Κυριακή, 03-Σεπ-2023 12:00
Ποιους κινδύνους εγκυμονούν για τις τράπεζες τα σχέδια Μελόνι

Της Βάσως Αγγελέτου
"Φωτιές" άναψε στους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κύκλους η πρόθεση της Ιταλίδας πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι, να φορολογήσει τα υπερκέρδη των τραπεζών και ταυτόχρονα να παρέμβει στη δευτερογενή αγορά κόκκινων δανείων επιβάλλοντας μέτρα υπέρ των υπερχρεωμένων οφειλετών − νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Αρχικά η αιφνιδιαστική ανακοίνωση της ιταλικής κυβέρνησης στις αρχές Αυγούστου να επιβάλει έκτακτο φόρο 40% στα "ουρανοκατέβατα" κέρδη που συσσωρεύουν οι τράπεζες από την ιλιγγιώδη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ το τελευταίο 12μηνο προκάλεσε τριγμούς στο Χρηματιστήριο της Ρώμης, προξενώντας προσωρινά ζημίες έως και 10 δισ. ευρώ στα ιταλικά πιστωτικά ιδρύματα εξαιτίας της "βουτιάς" στις μετοχές τους. "Το τραπεζικό σύστημα έσπευσε να αυξήσει τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, αλλά άφησε αμετάβλητα τα επιτόκια για τους αποταμιευτές και δημιουργήθηκε μια στρέβλωση", είχε δηλώσει η Ιταλίδα πρωθυπουργός σε ιταλικές εφημερίδες υπερασπιζόμενη την απόφασή της.
Εκτός των συνόρων της Ιταλίας, οι τριγμοί από το φορολογικό μέτρο που εξήγγειλε η Μελόνι −και για το οποίο ανέλαβε την πλήρη πολιτική ευθύνη λίγες μέρες μετά το χρηματιστηριακό "κραχ"− μετατράπηκαν σε έντονες ανησυχίες. Τόσο στη Φρανκφούρτη όσο και στους τραπεζικούς κύκλους των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών επικράτησε μίνι πανικός − ιδίως στα κράτη που πλήττονται περισσότερο από την ακρίβεια απληστίας και η επιτοκιακή διαφορά μεταξύ καταθέσεων και δανείων αποφέρει κέρδη-ρεκόρ στις τράπεζες, όπως είναι η Ελλάδα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας ανακοίνωσε ότι θα περιορίσει τη φορολόγηση επί των καθαρών εσόδων από τόκους στο 0,1% των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι στις αγορές. Η "διόρθωση" εκ μέρους της ιταλικής κυβέρνησης περιόρισε την εκτιμώμενη επίπτωση στην κερδοφορία των τραπεζών περίπου στο 1/5 των αρχικών φόρων που είχαν υπολογίσει επενδυτικές τράπεζες όπως η Citi. Και αυτό διότι, παρά τους αρχικούς υπολογισμούς για είσπραξη φόρων 3 δισ. ευρώ από την ιταλική κυβέρνηση, αναλυτές εκτιμούσαν ότι αυτή θα αγγίξει τα 5 δισ. ευρώ.
Μετά την υπαναχώρηση, όμως, της Ρώμης και την επιβολή ανώτατου ορίου, ο αντίκτυπος στα κέρδη του 2023 −εφόσον εφαρμοστεί τελικώς η φορολογία− υπολογίζεται ότι θα είναι πολύ πιο περιορισμένος για τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας. "Εάν εφαρμοζόταν το πρώτο σενάριο, θα είχαμε από 20% έως 25% αντίκτυπο στα κέρδη του 2023 για τις τράπεζες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης και μεταξύ 8% και 15% για τις μεγάλες τράπεζες", σύμφωνα με τον επικεφαλής μετοχών της Banor Capital. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επίπτωση για τις μικρές και μεσαίες τράπεζες δεν θα υπερβεί το 10%-12% της κερδοφορίας τους, ενώ ακόμα μικρότερη θα είναι για τους μεγάλους τραπεζικούς ομίλους (της τάξης του 3%-5%).
Η πρωτοβουλία της Μελόνι, πάντως, δεν συνιστά πρωτοτυπία στην Ευρώπη. Θυμίζεται ότι ήδη εφαρμόζεται έκτακτη φορολόγηση επί των τραπεζικών υπερκερδών στην Ισπανία, την Ουγγαρία και −προσφάτως− τη Λιθουανία. Σε σχετικό δημοσίευμα των "Financial Times" διατυπώνεται, μάλιστα, η εκτίμηση ότι και άλλες κυβερνήσεις θα "μπουν στον χορό" της έκτακτης φορολόγησης των τραπεζικών κερδών υπό το βάρος της πίεσης των καταθετών/δανειοληπτών − ιδίως εάν η ΕΚΤ διατηρήσει τα επιτόκια στα σημερινά επίπεδα για το μεγαλύτερο μέρος του 2024, όπως εκτιμάται.
Η συσσώρευση υπερκερδών από τις τράπεζες, υποστηρίζουν οι "FT", είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, καθώς εδράζεται στην απροθυμία των τραπεζών να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις στις καταθέσεις, παραπέμποντας στην πλεονάζουσα ρευστότητα που διαθέτει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η ρευστότητα αυτή, όμως, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της ΕΚΤ για υποστήριξη των οικονομιών κατά την πανδημική κρίση, προσφέροντας φθηνό δανεισμό τρισεκατομμυρίων ευρώ στα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε.
Η "παρενέργεια" αυτή παρατηρείται και στη χώρα μας, όπου, επιπρόσθετα, η υψηλή συγκέντρωση στον κλάδο −με τέσσερις συστημικές τράπεζες να ελέγχουν πάνω από το 95% της αγοράς− θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν υπήρχε κίνητρο για τους πιστωτές να διεκδικήσουν μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα των καταθέσεων − κάτι, φυσικά, που ακυρώνεται λόγω της άφθονης ρευστότητας.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα σχέδια Μελόνι για επιβολή έκτακτης φορολογίας στις τράπεζες έχουν προκαλέσει πονοκέφαλο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προετοιμάζει, σύμφωνα με πηγές, μια σκληρή απάντηση στην ιταλική κυβέρνηση − σε μια προσπάθεια, επίσης, να ανακόψει τυχόν κύμα ανάλογων μέτρων σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Παρά την προσπάθεια της Ιταλίδας πρωθυπουργού να μετριάσει τις επιπτώσεις στις αγορές, διευκρινίζοντας ότι ο φόρος δεν θα καταβληθεί στα "νόμιμα" κέρδη των τραπεζών, αλλά στα υπερκέρδη που προκαλεί η υστέρηση στην αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, μια νέα εξαγγελία ήρθε να ταράξει τα νερά στον ευρωπαϊκό πιστωτικό κλάδο.
Λίγες εβδομάδες μετά το αρχικό "σοκ" της έκτακτης φορολόγησης, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 24 Αυγούστου νέα παρέμβαση στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, αυτή τη φορά στην αγορά των τιτλοποιημένων κόκκινων δανείων. Συγκεκριμένα, δήλωσε έτοιμη να προωθήσει νομοθεσία η οποία θα αναγκάζει τα funds που έχουν αγοράσει χαρτοφυλάκια NPEs από τις τράπεζες να τα επιστρέψουν στους οφειλέτες με "κλειδωμένο" κέρδος 20% − εφόσον, φυσικά, το επιθυμεί ο οφειλέτης.
Θυμίζεται ότι ανάλογες "ιδέες" είχαν διατυπωθεί προεκλογικά και στη χώρα μας, όπου διατυπώθηκαν απόψεις υπέρ του υπερβάλλοντος περιθωρίου κέρδους που καταγράφουν οι επενδυτές (funds) στην αγορά NPEs εις βάρος των αδύναμων οφειλετών, συνοδευόμενες από προτάσεις υποχρεωτικής επαναπώλησης των δανείων στους δανειολήπτες με discount της τάξης του 80%-90%.
Για τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί η εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης για την αγορά NPEs και το τραπεζικό σύστημα συνολικά προειδοποιεί σε ανάλυσή του ο Λορέντο Κοντόνιο, επισκέπτης καθηγητής του London School of Economics και του Κολλεγίου της Ευρώπης και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αναδιάρθρωση χρεών προχωρά δυναμικά στην ιταλική αγορά NPEs και δεν χρειάζεται κρατική παρέμβαση. Θυμίζεται ότι το ύψος των επισφαλών δανείων στην Ιταλία ανερχόταν στα 360 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 210 δισ. ευρώ βρίσκονταν σε "βαθύ κόκκινο". Πλέον, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική στη γείτονα χώρα, καθώς τα NPEs στους ισολογισμούς των τραπεζών δεν υπερβαίνουν τα 31 δισ. ευρώ, χάρη στις μαζικές τιτλοποιήσεις ύψους 311 δισ. ευρώ που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα έτη.
Η ιταλική πρόταση, προειδοποιεί το πρώην στέλεχος της ιταλικής κυβέρνησης, απειλεί να επιφέρει σοβαρές ζημίες για τους επενδυτές της ιταλικής αγοράς κόκκινων δανείων. Ο λόγος είναι ότι η επιβολή πλαφόν στην κερδοφορία των funds στην εν λόγω αγορά θα εκτινάξει τον ηθικό κίνδυνο, θέτοντας εν αμφιβόλω την αποπληρωμή (θεραπεία) των τιτλοποιημένων οφειλών εκ μέρους των "κόκκινων" δανειοληπτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, το ποσοστό των δανείων που θεραπεύτηκαν το 2021 ανήλθε σε 29% για τα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί σε funds και σε 45% για τα δάνεια που παραμένουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Προκειμένου να προχωρήσουν σε ρύθμιση των δανείων τους, οι οφειλέτες έχουν δεχθεί από τις εταιρείες διαχείρισης (servicers) σημαντικό κούρεμα επί των οφειλόμενων φόρων.
Σύμφωνα με τον κ. Κοντόνιο, υπάρχουν πέντε βασικές συνέπειες από τη νομοθέτηση ενός τέτοιου μέτρου παρέμβασης στην αγορά των NPEs:
1. Άμεση απομείωση της αξίας των υφιστάμενων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων εις βάρος της κερδοφορίας των επενδυτών.
2. Κατακόρυφη κάμψη στη διάθεση των ιδιωτών επενδυτών να αγοράσουν χαρτοφυλάκια NPEs από τις τράπεζες.
3. Υπό τη σκιά της έντονης ανασφάλειας στην Ιταλία, οι συναλλαγές μη εξυπηρετούμενων δανείων θα παγώσουν, καθώς καθίστανται επισφαλείς οι συνθήκες των επενδύσεων για τα funds.
4. Έξαρση του ηθικού κινδύνου εκ μέρους των δανειοληπτών, οι οποίοι, προσβλέποντας σε ενδεχόμενο ριζικό κούρεμα της οφειλής τους, θα παγώσουν τις καταβολές έναντι των ρυθμισμένων ή μη δανείων τους.
5. Σημαντική επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών εξαιτίας του ιταλικού "Ηρακλή" −προγράμματος GACS−, που προβλέπει κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι στόχοι των business plans των τιτλοποιήσεων. Άμεση επίπτωση θα σημειωθεί, επίσης, στις επενδυτικές θέσεις της εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού AMCO, η οποία διαχειρίζεται μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 36,4 δισ. ευρώ με σχεδόν αποκλειστικό μέτοχο το ιταλικό Δημόσιο.
Πέρα από τη χαρτογράφηση των κινδύνων για το ιταλικό −ενδεχομένως και το ευρωπαϊκό− χρηματοπιστωτικό σύστημα από τα σχέδια Μελόνι, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο είναι εφαρμοστέα τα προαναγγελθέντα μέτρα. Σύμφωνα με τον κ. Κοντόνιο, η πολιτική βούληση στην Ιταλία για την εφαρμογή τους είναι πολύ ισχυρή, ωστόσο, αναφέρουν άλλες πηγές, είναι αμφίβολο κατά πόσο η ιταλική κυβέρνηση θα επιλέξει μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που κάθε άλλο παρά με "καλό μάτι" βλέπουν τα παρεμβατικά σχέδια της Ρώμης.
Με τα πλέον ζοφερά χρώματα σκιαγραφούν μια ενδεχόμενη εφαρμογή αντίστοιχων παρεμβατικών μέτρων στην Ελλάδα υψηλόβαθμες πηγές του κλάδου με τις οποίες συνομίλησε το "Κ". "Οι συνέπειες από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων στην Ιταλία θα σήμαιναν την καταστροφή του εγχώριου τραπεζικού συστήματος", προειδοποιούν αρμόδιες εποπτικές αρχές με τις οποίες συνομίλησε το Capital.gr.
Η εφαρμογή μιας πολιτικής που ζημιώνει ευθέως τις τράπεζες θα συναντήσει τεράστια αντίσταση στη χώρα μας και από τους μετόχους των τραπεζών, οι οποίοι προσδοκούν διανομή μερίσματος έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια στην Ελλάδα, αναφέρει άλλη πηγή. Άλλωστε, το Δημόσιο αποτελεί τον μεγαλύτερο μέτοχο στις συστημικές τράπεζες (με μερίδιο 50% στην Εθνική, 27% στην Πειραιώς, 9% στην Alpha και 1,4% στη Eurobank), το οποίο σημαίνει ότι ένα μέρος των εσόδων από την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών θα εξανεμιζόταν λόγω της βουτιάς των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και λόγω ενδεχόμενης περαιτέρω αναβολής της διανομής μερίσματος σε περίπτωση που η κερδοφορία του κλάδου απομειωνόταν ουσιαστικά.
Επιπλέον, θυμίζεται ότι στην Ελλάδα −όπως και στην Ιταλία− ένα μεγάλο ποσοστό των κεφαλαίων των τραπεζών είναι αναβαλλόμενος φόρος, γεγονός που καθιστά επιτακτική την υψηλή κερδοφορία τους προκειμένου τα κεφάλαια αυτά να αναπληρωθούν μέσω της οργανικής κερδοφορίας. Το ζήτημα αυτό έχει επισημάνει σε δημόσιες δηλώσεις του ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας ότι πάνω από τα μισά κέρδη των ελληνικών τραπεζών είναι αναβαλλόμενη φορολογία. "Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν υπερκέρδη, έχουν μάλιστα λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη", έχει δηλώσει σχετικά ο κεντρικός τραπεζίτης. Όπως εξήγησε, "μπορεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά χρειάζεται ακόμα δρόμος" και χαρακτήρισε "εξαιρετικά επιζήμια μια έκτακτη φορολογία στα κέρδη των τραπεζών.
Ειδικά για την αγορά των NPEs, εκτιμάται από υψηλόβαθμα στελέχη ότι θα παγώσουν όλες οι συναλλαγές στη δευτερογενή αγορά, γεγονός που συνεπάγεται δυσανάλογα μεγάλη ζημιά έναντι του οφέλους από μια τέτοια πολιτική. Επιπλέον, προειδοποιούν, ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να εγείρει τσουνάμι αγωγών εκ μέρους των υφιστάμενων επενδυτών στις τιτλοποιήσεις.
Πηγές του εγχώριου κλάδου επισημαίνουν, τέλος, το σπουδαίο διακύβευμα της επενδυτικής βαθμίδας, την οποία αναμένεται να ανακτήσει η ελληνική οικονομία εντός του μήνα, σε περίπτωση που προκληθούν κλυδωνισμοί τέτοιου βεληνεκούς στον τραπεζικό κλάδο. "Δεν φαίνεται να υπάρχει η πολιτική βούληση να γίνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, θα ήταν καταστροφικό για το investment grade", αναφέρει χαρακτηριστικά στο Capital.gr υψηλόβαθμο στέλεχος συστημικής τράπεζας.