Τετάρτη, 15-Φεβ-2023 17:13
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρωσίας αυξήθηκε κατακόρυφα - Πόσο καιρό μπορούν να κρατήσουν τα αποθέματα;

Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι για να διαπιστωθεί πώς αντέχει η οικονομία της Ρωσίας μπροστά στη νέα σειρά κυρώσεων και για πόσο καιρό μπορεί να συνεχίσει να δαπαναέι χρήματα στη στρατιωτική της επίθεση στην Ουκρανία.
Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ρωσίας έφθασε το ρεκόρ των 1,8 τρισ. ρουβλιών (24,4 εκατ. δολάρια) τον Ιανουάριο, με τις δαπάνες να αυξάνονται κατά 58% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ τα έσοδα μειώθηκαν κατά περισσότερο από το ένα τρίτο, σύμφωνα με το CNBC.
Η βιομηχανική παραγωγή και οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν τον Δεκέμβριο στη χειρότερη ετήσια συρρίκνωση από την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού στις αρχές του 2020, με τις λιανικές πωλήσεις να υπιοχωρούν κατά 10,5% σε ετήσια βάση, ενώ η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 4,3%, έναντι συρρίκνωσης 1,8% τον Νοέμβριο.
Η Ρωσία δεν έχει ακόμη ανακοινώσει τα στοιχεία για το ΑΕΠ της για τον Δεκέμβριο, τα οποία αναμένεται να ενσωματωθούν στα στοιχεία για το σύνολο του έτους 2022 που έχουν προγραμματιστεί για αυτή την Παρασκευή.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον ΟΟΣΑ, το ρωσικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά τουλάχιστον 2,2% στο καλύτερο σενάριο το 2022 και έως και 3,9%, ενώ αναμένεται ευρέως να συρρικνωθεί και πάλι το 2023.
Ωστόσο, τόσο το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών όσο και η κεντρική τράπεζα της χώρας υποστηρίζουν ότι όλα αυτά είναι εντός των μοντέλων τους.
Διάφορες συνθήκες και λογιστικές τεχνικές λεπτομέρειες εξηγούν σε κάποιο βαθμό την κλίμακα του ελλείμματος του Ιανουαρίου, σύμφωνα με τον Chris Weafer, διευθύνοντα σύμβουλο της Macro Advisory με έδρα τη Μόσχα.
Η μεγάλη πτώση των φορολογικών εσόδων οφείλεται κυρίως στις αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς που τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές Ιανουαρίου, υποστήριξε το υπουργείο Οικονομικών. Οι εταιρείες πλήρωναν προηγουμένως φόρους δύο φορές τον μήνα, αλλά τώρα καταβάλλουν μία ενοποιημένη πληρωμή στις 28 κάθε μήνα.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών πληρωμών του Ιανουαρίου δεν είχε ακόμη υπολογιστεί έως τις 31 Ιανουαρίου και θα υπολογιστεί στα στοιχεία του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου.
Ο Christopher Granville, υψηλόβαθμο στέλεχος της TS Lombard, ανέφερε μερικούς ακόμη παράγοντες που διαστρεβλώνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το έλλειμμα.
Πρώτον, ήταν τα πρώτα στοιχεία από όταν τέθηκε σε ισχύ το εμπάργκο των κρατών που επέβαλλαν κυρώσεις στις εισαγωγές ρωσικού αργού στις 5 Δεκεμβρίου. "Πριν από αυτή την ημερομηνία, η Ευρώπη αγόραζε αργό τύπου Urals και στη συνέχεια αυτό μηδενίστηκε, οπότε το ρωσικό θαλάσσιο εξαγωγικό εμπόριο έπρεπε να αναδρομολογηθεί εν μία νυκτί", δήλωσε ο Granville στο CNBC. "Προφανώς είχαν γίνει πολλές προετοιμασίες για αυτή την επαναδρομολόγηση, αλλά η μετάβαση ήταν βέβαιο ότι δνε θα ήταν ομαλή", πρόσθεσε.
Η πραγματική τιμή του Urals κατέρρευσε ως αποτέλεσμα, με μέσο όρο μόλις τα 46,8 δολάρια ανά βαρέλι κατά την περίοδο από τα μέσα Δεκεμβρίου έως τα μέσα Ιανουαρίου, σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών.
Το υπουργείο Οικονομικών επισήμανε επίσης μαζικές προκαταβολές για κρατικές προμήθειες τον Ιανουάριο, οι οποίες ήταν συνολικά πενταπλάσιες από εκείνες του Ιανουαρίου 2022. "Αν και δεν λένε για τι είναι αυτό, η απάντηση είναι απολύτως προφανής: προπληρωμή προς το στρατιωτικό βιομηχανικό τομέα για την παραγωγή όπλων για τον πόλεμο", δήλωσε ο Granville.
Για το μήνα Ιανουάριο συνολικά, η μέση τιμή του Urals ανέβηκε ξανά στα 50 δολάρια το βαρέλι και τόσο ο Granville όσο και ο Weafer δήλωσαν ότι θα είναι σημαντικό να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος στην τιμή του Urals και στις ρωσικές εξαγωγές, καθώς ο πλήρης αντίκτυπος του τελευταίου γύρου κυρώσεων γίνεται σαφέστερος.
Οι χώρες που επέβαλαν κυρώσεις επέκτειναν τους περιορισμούς εμποδίζοντας τα πλοία να μεταφέρουν πετρελαιοειδή ρωσικής προέλευσης από τις 5 Φεβρουαρίου και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναμένει ότι οι ρωσικές εξαγωγές θα μειωθούν κατακόρυφα, καθώς η Μόσχα αγωνίζεται να βρει εναλλακτικούς εμπορικούς εταίρους.
Η τιμή εξαγωγής του ρωσικού αργού θεωρείται κεντρικός καθοριστικός παράγοντας για το πόσο γρήγορα θα "αδειάσει" το Ταμείο Εθνικού Πλούτου της Ρωσίας, κυρίως το βασικό αποθεματικό του "μαξιλάρι" ύψους 310 δισεκατομμυρίων κινεζικών γουάν (45,5 δισ. δολαρίων) την 1η Ιανουαρίου.
Η Ρωσία έχει αυξήσει τις πωλήσεις της σε κινεζικά γουάν, καθώς τα έσοδα από την ενέργεια έχουν μειωθεί, και σχεδιάζει να πουλήσει επιπλέον ξένο νόμισμα αξίας 160,2 δισ. ρουβλιών μεταξύ 7 Φεβρουαρίου και 6 Μαρτίου, σχεδόν τριπλάσιο των πωλήσεων σε συνάλλαγμα από τον προηγούμενο μήνα.
Ωστόσο, η Ρωσία εξακολουθεί να έχει μεγάλα αποθέματα και ο Granville δήλωσε ότι το Κρεμλίνο θα σταματήσει να εξαντλεί τα αποθέματά του σε γουάν πολύ πριν αυτά εξαντληθούν πλήρως, καταφεύγοντας σε άλλες λύσεις.
"Μια γεύση από αυτό είναι η ιδέα που διατυπώθηκε από το υπουργείο Οικονομικών να υπολογιστεί η φορολογία του πετρελαίου με το Brent και όχι με το Urals (δηλαδή μια ουσιαστική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της ρωσικής πετρελαϊκής βιομηχανίας) ή η πρόταση του πρώτου αναπληρωτή πρωθυπουργού Αντρέι Μπελούσοφ ότι οι μεγάλες εταιρείες που είχαν υπερκέρδη το 2022 θα πρέπει να κάνουν μια "εθελοντική συνεισφορά" στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μεταξύ 200-250 δισ. ρουβλιών", δήλωσε ο Granville.
Στον ιδιωτικό τομέα, σημείωσε ο Weafer, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αστάθεια, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη πτώση της δραστηριότητας στον ρωσικό κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ωστόσο, ανέφερε ότι η ικανότητα της κυβέρνησης να επιδοτεί βασικές βιομηχανίες έχει διατηρήσει την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα, ενώ οι εμπορικές αγορές μέσω χωρών όπως η Ινδία και η Τουρκία έχουν σημάνει ότι ο τρόπος ζωής των Ρώσων πολιτών δεν έχει επηρεαστεί ουσιαστικά μέχρι στιγμής.
"Αν ο προϋπολογισμός τεθεί υπό πίεση και γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δανειστεί χρήματα, η ρωσική υβέρνηση θα πρέπει να αρχίσει να κάνει περικοπές και να κάνει επιλογές μεταξύ των στρατιωτικών δαπανών, των βασικών βιομηχανικών ενισχύσεων, των κοινωνικών ενισχύσεων, και αυτή είναι η κατάσταση που μπορεί να αλλάξει, αλλά αυτή τη στιγμή, έχουν αρκετά χρήματα για τον στρατό, για τις βασικές βιομηχανικές ενισχύσεις, για τις επιδοτήσεις θέσεων εργασίας και για τα κοινωνικά προγράμματα", πρόσθεσε.
Επομένως, σημείωσε, υπάρχει μικρή πίεση στο Κρεμλίνο από την εγχώρια οικονομία ή τον πληθυσμό να αλλάξει πορεία στην Ουκρανία προς το παρόν.
Ο Demarais, συγγραφέας ενός βιβλίου για τις παγκόσμιες επιπτώσεις των αμερικανικών κυρώσεων, επανέλαβε ότι η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη ζημία θα προέλθει από την υποχώρηση της πρόσβασης της Ρωσίας στην τεχνολογία και την τεχνογνωσία, προκαλώντας με τη σειρά της τη σταδιακή φθορά της κύριας οικονομικής της πηγής, του ενεργειακού τομέα.
Ο στόχος των κυρώσεων, εξήγησε, δεν ήταν η πολυδιαφημισμένη "κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας" ή η αλλαγή καθεστώτος, αλλά η αργή και σταδιακή φθορά της ικανότητας της Ρωσίας να διεξάγει πόλεμο στην Ουκρανία από οικονομική και τεχνολογική άποψη.
"Το τεχνολογικό χάσμα, οι τομείς της οικονομίας που βασίζονται στην πρόσβαση στη δυτική τεχνολογία ειδικότερα, ή στη δυτική τεχνογνωσία, σε πολλούς τομείς, σίγουρα θα υποβαθμιστούν και το χάσμα μεταξύ αυτών και του υπόλοιπου κόσμου θα διευρυνθεί", δήλωσε ο Weafer.
Η ρωσική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα τοπικοποίησης και υποκατάστασης εισαγωγών με εταιρείες από τις λεγόμενες φιλικές χώρες, με σκοπό να δημιουργήσει τελικά μια νέα τεχνολογική υποδομή μέσα στα επόμενα χρόνια. "Ακόμα και οι αισιόδοξοι λένε ότι αυτό θα γίνει πιθανότατα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, δεν είναι μια γρήγορη λύση", εξήγησε ο Weafer.