Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 09-Ιαν-2024 14:05

    Η "Mission Impossible" του Μπλίνκεν

    Η "Mission Impossible" του Μπλίνκεν
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Κώστα Ράπτη

    Διπλωματία σήμαινε κάποτε το να συνομιλείς πρωτίστως με τους αντιπάλους σου. Για αυτό άλλωστε ονομάσθηκε "μάγος της διπλωματίας" ο προσφάτως αποθανών Χένρι Κίσσινγκερ, ο οποίος άλλαξε την πορεία της Ιστορίας με το μυστικό ταξίδι του στην Κίνα του Μάο Τσετούνγκ και μοιράσθηκε το Νόμπελ Ειρήνης με τον Βορειοβιετναμέζο ομόλογό του για τη συμφωνία που τερμάτισε την αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ.

    Όμως στις μέρες μας διπλωματία είναι για τις ΗΠΑ το να συνομιλούν αποκλειστικά με τους συμμάχους τους - και μάλιστα να μην εισακούονται καν από αυτούς. Το μαρτυρεί αυτό η εν εξελίξει περιοδεία του Άντονι Μπλίνκεν στη Μέση Ανατολή, η πέμπτη μετά την ανάφλεξη της 7ης Οκτωβρίου.

    Την υποβάθμιση αυτή της διπλωματικής ισχύος επέφερε η αποκλειστική επένδυση στη γλώσσα της στρατιωτικής ισχύος, ο εγκλωβισμός των ΗΠΑ στην εικόνα ηθικής ανωτερότητας που έχουν για τον εαυτό του και η υπέρμετρη ιδεολογικοποίηση της αμερικανικής πολιτικής, που μεταξύ άλλων είχε ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των επαγγελματιών της διπλωματίας από κύκλους με ιδιαίτερη ατζέντα, όπως οι νεοσυντηρητικοί. Επιπλέον, οι διεθνείς δεσμεύσεις της αμερικανικής πλευράς έχουν καταστεί όμηρος των πολιτικών εναλλαγών στο εσωτερικό της υπερδύναμης, όπως δείχνει λ.χ. η ακύρωση από τον Ντόναλντ Τραμπ της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Τα πάντα μοιάζει να έχουν υποταχθεί στο βραχυπρόθεσμο και στην αβεβαιότητα των εκλογικών κύκλων.

    Όμως, από την άλλη πλευρά, το προηγούμενο του Ιράκ και του Αφγανιστάν σχετικοποίησε κατά πολύ τη σημασία της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος στο μυαλό των αντιπάλων, αλλά και των παραδοσιακών συμμάχων, οι οποίοι αισθάνονται ότι οι επιλογές της Ουάσιγκτον πολλαπλασιάζουν τα ρίσκα, χωρίς να εγγυώνται αποτελεσματικά τη δική τους ασφάλεια ή να ενσωματώνουν επαρκώς τα δικά τους συμφέροντα. Από αυτή την άποψη, και μόνο η στάση της Σαουδικής Αραβίας είναι χαρακτηριστική.

    Αλλά επειδή κάποιας λογής συνεννόηση με τους αντιπάλους παραμένει απαραίτητη, οι ΗΠΑ υποχρεώνονται να καταφεύγουν στις μεσολαβήσεις τρίτων με διπλό ρόλο, όπως λ.χ. το Κατάρ.

    Το αποτέλεσμα είναι οι ΗΠΑ να έχουν χάσει τη δυνατότητα να προβάλλουν ως αμερόληπτος πρωταγωνιστής μιας διπλωματικής λύσης στα μεσανατολικά πράγματα, αλλά και ως στρατιωτική δύναμη που θα επιβάλλει τους δικούς της όρους (όπως λ.χ. με την "Καταιγίδα της Ερήμου” το 1991). Η ξέφρενη κινητικότητα του Μπλίνκεν αποτυπώνει αυτό το βαθύτερο αδιέξοδο.

    Επίπεδα έντασης

    Η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί ή δεν δύναται να επιτύχει μιαν εκεχειρία στη Λωρίδα της Γάζας (μολονότι χωρίς την εξοπλιστική βοήθεια των ΗΠΑ και την διπλωματική τους κάλυψη στον ΟΗΕ, οι ισραηλινές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να συνεχισθούν), αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να ελέγξει το επίπεδο της έντασης, ώστε μεταξύ άλλων να αποτρέψει και μιαν άμεση αμερικανική εμπλοκή, η οποία με την παράταση των συγκρούσεων και την επέκτασή τους σε ποικίλα περιφερειακά μέτωπα (Λίβανο, Ιράκ, Υεμένη) καθίσταται αντικειμενικά όλο και πιο πιθανή.

    Εξ ου και προτεραιότητα του Μπλίνκεν αυτή τη στιγμή είναι η σχετική αποκλιμάκωση, με το πέρασμα των ισραηλινών επιχειρήσεων σε μια "τρίτη φάση”, με περισσότερα "στοχευμένα πλήγματα" κατά της Χαμάς και λιγότερες απώλειες μεταξύ των Παλαιστινίων αμάχων. Το ότι το 24ωρο που προηγήθηκε της προσγείωσής του στο Ισραήλ υπήρξε το αιματηρότερο του τελευταίου τριμήνου στη Γάζα και ταυτοχρόνως σημαδεύτηκε από τη δολοφονία στελέχους της Χεζμπολάχ στον νότιο Λίβανο, μάλλον υπήρξε η προκαταβολική απάντηση των οικοδεσποτών του.

    Η θέση του Ισραήλ είναι δυσχερής. Το γεγονός ότι οι εκτοξεύσεις ρουκετών από την κατά τα λοιπά ισοπεδωμένη Λωρίδα της Γάζας μέχρι σήμερα ρίχνει σκιές αμφιβολίας στη δυνατότητα του εβραϊκού κράτους να εξαρθρώσει στρατιωτικά τη Χαμάς και τις λοιπές ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις. Την ίδια στιγμή το εμπόλεμο Ισραήλ αιμορραγεί οικονομικά (και εν μέρει δημογραφικά), ενώ τμήμα του πληθυσμού του (οι κάτοικοι των νότιων και βόρειων παραμεθόριων περιοχών) παραμένει εσωτερικά εκτοπισμένο, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη πολιτική πίεση.

    Η ισραηλινή ηγεσία επείγεται να αποκαταστήσει την αποτρεπτική της ικανότητα έναντι των αντιπάλων, ενώ επίσης γνωρίζει ότι στην πρώτη στροφή οι σύμμαχοι θα ενοχοποιήσουν την παρούσα κυβέρνηση Νετανιάχου για να σηματοδοτήσουν αλλαγή πολιτικής. Επιχειρεί δε να αποδράσει από το αδιέξοδο, ανατρέποντας τις δημογραφικές ισορροπίες με μία εθνοκάθαρση της Λωρίδας της Γάζας, που θα της ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη, αν όχι και με μία γενίκευση του πολέμου που θα στοχοποιούσε απευθείας το Ιράν ως εγκέφαλο του "άξονα της αντίστασης".

    Έμβλημά της μοιάζει να αποτελεί η λατινική φράση "Oderint dum metuant” (Ας μας μισούν, αρκεί να μας φοβούνται). Είναι αμφίβολο αν ισχύει πλέον το δεύτερο σκέλος στη Μέση Ανατολή. Και πάντως η εικόνα που (θέλει να) παρουσιάζει κλονίζει στη διεθνή γνώμη την επί δεκαετίες οικοδομημένη εικόνα του "κράτους-θύματος".

    Σε κάθε περίπτωση, η Ουάσιγκτον δε θέλει να εμφανίζεται συνδεδεμένη με αυτή την εικόνα της ακραίας βίας, ούτε και να ρισκάρει εμπλοκή σε μια περιφερειακή ανάφλεξη, ιδίως σε προεκλογική χρονιά. Ο Μπλίνκεν θα πρέπει να εξαντλήσει το ταλέντο του για να πείσει τους Ισραηλινούς συμμάχους να δεχθούν όσα ο ίδιος δε θέλει ή δεν μπορεί να τους επιβάλει. 

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ