Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 25-Σεπ-2025 07:34

    Το οικονομικό αδιέξοδο της Ρωσίας μετά τον πόλεμο

    Το οικονομικό αδιέξοδο της Ρωσίας μετά τον πόλεμο
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Της Alexandra Prokopenko

    Η Ρωσία αντιμετωπίζει το δίλημμα της μετάβασης από μια πλήρως στρατιωτικοποιημένη οικονομία σε πολιτική βάση, μια διαδικασία που φαίνεται αναπόφευκτη αλλά εξαιρετικά δύσκολη.

    Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της κυβερνητικής οικονομικής ηγεσίας και της κεντρικής τράπεζας για τους συσσωρευόμενους κινδύνους και την απειλή στασιμότητας, ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται αποφασισμένος να συνεχίσει τον πόλεμο. Ακόμη και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει στο προσεχές μέλλον, οι προτεραιότητες του Κρεμλίνου δεν είναι η μετατροπή της άμυνας σε πολιτικά αγαθά, αλλά ο επανεξοπλισμός του στρατού και η αναπλήρωση των αποθηκών του, γεγονός που θα διατηρήσει τη ζήτηση για προϊόντα του στρατιωτικο-βιομηχανικού συγκροτήματος για τουλάχιστον τα επόμενα τρία χρόνια.

    Οι λόγοι για αυτή την επιλογή είναι βάσιμοι. Η Ρωσία έχει ποντάρει τα πάντα στον στρατιωτικό τομέα και το μοντέλο κινητοποίησης τα τελευταία τρία χρόνια, με αποτέλεσμα να παγιδευτεί σε μια παγίδα στασιμότητας με χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης και χρόνιες εσωτερικές ανισορροπίες. Οποιαδήποτε απότομη περικοπή των δαπανών θα οδηγήσει σε κατάρρευση, αλλά ούτε και η στρατιωτική μηχανή μπορεί να τροφοδοτείται επ' αόριστον.

    Σήμερα, η ρωσική οικονομία λειτουργεί σε δύο ταχύτητες. Οι τομείς σχετικοί με τον πόλεμο δεν αναπτύσσονται απλώς, αλλά ανθούν χάρη στην προτεραιότητα πρόσβασης σε πεπερασμένους πόρους: πρώτες ύλες, χρηματοδότηση και τεχνολογία. Αντίθετα, ο ιδιωτικός τομέας, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών αντιμετωπίζουν μια τεχνητή συμπίεση των ευκαιριών λόγω κυρώσεων, αυξανόμενων φόρων και περιορισμένης πρόσβασης στο κεφάλαιο. Αυτή η αναδιανομή των πόρων δημιουργεί δομικές ανισορροπίες. Η υπερβολική στρατιωτικοποίηση και ο προστατευτισμός που υπαγορεύει το Κρεμλίνο είναι οι κύριοι κινητήρες της ζήτησης στην οικονομία, ενώ η καταναλωτική ζήτηση περιορίζεται από τον πληθωρισμό και η ιδιωτική επενδυτική ζήτηση συμπιέζεται από τις κρατικές δαπάνες.

    Η άμυνα καταναλώνει σχεδόν το 8% του ΑΕΠ. Η απομάκρυνση της χώρας από τη στρατιωτική της εξάρτηση χωρίς οικονομική κατάρρευση θα είναι δυνατή μόνο εάν πληρούνται ταυτόχρονα πέντε αυστηρές προϋποθέσεις: η πραγματική εξαφάνιση των εξωτερικών απειλών με ικανοποιητικές για τον Πούτιν εγγυήσεις ασφαλείας, η μαζική αποστράτευση και επαγγελματική επανένταξη των εθελοντών, η μερική άρση των κυρώσεων για πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες, μια επανάσταση στις αμυντικές προμήθειες με αυστηρούς δείκτες απόδοσης, και η εστίαση σε ένα "λαϊκό στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα" με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις για μείωση κόστους. Η επίτευξη αυτού του συνδυασμού παραγόντων φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη.

    Το τρέχον πλαίσιο προϋπολογισμού απαιτεί περικοπές δαπανών, καθώς τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο μειώνονται λόγω εκπτωτικών τιμών και αυξημένου κόστους logistics. Η μείωση των εξωτερικών απειλών θα επέτρεπε θεωρητικά την επιστροφή των αμυντικών δαπανών σε ασφαλή επίπεδα για την οικονομία, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει σταδιακά. Ωστόσο, μια μείωση των στρατιωτικών δαπανών φαίνεται απίθανη, καθώς το τέλος της "καυτής φάσης" του πολέμου θα ακολουθηθεί από ένα ευρύ πρόγραμμα επανεξοπλισμού.

    Οποιαδήποτε αναδιανομή της ζήτησης πρέπει να συνοδεύεται από ενεργητικά μέτρα για την τόνωση της αγοράς εργασίας. Στα εργοστάσια του στρατιωτικο-βιομηχανικού συγκροτήματος απασχολούνται πλέον περίπου 3,8 εκατομμύρια άτομα. Η ανεργία βρίσκεται σε ρεκόρ στο 2,2%, πράγμα που σημαίνει ότι κυριολεκτικά δεν υπάρχει άλλος προς απασχόληση. Η απόλυση εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών θα προκαλούσε σοκ στην αγορά εργασίας, χωρίς να λύσει την έλλειψη καταρτισμένων ειδικών. Το Κρεμλίνο έχει λόγους να καθυστερήσει την επιστροφή των βετεράνων, καθώς στην πολιτική οικονομία δεν υπάρχει ζήτηση για τις ειδικές δεξιότητές τους.

    Οι κυρώσεις θα συνεχίσουν να εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα τόσο των πολιτικών όσο και των στρατιωτικών προϊόντων. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες γίνονται ολοένα και πιο ασταθείς και το ποσοστό ελαττωματικών ειδών αυξάνεται. Οι κατασκευαστές απλοποιούν τα σχέδια και χρησιμοποιούν φθηνότερα εξαρτήματα, μειώνοντας την τεχνολογική πολυπλοκότητα και τις δυνατότητες εξαγωγών. Οι ελπίδες για μετατροπή στρατιωτικών εξελίξεων και έκρηξη εξαγωγών μπορεί να μην υλοποιηθούν, καθώς το τρέχον σύστημα αμυντικών προμηθειών έχει μετατρέψει τη βιομηχανία σε μια γιγαντιαία μηχανή που μετατρέπει δημόσια κεφάλαια σε μεταλλικά προϊόντα αμφίβολης αξίας.

    Πριν από το 2022, η ρωσική οικονομία συνδύαζε την εξαγωγή φυσικών πόρων με σχετικά σταθερές πολιτικές βιομηχανίες. Μετά το 2022, η δομή της οικονομίας άλλαξε δραματικά. Ο κρατικός προϋπολογισμός έγινε η κύρια πηγή ζήτησης, με τις στρατιωτικές δαπάνες να φθάνουν το 6-8% του ΑΕΠ και να δημιουργούν το φαινόμενο του "πολεμικού ενοικίου". Σε αυτή τη διαμόρφωση, μια ανώδυνη επιστροφή στο πολιτικό μοντέλο είναι αδύνατη. Η αποστράτευση και το τέλος του πολέμου θα απαιτήσουν ευρεία αναδιάρθρωση της ζήτησης, την απελευθέρωση πόρων από τον αμυντικό τομέα και  την αναζήτηση νέων τρόπων να προσελκύσει η χώρα αξιόπιστο ξένο νόμισμα. Μια τέτοια αναστροφή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε πτώση του ΑΕΠ και σε μια νέα οικονομική κρίση, που θα είναι η πέμπτη στη διακυβέρνηση του Πούτιν.

    Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.

    Επιμέλεια - Απόδοση: Νικόλας Σαπουντζόγλου

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ