, λίγο αργότερα, τις Συμφωνίες του Μινσκ για ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος του Ντονμπάς εντός της ουκρανικής κυριαρχίας. Η δε "πολιτισμική επιλογή" για την οποία έκαναν λόγο απαθώς συμβάδιζε π.χ. με την ατιμώρητη πυρπόληση του Μεγάρου των Συνδικάτων της Οδησσού, την άρση γλωσσικών δικαιωμάτων, την απαγόρευση κομμάτων και τον βομβαρδισμό από τον στρατό και παραστρατιωτικούς της Ουκρανίας των εξεγερμένων επαρχιών της χώρας.
Το "άλμα" που επιχειρήθηκε προς Ανατολάς, χωρίς τη δυνατότητα να υποστηριχθεί πραγματικά, έγινε (ιδίως αφότου οι ΗΠΑ πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων ανεβάζοντας την ένταση με παίκτες που διέθεταν επί του εδάφους) μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία ιδεολογικής πλειοδοσίας. Όσο περισσότερο η ΕΕ συναντούσε όρια στην εσωτερική συνοχή και στην εξωτερική απήχησή της, τόσο μεγαλύτερη αναπλήρωση αναζητούσε στον αυτοθαυμασμό της ως φορέα υπέρτερων αξιών, που απειλούνται από κάθε σημείο του ορίζοντα: τη Ρωσία, τον ισλαμικό κόσμο ή και την Κίνα. Η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αυτοεικόνα διαπιστώνεται άλλωστε σε πολλούς άλλους τομείς (λ.χ. τη θέση της Ευρώπης στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την προϊούσα έξωση της Γαλλίας από τη Δυτική Αφρική, την αυτονόμηση του Ερντογάν κ.ο.κ.).
Το ότι η Αμερική (που δεν ήταν ποτέ μόνο "μία") αποφασίζει επί Τραμπ να ιεραρχήσει διαφορετικά τις προτεραιότητές της στη διεθνή σκηνή, αλλά και να αλλάξει το ηγεμονικό της "αφήγημα", αφήνει τους Ευρωπαίους συμμάχους της απολύτως μετέωρους. Όμως η Ουάσιγκτον έχει ήδη επιτύχει τον βασικό της στόχο, που ήταν όχι βέβαια η καθυπόταξη μιας πυρηνικής δύναμης σαν τη Ρωσία, αλλά η ανατίναξη της ρωσο-γερμανικής συνεργασίας και η επαναβεβαίωση της εξάρτησης της Ευρώπης. Επιπλέον, στο φόντο των ενδοαμερικανικών συγκρούσεων, οι Αμερικανοί Ρεπουμπλικανοί αποφασίζουν να αναδιατάξουν τα δίκτυα επιρροής που δημιουργούν διατλαντικό feedback και είχαν στραφεί εναντίον τους. Σε κάθε περίπτωση, ενώ το συνολικό ειδικό βάρος της έναντι του υπόλποιπου κόσμου υποχωρεί, η "συλλογική Δύση" γίνεται λιγότερο "συλλογική".
Είναι αμφίβολο αν όλα αυτά είναι σε θέση να τα συνειδητοποιήσουν ευρωπαϊκές ηγεσίες που έχουν αναδειχθεί λιγότερο μέσα από παραδοσιακές εγχώριες πολιτικές διαδικασίες και περισσότερο από think tanks, leadership formation programmes στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και επαγγελματική προϋπηρεσία σε αμερικανικές πολυεθνικές.