Τετάρτη, 19-Οκτ-2022 08:10
Δοκιμάζεται η σχέση της Γερμανίας (και της Ευρώπης) με την Κίνα

Του Κώστα Ράπτη
Έχει η Ε.Ε. την πολυτέλεια να ανοίξει διπλό μέτωπο τόσο εναντίον της Ρωσίας όσο και εναντίον της Κίνας; Ολοένα και περισσότεροι πιστεύουν πως ναι. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να έχει σεισμικές επιπτώσεις, ιδίως στη Γερμανία, όπου και σημειώνονται για τον λόγο αυτό οι περισσότερες αντιστάσεις.
Χαρακτηριστική είναι η τηλεδιάσκεψη που είχαν στις 21 Σεπτεμβρίου τα "μεγάλα κεφάλια” της γερμανικής βιομηχανίας με τον υπουργό Οικονομίας (και συναρχηγό των Πρασίνων) Ρόμπερτ Χάμπεκ, στον απόηχο της γνωστοποίησης κυβερνητικών σχεδίων για προεξέταση όλων των επενδυτικών σχεδίων προς την Κίνα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Reuters, η συνάντηση αυτή, στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι επικεφαλής της BASF, της Deutsche Bank και της Siemens δεν κατέληξε σε συμπεράσματα, καθώς έκδηλη ήταν η ανησυχία των εκπροσώπων του βιομηχανικού κλάδου για τις επιπτώσεις των ιδεών του Χάμπεκ.
Το ραντεβού των συμμετεχόντων ανανεώθηκε για τις αρχές του νέου έτους, με έναν από αυτούς να εκμυστηρεύεται προς το Reuters για τον υπουργό: "Μαθαίνει εύκολα, αλλά ξεκινάει από το μηδέν”.
Άλλοι, πάλι, εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους δημόσια, όπως ο Μάρκους Γιέργκερ, εκπρόσωπος της Mittelstand (δηλ. των 900.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας), ο οποίος προειδοποίησε ότι "το να μπει φρένο στις κινεζικές δραστηριότητες της Γερμανίας, όπως θα ήθελε, ή προσπαθεί, το υπουργείο Οικονομικών, είναι ο λανθασμένος δρόμος”.
Ο ίδιος εκτίμησε ότι αν τυχόν καταργηθούν οι κρατικές εγγυήσεις για τις επενδύσεις και εξαγωγές στην Κίνα, το 50% με 70% των μελών της ένωσής του θα βρεθεί εκτός αγοράς.
Τις αντιρρήσεις του εκφράζει (αναμενόμενα, ως προερχόμενος από το στενά συνδεδεμένο τόσο με τους εργοδότες όσο και με τα συνδικάτα του βιομηχανικού κλάδου, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και ο καγκελάριος Σολτς, ο οποίος δήλωσε: "Η αποσύνδεση είναι η λάθος απάντηση. Δηλώνω εμφατικά ότι πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε δουλειές με την Κίνα”.
Από την πλευρά τους, μεγάλες βιομηχανίες, όπως η BASF, η BMW, η Mercedes-Benz και η Volkswagen προχωρούν στην "τοπικοποίηση” των επενδύσεών τους στην Κίνα, δημιουργώντας εφοδιαστικές αλυσίδες μικρότερης απόστασης, οι οποίες θα εκτίθενται σε λιγότερα γεωπολιτικά ρίσκα και θα εμφανίζουν μικρότερα κόστη. Σημειώνεται ότι το έτος 2022 έχει σημειωθεί εκτίναξη και του όγκου εμπορίου και των επενδύσεων της Γερμανίας στην Κίνα.
Το screening που προτείνει ο υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης Σολτς αποβλέπει στην αποτροπή της μεταφοράς ευαίσθητης τεχνογνωσίας ή της καλλιέργειας υπερβολικής εξάρτησης – ανάλογης, φαντάζεται κανείς, με αυτήν που χαρακτήριζε τις ενεργειακές σχέσεις της Γερμανίας με τη Ρωσία, μέχρι όταν ήταν πια αργά.
Ο φόβος της τεχνολογικής κατασκοπείας ή του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και ο προβληματισμός από τις επιδόσεις της Κίνας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προβάλλει από αρκετούς Γερμανούς πολιτικούς, και κατεξοχήν του Πράσινους, ως σοβαρός λόγος επανεξέτασης των σινο-γερμανικών σχέσεων.
Ομοίως, ο αναπροσανατολισμός αυτός γίνεται εμφανής και στις τοποθετήσεις των Βρυξελλών. Κοινοτικό έγγραφο το οποίο δημοσιοποίησαν οι Financial Times υποστηρίζει (εν μέσω πολλών αναφορών στις απειλές κατά της Ταϊβάν, στην περιστολή της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ και στα δικαιώματα των Ουιγούρων) ότι η Ε.Ε. πρέπει να ενισχύσει, από κοινού με τις ΗΠΑ, την κυβερνοασφάλεια και τις άμυνές της απέναντι στις υβριδικές απειλές, να αποκτήσει πιο διαφοροποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδεςμ που να μην περιλαμβάνουν την Κίνα, καθώς και να βαθύνει τις σχέσεις με άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού.
Αλλά βέβαια, περισσότερο από όλα αυτά μοιάζει να βαραίνει η επιθυμία της ίδιας Ουάσιγκτον για απομάκρυνση της Ευρώπης από την "βαρυτική έλξη” των ευρασιατικών δυνάμεων.
Άλλωστε, μόλις εκδόθηκε το νέο στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ, το οποίο κατονομάζει τη χώρα του Σι Τζινπινγκ ως τον μόνο ανταγωνιστή που έχει και την επιθυμία και την πολιτικο-οικονομική δυνατότητα να ξανασχεδιάσει τη διεθνή αρχιτεκτονική.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε στιγμή μέγιστης έντασης με τη Ρωσία, η αμερικανική πλευρά κάθε άλλο παρά αποφεύγει να ενισχύσει τις πιέσεις προς την Κίνα, καθώς η σύγκρουση που συμπυκνώνεται στον πόλεμο της Ουκρανίας, περισσότερο οικονομική και από στρατιωτική, κρίνεται σε παγκόσμιο και όχι γεωγραφικά οριοθετημένο πεδίο. Και οι Βρυξέλλες συντάσσονται.
Η εποχή που η Ευρώπη, πιστή στο όραμα της "ευτυχούς παγκοσμιοποίησης”, αντιδρούσε με απαρέσκεια στον οικονομικό πόλεμο του Τραμπ κατά της Κίνας φαντάζει πολύ μακρινή.
Ωστόσο, οι προνομιακές σχέσεις με την αχανή κινεζική αγορά, σε συνδυασμό με την ενεργειακή τροφοδοσία από τη Ρωσία σε συμφέροντες όρους, καθώς και την αμερικανική αμυντική "ομπρέλα”, που ελαχιστοποιούσε τις αμυντικές δαπάνες, ήταν αυτό ακριβώς που χάρισε στην επανενωμένη Γερμανία την ευημερία της και την πρωτοκαθεδρία της στην Ευρώπη.
Η έξοδος από αυτό το μοντέλο αφενός συνεπάγεται ταχεία αποβιομηχάνιση, με κοινωνικούς κραδασμούς που δεν μπορούν να υπολογισθούν εκ των προτέρων, και αφετέρου υπενθυμίζει ότι η στρατηγική αναβάθμιση που πλέον επιδιώκει το Βερολίνο, με χαρακτηριστικότερη την εξαγγελία του προγράμματος επανεξοπλισμού ύψους 200 δισ. ευρώ, δεν συμβαδίζει με τις μερκαντιλιστικές πολιτικές.
Φυσικά μια τέτοια αναπροσαρμογή θα μειώσει τη δυνατότητα της Γερμανίας να κινείται ηγεμονικά και να φρενάρει την βαθύτερη ενοποίηση της ευρωζώνης, διαφυλάσσοντας τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε εξωευρωπαϊκά.
Αλλά μία αυριανή Ευρώπη περισσότερο ενοποιημένη αποδεικνύεται ότι θα είναι πολύ λιγότερο ανεξάρτητη έναντι των ΗΠΑ και λιγότερο ανοικτή στον υπόλοιπο κόσμο.