Πέμπτη, 04-Μαϊ-2023 15:15
Πάτησε φρένο η ΕΚΤ: Μικρότερη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης

Με τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη να δείχνουν σημάδια αποκλιμάκωσης και τους τραπεζικούς κλυδωνισμούς να επιμένουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζας αποφάσισε να προχωρήσει με ηπιότερο ρυθμό στη σύσφιξη της πολιτικής της, πραγματοποιώντας σήμερα μία μικρότερη αύξηση των επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης.
Αυτό ακολουθεί τρεις διαδοχικές αυξήσεις κατά 50 μονάδες βάσης, από το Νοέμβριο του 2022.
Πλέον, η ΕΚΤ μετρά συνολικά επτά αυξήσεις των επιτοκίων της από το καλοκαίρι του περασμένου έτους όταν ξεκίνησε τον τρέχοντα κύκλο σύσφιξης της πολιτικής της, με τις αυξήσεις να φτάνουν σωρευτικά τις 375 μονάδες βάσης.
Ο πληθωρισμός φαίνεται να σταθεροποιείται τους τελευταίους μήνες, αν και σε πολύ υψηλά επίπεδα, δίνοντας κάποια περιθώρια στους αξιωματούχους της ΕΚΤ για λιγότερο επιθετικές αυξήσεις. Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 7% τον Απρίλιο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat, από 6,9% τον Μάρτιο και 8,5% το Φεβρουάριο. Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ θεωρούν ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 5,3% το 2023, πολύ πιο πάνω από τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΤ τονίζει ότι "οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι υπερβολικά υψηλές για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχιζόμενες πιέσεις σε σχέση με τον υψηλό πληθωρισμό, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Συνολικά, οι εισερχόμενες πληροφορίες υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές την αξιολόγηση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό που διαμόρφωσε το Διοικητικό Συμβούλιο στην προηγούμενη συνεδρίασή του. Ο γενικός πληθωρισμός μειώθηκε τους τελευταίους μήνες, αλλά οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ταυτόχρονα, οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων μεταδίδονται δυναμικά στις συνθήκες χρηματοδότησης και στις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ, ενώ οι χρονικές υστερήσεις και η ένταση της μετάδοσης στην πραγματική οικονομία εξακολουθούν να περιβάλλονται από αβεβαιότητα.
Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα διαμορφωθούν σε επίπεδα που θα είναι δεόντως περιοριστικά προκειμένου να επιτευχθεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και θα παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για όσο διάστημα κρίνεται αναγκαίο. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας του περιορισμού. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, λαμβανομένων υπόψη των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων, στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και στην ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.
Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ παραμένουν το πρωταρχικό εργαλείο του Διοικητικού Συμβουλίου για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Παράλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να μειώνει το χαρτοφυλάκιο τίτλων που διακρατεί το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές, το Διοικητικό Συμβούλιο προσδοκά να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος APP από τον Ιούλιο του 2023 και μετά.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 3,75%, 4,00% και 3,25% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 10 Μαΐου 2023.
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η μείωση θα ανέρχεται σε 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2023. Το Διοικητικό Συμβούλιο προσδοκά να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος APP από τον Ιούλιο του 2023 και μετά.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Καθώς οι τράπεζες θα αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η εργαλειοθήκη πολιτικής που διαθέτει η ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ αν χρειαστεί. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument - TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.