Σάββατο, 11-Οκτ-2025 08:00
Πώς οι CEO εταιρικών κολοσσών αποσπούν χατίρια από τον Τραμπ

Ο Ντόναλντ Τραμπ συνηθίζει να αυτοαποκαλείται ο πιο "διαφανής" πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Και πράγματι, σε κάποιον βαθμό έχει δίκιο. Εκεί που άλλοι πολιτικοί κρύβουν τα προσωπικά τους κίνητρα και επιθυμίες, εκείνος τα εκθέτει ανοιχτά: από την εμμονή του με βραβεία και έπαθλα –με κορυφαίο στόχο το Νόμπελ Ειρήνης– μέχρι τις αμέτρητες αναρτήσεις του στο Truth Social και τις δηλώσεις του μπροστά στις κάμερες. Το αποτέλεσμα είναι ένα δημόσιο "ημερολόγιο" που αποκαλύπτει τις αδυναμίες, τις φιλοδοξίες και τις εμμονές του.
Αυτή η ιδιόμορφη διαφάνεια δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους CEO των εταιρικών κολοσσών. Αντιθέτως, ορισμένοι έχουν βρει τρόπους να την αξιοποιούν προς όφελός τους. Ο Τιμ Κουκ της Apple είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το καλοκαίρι, όταν ο Τραμπ απείλησε με υψηλούς δασμούς στα ξένα μικροτσίπ, μέτρο που θα αύξανε κατακόρυφα το κόστος των iPhone, ο Κουκ έσπευσε στον Λευκό Οίκο. Δεν έφτασε με άδεια χέρια: ανακοίνωσε επένδυση 100 δισ. δολαρίων στην αμερικανική παραγωγή, δίνοντας στον πρόεδρο την ευκαιρία να πανηγυρίσει μια "νίκη υπέρ των εργαζομένων". Επιπλέον, του προσέφερε ένα μοναδικό δώρο: το λογότυπο της Apple σε κρυστάλλινη μορφή, τοποθετημένο πάνω σε βάση από καθαρό χρυσό 24 καρατίων.
Ο Τραμπ ενθουσιάστηκε. Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε ότι η Apple και άλλες εταιρείες που θα επενδύουν στις ΗΠΑ θα εξαιρούνται από τους δασμούς στα μικροτσίπ. Ο Κουκ έφυγε με ένα ανεκτίμητο αντάλλαγμα – πολύ πιο πολύτιμο από το δώρο που προσέφερε.
Η τακτική αυτή δεν περιορίζεται στην Apple. Η Nvidia και η AMD εξασφάλισαν τη συγκατάθεση του Τραμπ ώστε να συνεχίσουν τις πωλήσεις προηγμένων επεξεργαστών τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα, υπογράφοντας μια αμφιλεγόμενη συμφωνία: να αποδίδουν 15% των εσόδων τους από την κινεζική αγορά στο αμερικανικό κράτος. Παράλληλα, η ιαπωνική Nippon Steel εξασφάλισε το "πράσινο φως" για την εξαγορά της US Steel, προσφέροντας στην αμερικανική κυβέρνηση μια "χρυσή μετοχή" που της δίνει λόγο σε μελλοντικές στρατηγικές αποφάσεις.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, δεκάδες στελέχη της Silicon Valley βρέθηκαν σε δείπνο στον Λευκό Οίκο, ανταγωνιζόμενα σε φιλοφρονήσεις προς τον πρόεδρο για την "ελαστική" στάση του ως προς την τεχνητή νοημοσύνη. Οι κινήσεις αυτές δείχνουν ότι οι μεγάλοι επιχειρηματικοί παίκτες έχουν καταλάβει τον τρόπο να κερδίζουν την εύνοια του Τραμπ: προσφέροντάς του συμβολικές νίκες που να μπορεί να διαφημίσει.
Η μέθοδος εγείρει ερωτήματα. Στη Γαλλία ή την Κίνα, οι κρατικές επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς ακολουθούν συγκεκριμένο σχέδιο. Στην περίπτωση Τραμπ, οι συμφωνίες φαίνεται να γίνονται βιαστικά, με βάση προσωπικές σχέσεις και εφήμερες διαθέσεις. "Δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι τέτοιες κινήσεις ωφελούν ουσιαστικά την οικονομία ή τον αμερικανικό λαό", σχολιάζει η καθηγήτρια του Harvard Business School, Ρεμπέκα Χέντερσον.
Η ιστορία του νέου CEO της Intel, Λιπ-Μπου Ταν, δείχνει το πώς η οργή του Τραμπ μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία. Ο Ταν βρέθηκε στο στόχαστρο μετά από καταγγελίες για παλαιότερες επενδύσεις του σε κινεζικές εταιρείες. Ο Τραμπ απαίτησε δημόσια την παραίτησή του. Αντί να υποχωρήσει, ο Ταν έσπευσε στον Λευκό Οίκο και πρότεινε κάτι που ταίριαζε απόλυτα στις προτιμήσεις του προέδρου: την πώληση μεριδίου 10% της Intel στο αμερικανικό κράτος, έναντι 8,9 δισ. δολαρίων. Ο Τραμπ παρουσίασε τη συμφωνία ως θρίαμβο, ισχυριζόμενος ότι "κερδήθηκαν 10 δισ. δολ. για τις ΗΠΑ".
Η συμφωνία αυτή, αν και αμφιλεγόμενη, πιθανόν να αποδειχθεί βραχυπρόθεσμα επωφελής για την Intel. Δεν προβλέπει εκπροσώπηση της κυβέρνησης στο διοικητικό συμβούλιο, αλλά ενισχύει την αίσθηση ότι η Ουάσιγκτον στηρίζει την εταιρεία – ακόμη και μελλοντικά, μέσω πιθανών διασώσεων. Παράλληλα, η δημόσια στήριξη του Τραμπ μπορεί να πιέσει άλλες εταιρείες να στραφούν στις αμερικανικές εγκαταστάσεις παραγωγής της Intel αντί για εκείνες της Taiwan Semiconductor.
Για τον ίδιο τον Ταν, το όφελος ήταν άμεσο: ο πρόεδρος που λίγες ημέρες πριν ζητούσε την αποπομπή του, τώρα τον επαινούσε για την "εξαιρετική του πορεία".
Ωστόσο, η εύνοια του Τραμπ δεν έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η Hyundai, για παράδειγμα, ανακοίνωσε επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ, τις οποίες ο πρόεδρος διαφήμισε ως προσωπική επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, οι υπηρεσίες μετανάστευσης εξαπέλυσαν πρόσφατα έφοδο σε εργοστάσιο μπαταριών της εταιρείας στη Τζόρτζια, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ξένους μηχανικούς και εργολάβους.
Το παράδειγμα της Intel φαίνεται να άνοιξε την όρεξη του Τραμπ για περαιτέρω συμμετοχές του κράτους σε μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογίας και άμυνας. Πρόκειται για στροφή που θα φάνταζε αδιανόητη στους Ρεπουμπλικανούς πριν από μερικά χρόνια, όταν κατακεραύνωναν τη διάσωση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας το 2008-09. Σήμερα, οι αντιδράσεις εντός του κόμματος είναι περιορισμένες: λίγοι γερουσιαστές και σχολιαστές καταγγέλλουν την "κρυφή χείρα του κράτους". Ο πιο σκληρός επικριτής, Ραντ Πολ, χαρακτήρισε την αγορά μετοχών της Intel "βήμα προς τον σοσιαλισμό". Οι περισσότεροι, όμως, σιωπούν.
Για τις εταιρείες, το μήνυμα είναι σαφές: αν θέλουν να κερδίσουν την εύνοια του προέδρου και να αποφύγουν επιζήμια για τις ίδιες μέτρα, πρέπει να του προσφέρουν κάτι χειροπιαστό – είτε επενδύσεις που να μπορεί να παρουσιάσει ως επιτυχία, είτε δώρα που ικανοποιούν τον εγωισμό του. Το αν αυτό συνιστά μια βιώσιμη βιομηχανική πολιτική ή απλώς ένα επικοινωνιακό παιχνίδι μένει να αποδειχθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση Τραμπ και εταιρικών ηγετών αναδεικνύει το πώς οι προσωπικές εμμονές ενός προέδρου μπορούν να διαμορφώσουν οικονομικές αποφάσεις τρισεκατομμυρίων. Για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, το "μάθημα" είναι ξεκάθαρο: η επιτυχία δεν εξαρτάται μόνο από την καινοτομία ή την ανταγωνιστικότητα, αλλά και από την ικανότητά τους να μιλούν στη γλώσσα της ματαιοδοξίας του ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Απόδοση - Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος