Σάββατο, 26-Ιουλ-2025 08:00
Το καταναλωτικό αίσθημα στις ΗΠΑ προαναγγέλλει ύφεση

Κάθε μήνα, χιλιάδες Αμερικανοί λαμβάνουν μια επιστολή από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν που τους ρωτά πώς αισθάνονται για την οικονομία. Από τις αρχές του 2025, η απάντηση έχει γίνει ξεκάθαρη: άσχημα.
Οι πολίτες δηλώνουν απογοητευμένοι για τις τιμές, τις επιχειρηματικές συνθήκες, τα εισοδήματά τους, την αγορά εργασίας, την αγορά κατοικίας και το χρηματιστήριο. Η απαισιοδοξία τους αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στον Δείκτη Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του Μίσιγκαν, ο οποίος υποχώρησε κατά 29% τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2025 και παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα για δύο συνεχόμενους μήνες την άνοιξη. Σε όλη την 79χρονη ιστορία της έρευνας, τέτοια πτώση προηγείται σχεδόν πάντα μιας ύφεσης. Αν και υπήρξε ελαφρά βελτίωση στις αρχές Ιουνίου, οι προσδοκίες παραμένουν αρνητικές.
"Όταν όλα τα σήματα δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση, οφείλουμε να πάρουμε σοβαρά τους καταναλωτές", τονίζει η Τζοάν Χσου, διευθύντρια της Έρευνας Καταναλωτών του Πανεπιστημίου. "Είναι επικίνδυνο να τους αγνοήσουμε".
Ωστόσο, αυτό ακριβώς φαίνεται να κάνει η Wall Street. Παρά τη δυσμενή ψυχολογία, τα "σκληρά" οικονομικά δεδομένα, όπως η απασχόληση, δείχνουν αντοχή. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες ανέκαμψαν από τα χαμηλά του Απριλίου, ενώ ορισμένοι αναλυτές απορρίπτουν τις απαισιόδοξες απόψεις των πολιτών, αποδίδοντάς τες σε πολιτική προκατάληψη. Όπως έγραψε αρθρογράφος των Financial Times τον Μάιο: "Δεν πρέπει να πιστεύουμε καταναλωτές που λένε ότι έχουν τις μαύρες τους".
Για την Χσου, αυτή η στάση δείχνει παρερμηνεία του χαρακτήρα της έρευνας. Οι καταναλωτές σχηματίζουν άποψη για την οικονομία όχι μόνο από τις ειδήσεις, αλλά από την καθημερινότητά τους – στα ψώνια, στις συζητήσεις στη δουλειά, όταν πληρώνουν λογαριασμούς. Παράγοντες όπως η ηλικία, η υγεία και η πολιτική ταυτότητα επηρεάζουν τις απαντήσεις τους – αλλά αυτό είναι πλεονέκτημα, όχι μειονέκτημα, αφού οι συγκεκριμένοι παράγοντες επηρεάζουν και την καταναλωτική συμπεριφορά.
Η ιστορία έχει δείξει ότι η έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν σπανίως πέφτει έξω. Το 1974 εντόπισε την ύφεση της εποχής, ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων και τηλεοράσεων ξεγελούσαν τους οικονομολόγους. Ακόμα και αν κανείς αμφισβητεί την προγνωστική αξία των απαντήσεων, αυτές φανερώνουν το πώς νιώθουν οι πολίτες – και αυτό επηρεάζει την κατανάλωση, που αντιπροσωπεύει το 70% της αμερικανικής οικονομίας.
Η Χσου, με σπουδές στο Brown και διδακτορικό από το Μίσιγκαν, εξειδικεύεται στις καταναλωτικές συμπεριφορές. Στο παρελθόν, εργάστηκε στη Fed και στην Έρευνα Οικονομικών Πόρων των Νοικοκυριών. Το 2022, έγινε διευθύντρια της καταναλωτικής έρευνας του Μίσιγκαν. Αν και αρχικά δίστασε να αναλάβει έναν τόσο δημόσιο ρόλο, σήμερα δηλώνει ότι νιώθει άνετα να δίνει φωνή στις αγωνίες των πολιτών.
Η ίδια η έρευνα ξεκίνησε το 1946 από τον οικονομολόγο και ψυχολόγο Τζορτζ Κατόνα, ο οποίος είχε το όραμα να καταγράφει την ψυχολογία των καταναλωτών πέρα από τα αριθμητικά στοιχεία. Αν και αρχικά αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό, με την πάροδο των δεκαετιών αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης, προαναγγέλλοντας ύφεση σε κρίσιμες στιγμές για την αμερικανική οικονομία. Το 1978, η περιοδικότητα της έρευνας έγινε μηνιαία, ενώ από το 2024 το υλικό συλλέγεται διαδικτυακά, με επιστολές που στέλνονται σε επιλεγμένες διευθύνσεις και καλούν τους αποδέκτες να απαντήσουν online.
Η αλλαγή στη μεθοδολογία φαίνεται να λειτούργησε. Η σύγκλιση των αποτελεσμάτων με τις τηλεφωνικές απαντήσεις φτάνει το 97%, με ορισμένους συμμετέχοντες να εκφράζουν μεγαλύτερη απαισιοδοξία στον υπολογιστή. Η μετάβαση στο ψηφιακό μοντέλο επέτρεψε επίσης τον διπλασιασμό του δείγματος, το οποίο έφτασε τους 1.200 συμμετέχοντες τον Ιούνιο του 2025.
Η έρευνα περιλαμβάνει πολλές ανοικτές ερωτήσεις. Τον περασμένο μήνα, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων αναφέρθηκαν αυθόρμητα στους δασμούς που έχουν εξαγγελθεί και εν μέρει ήδη εφαρμοστεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Ακόμη και όσοι υποστηρίζουν την εμπορική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναμένουν κάποιο βραχυπρόθεσμο κόστος. Ο βασικός φόβος είναι ο πληθωρισμός λόγω των δασμών. "Οι άνθρωποι μισούν τις υψηλές τιμές", λέει η Χσου. "Νιώθουν ότι η οικονομική τους κατάσταση διαβρώνεται και υπονομεύεται από αυτές". Τα παραδοσιακά σύμβολα της μεσαίας τάξης – η ιδιοκατοίκηση, η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση και η συνταξιοδότηση σε ηλικία πέριξ των 65 ετών – μοιάζουν όλο και πιο απρόσιτα.
Παρότι η απαισιοδοξία είναι έντονη, η Χσου επισημαίνει ότι δεν είναι βέβαιο ότι πλησιάζει ύφεση. Η διάθεση των καταναλωτών μπορεί να βελτιωθεί γρήγορα αν υπάρξει πρόοδος, για παράδειγμα, στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τους διεθνείς εταίρους τους. Η προκαταρκτική μέτρηση του Ιουνίου έδειξε μια μικρή ανακούφιση, πριν ακόμη ανακοινωθεί το νέο εμπορικό πλαίσιο σχέσεων ΗΠΑ και Κίνας. Τα στοιχεία, όμως, εξακολουθούν να δείχνουν σοβαρή επιδείνωση: ο δείκτης έχει υποχωρήσει κατά 18% από τον Δεκέμβριο και κινείται σε επίπεδα που εμφανίζονται μόνο σε περιόδους ύφεσης.
Την τελευταία φορά που κατεγράφησαν τέτοια επίπεδα ήταν το 2022. Τότε, αν και οι προσδοκίες προανήγγελλαν ύφεση, αυτή δεν ήρθε, χάρη στην ισχυρή αγορά εργασίας και τα αυξανόμενα εισοδήματα. Το ερώτημα σήμερα είναι αν ζούμε μια επανάληψη του 2022 ή αν βρισκόμαστε σε τροχιά σοβαρής επιβράδυνσης.
Η Χσου κλίνει προς το δεύτερο. Τον περασμένο μήνα, το 64% των Αμερικανών προέβλεπε αύξηση της ανεργίας, έναντι 45% στα τέλη του 2022. Το ποσοστό όσων αναμένουν να βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση τον επόμενο χρόνο έφτασε σε ιστορικό υψηλό.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η μεγαλύτερη πτώση στην αισιοδοξία καταγράφεται στους πιο ευκατάστατους Αμερικανούς – εκείνους που κράτησαν όρθια την κατανάλωση τα προηγούμενα χρόνια. "Θα ήταν επικίνδυνο να υποθέσουμε ότι οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να ξοδεύουν όπως πριν", προειδοποιεί. "Η συγκυρία είναι τελείως διαφορετική".
Απόδοση - Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος