Η ύφεση του μεταποιητικού τομέα της Γερμανίας, που αντιπροσωπεύει περίπου το 1/5 της μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη, φαίνεται πως έφτασε στο ναδίρ τον Μάιο, καθώς τόσο η παραγωγή όσο και οι νέες παραγγελίες μειώθηκαν με πολύ πιο αργό ρυθμό από ό,τι τον προηγούμενο μήνα.
Ειδικότερα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών της τράπεζας HCOB για τον γερμανικό τομέα μεταποίησης βελτιώθηκε, σύμφωνα με την τελική μέτρηση, στις 45,4 μονάδες τον Μάιο από τις 42,5 μονάδες του Απριλίου, επιβεβαιώνοντας την προκαταρκτική μέτρηση. Ωστόσο, παραμένει κάτω από το επίπεδο των 50 μονάδων, που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση.
Η βελτίωση του PMI προήλθε κυρίως από τις νέες παραγγελίες, οι οποίες τον Μάιο σημείωσαν την ασθενέστερη πτώση των δύο τελευταίων ετών, ενώ η παραγωγή μειώθηκε επίσης με τον ηπιότερο ρυθμό σε διάστημα ενός και πλέον έτους.
"Παρότι δεν βρίσκεται ακόμη σε ιδανικό σημείο, υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης”, ανέφερε ο Σίρους ντε λα Ρούμπια, επικεφαλής οικονομολόγος στην Εμπορική Τράπεζα του Αμβούργου (Hamburg Commercial Bank - HCOB).
Όπως πρόσθεσε, "οι νέες παραγγελίες εξακολουθούν να μειώνονται, αλλά φαίνεται ότι θα μπορούσαμε να δούμε αύξηση της ζήτησης τους επόμενους μήνες, μετά από δύο και πλέον χρόνια ξηρασίας”.
Η εξέλιξη αυτή ευθυγραμμίζεται με την επιταχυνόμενη μείωση των αποθεμάτων, σημείωσε ο ντε λα Ρούμπια, γεγονός που υποδηλώνει ότι πολλές εταιρείες είχαν υποτιμήσει το επίπεδο της ζήτησης και χρειάστηκε να στραφούν στα αποθέματά τους.
"Επιπλέον, το γεγονός ότι οι χρόνοι παράδοσης δεν μειώνονται τόσο γρήγορα όσο τους προηγούμενους δύο μήνες υποδηλώνει μια λιγότερο σοβαρή κατάσταση ζήτησης", πρόσθεσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της HCOB.
Εν τω μεταξύ, αν και οι εταιρείες συνέχισαν να εμφανίζονται πρόθυμες να μειώσουν το προσωπικό τους, υποδηλώνοντας έλλειψη πίεσης σε λειτουργικό επίπεδο, για 11ο διαδοχικό μήνα, η αισιοδοξία για τις προοπτικές ανάπτυξης το επόμενο 12μηνο ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022.
Οι εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα εκφράζουν ελπίδες για ανάκαμψη των επενδύσεων και της ζήτησης ως απόρροια της επικείμενης μείωσης των επιτοκίων.