Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 08-Ιουλ-2022 09:24

    Τι αποκαλύπτουν τα πρακτικά της ΕΚΤ για τα επιτόκια

    Το παρασκήνιο πίσω από τη συζήτηση για τη «διαγραφή» δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Λεωνίδα Στεργίου

    Το πιο ενδιαφέρον, ίσως, κομμάτι των πρακτικών της συνεδρίασης του Ιουνίου της ΕΚΤ βρίσκεται στο τέλος. Εκεί όπου όλοι συμφωνούν με τις αναλύσεις για την οικονομία και με το ότι οι αγορές πήραν στα χέρια τους την άσκηση νομισματικής πολιτικής ανεβάζοντας τα επιτόκια, προκαλώντας έτσι κι αλλιώς τους κινδύνους στην ανάπτυξη που ήθελε να αποφύγει η ΕΚΤ.

    Αλλά και εκεί όπου διαφωνούν με τον τρόπο δράσης και τον τρόπο επικοινωνίας της αλλαγής στη νομισματική πολιτική, υιοθετώντας την επιδίωξη της κανονικότητας και όχι της αυστηροποίησης.

    Η απόφαση για ανακοίνωση της πρόθεσης για αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο μοιάζει με αποτέλεσμα αξιολόγησης μεταξύ κακών και χειρότερων σεναρίων. Η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί κινδύνους στην οικονομία, τις αγορές, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, χωρίς να χτυπά άμεσα τη ρίζα του προβλήματος του πληθωρισμού. Από την άλλη, η αδράνεια οδηγεί στους ίδιους και σε μεγαλύτερους κινδύνους μέσω του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών για την ΕΚΤ και τη νομισματική πολιτική.

    Αφού κέρδισε έδαφος η άποψη ότι η αύξηση των επιτοκίων θα αποκαθιστούσε μέρος της χαμένης αξιοπιστίας της ΕΚΤ, αρκετά ήταν τα μέλη που πρότειναν μεγαλύτερη αύξηση, κατά 50 μονάδες βάσης αντί 25, τον Ιούλιο, καθώς ο πληθωρισμός πλέον επιμένει με αυξημένη ένταση. Και ας διαπιστώνεται ότι η κύρια πηγή του κακού δεν προέρχεται τόσο από την πλευρά της ζήτησης και της ρευστότητας. Η απόφαση και σε αυτό το σημείο δεν ήταν εύκολη και φάνηκε στις συζητήσεις που ακολούθησαν για τη διατύπωση των αποφάσεων.

    Μη χαθεί ο έλεγχος

    Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι αγορές έπαψαν να εμπιστεύονται τις προβλέψεις και τη στάση της ΕΚΤ και πήραν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στα χέρια τους. Μόλις διαπίστωσαν αυξημένους πληθωριστικούς κινδύνους και απανωτές λάθος προβλέψεις από την ΕΚΤ, η αγορά άρχισε να αυξάνει τα διατραπεζικά επιτόκια και τις αποδόσεις στις αγορές ομολόγων.

    Η κίνηση αυτή προκαλούσε τις αρνητικές επιπτώσεις που ήθελε να αποφύγει η ΕΚΤ με την αύξηση των επιτοκίων που καθυστερούσε να κάνει. Δηλαδή, να πληγεί η εύθραυστη ανάπτυξη, να αναδειχτούν οι δημοσιονομικές διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών, να γίνουν πιο ευάλωτες οι οικονομίες με υψηλότερο δημόσιο χρέος, να γίνει δυσκολότερη και ακριβότερη η πρόσβαση κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη χρηματοδότηση, να υπάρξει κίνδυνος διόρθωσης των τιμών ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπως ομόλογα, μετοχές, κλπ.

    Και όλα αυτά χωρίς να ελέγχει η ΕΚΤ τα επιτόκια, με τον πληθωρισμό να πυροδοτείται από τις τιμές ενέργειας και την υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου. Επιπλέον, να κατηγορείται για αδράνεια, λάθος εκτιμήσεις για τη φύση του πληθωρισμού και λάθος προβλέψεις για το ύψος του. Παράλληλα, ο ίδιος ο πληθωρισμός ροκανίζει την ανάπτυξη και το διαθέσιμο εισόδημα προκαλώντας πάλι κινδύνους στα δημοσιονομικά και την πραγματική οικονομία.

    Για κάθε λύση… ένα πρόβλημα

    Οι αναλύσεις από τους οικονομολόγους και μέλη της ΕΚΤ έκαναν κύκλους και κατέληγαν στα ίδια σημεία.

    Βασική αιτία του πληθωρισμού αποτελεί η ενεργειακή κρίση. Οι ανατιμήσεις στην ενέργεια εξαπλώθηκαν σε μη ενεργειακά προϊόντα λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής, της ισχυρής αγοράς εργασίας και ζήτησης που στηρίχθηκαν από τα μέτρα κατά την πανδημία για να αποφευχθεί η ύφεση και μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση.

    Όμως, η παγκόσμια ζήτηση και η οικονομία της Ευρωζώνης είναι αρκετά εύθραυστες για να αντέξουν αύξηση των επιτοκίων που μεταξύ άλλων θα οξύνουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τον κίνδυνο στις αγορές. Η αδράνεια, πάλι, οδηγεί τα κεφάλαια στο δολάριο και η πτώση του ευρώ μετατρέπει την άνοδο των τιμών ενέργειας κατά 88% σε 111% στην Ευρωζώνη.

    Και ο κίνδυνος για την οικονομία και τις αγορές μεγαλώνει όσο χάνεται η αξιοπιστία της ΕΚΤ, με την κριτική ότι δεν προβλέπει σωστά και ότι αργεί να αυξήσει τα επιτόκια.

    Μηνύματα από επιχειρήσεις

    Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία από τον πληθωρισμό ήταν ανησυχητικά, κυρίως από τις τιμές ενέργειας και την εφοδιαστική αλυσίδα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Η ΕΚΤ λαμβάνει μηνύματα για μισθολογικές αυξήσεις 3-4%, δηλαδή άνω του στόχου για τον πληθωρισμό, ενώ άλλη μελέτη έδειξε ότι οι επιχειρήσεις δεν αντέχουν για πολύ να απορροφούν το κόστος και θα προχωρήσουν σε αυξήσεις τιμών.

    Οι αποφάσεις

    Έτσι, η ΕΚΤ αποφάσισε να χτυπήσει τουλάχιστον το κομμάτι του πληθωρισμού στο οποίο μπορεί να είναι αποτελεσματική. Δηλαδή να μειώσει τη ζήτηση. Αποφασίστηκε ο τερματισμός της αγοράς ομολόγων μέσω του προγράμματος APP καθώς διαπιστώθηκε ότι η ρευστότητα δεν μπορούσε να απορροφηθεί γρηγορότερα. Ημερομηνία λήξης του προγράμματος συμφωνήθηκε η 1η Ιουλίου.

    Οι διαφωνίες

    Για τα επιτόκια υπήρχαν περισσότερες διαφωνίες. Η μία πλευρά ισχυρίστηκε ότι, αφού η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός επιμένει, η αύξηση των επιτοκίων θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη, π.χ. κατά 50 μονάδες βάσης τον Ιούλιο. Με τον τρόπο αυτό δίνει και το μήνυμα στην αγορά ότι πλέον εστιάζει στην επίτευξη του στόχου για πληθωρισμό 2% και ότι είναι αποφασισμένη να το πετύχει, ενισχύοντας την αξιοπιστία της. Εξάλλου, οι κίνδυνοι από την άνοδο των επιτοκίων είχαν αναλυθεί και μεταξύ αυτών υπήρχε και αυτός της ύφεσης. Κίνδυνος που επιδεινώνεται σε περίπτωση περαιτέρω αρνητικών γεωπολιτικών εξελίξεων.

    Η άλλη πλευρά ισχυρίστηκε ότι από τη στιγμή που υπάρχει συμφωνία για αύξηση επιτοκίων, λόγω του πληθωρισμού και παρά τους κινδύνους, τότε αυτή πρέπει να γίνει με τρόπο που να περιορίσει τους κινδύνους αυτούς. Για παράδειγμα, να προαναγγέλλονται τα βήματα της ΕΚΤ, να γίνονται σταδιακές αυξήσεις επιτοκίων και πάντα βάσει στοιχείων. Να επικοινωνηθεί η απόφαση για κανονικότητα και όχι για αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, να γίνει επικοινωνία ότι έχει ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος της ανόδου των spread και ότι αυτό θα αντιμετωπιστεί με ευελιξία, μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP ή ακόμα και με νέο εργαλείο.

    Τελικά, υπερίσχυσε η άποψη να προαναγγελθεί η αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο - καταρχήν - και μια δεύτερη τον Σεπτέμβριο, αφήνοντας ανοιχτό το ύψος της ανόδου. Και γενικά να δοθεί έμφαση στην ευελιξία και στα δεδομένα που έρχονται από τον πληθωρισμό.

    Στο σημείο αυτό κέρδισε έδαφος η άποψη των μελών που ισχυρίστηκαν ότι η άνοδος των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης θα δώσει χρόνο στην ΕΚΤ να δει τις αντιδράσεις της αγοράς και να λάβει νέα δεδομένα από το μέτωπο του πληθωρισμού μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τότε μπορεί να αποφασίσει ακόμα μία αύξηση κατά 25 μονάδες βάση ή περισσότερο. Για μετά τον Σεπτέμβριο, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται ανάλογα με τα στοιχεία του πληθωρισμού και σταδιακά.

    Το TPM

    Σε ό,τι αφορά στο νέο εργαλείο για τη μείωση των spread, συμφωνήθηκε να εστιάσει η ανακοίνωση στον τερματισμό του προγράμματος ομολόγων, στην άνοδο των επιτοκίων, τα βήματα και το σκεπτικό της ΕΚΤ. Οι λεπτομέρειες του νέου εργαλείου θα αποτελούσαν αντικείμενο άλλης και άλλων συζητήσεων.

    Από τα πρακτικά προκύπτει ότι συζητήθηκε και προβλέφθηκε ο κίνδυνος της αύξησης των spread ειδικά των χωρών με αυξημένο χρέος και ότι θα χρειαστεί ένα εργαλείο παρέμβασης. Δεν συζητήθηκε, όμως, καμία λεπτομέρεια για αυτό.

    Σύμφωνα με πληροφορίες, οι λεπτομέρειες πρόκειται να ξεκινήσουν να συζητούνται στην Φρανκφούρτη από εβδομάδα. Το όνομα του νέου εργαλείου, TPM, έχει προς το παρόν πάρει τα αρχικά από τις λέξεις "Transmission Protection Mechanism”.

    Εδώ η ΕΚΤ θα πρέπει να βρει μια λύση που θα ικανοποιεί την παροχή στήριξης όπου χρειάζεται χωρίς να προκαλεί αντιδράσεις για ηθικούς κινδύνους και νομισματική χρηματοδότηση, βάζοντας κάποια κριτήρια, όπως το αν δικαιολογούνται στα spread από τη δημοσιονομική εικόνα, από τις αξιολογήσεις των προϋπολογισμών από την Κομισιόν, κ.α. Δηλαδή θα βάλει όρους που θα ικανοποιούν όλες τις πλευρές, καθώς ως ανεξάρτητη νομισματική αρχή δεν μπορεί να επιβάλει δημοσιονομικούς κανόνες χωρίς την Κομισιόν και τον ESM. Εξάλλου, τέτοιο εργαλείο ήδη υπάρχει (το OMT) από το 2012 και δεν λειτούργησε ποτέ.

    Διαβάστε επίσης:

    * Οι 3 λύσεις στο τραπέζι της ΕΚΤ για τα ομόλογα του Νότου

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ