Σάββατο, 16-Νοε-2024 08:00
Πώς οι δημοσκόποι υποτίμησαν (ξανά) τον Τραμπ

Για οποιονδήποτε παρακολουθούσε τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, οι δημοσκοπήσεις προϊδέαζαν για μια κούρσα-θρίλερ που θα μπορούσε να κρατήσει εβδομάδες. Ωστόσο, λίγες ώρες αφότου έκλεισαν οι κάλπες, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη επικρατήσει οριστικά, κερδίζοντας την Κάμαλα Χάρις σχεδόν σε όλες τις αμφίρροπες πολιτείες. Η νίκη του είναι μέρος μιας ευρείας αμερικανικής στροφής προς τα δεξιά: οι Ρεπουμπλικανοί ανέκτησαν τον έλεγχο της Γερουσίας και τελικώς θα διατηρήσουν και την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μήπως οι δημοσκοπήσεις έκαναν λάθος; Σίγουρα δεν έπεσαν μέσα. Θα χρειαστούν ωστόσο εβδομάδες ή μήνες για μια πλήρη αυτοψία του τι πήγε στραβά.
Την ημέρα των εκλογών, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μια απίστευτα αμφίρροπη κούρσα σε όλες τις κρίσιμες πολιτείες. Η Πενσιλβάνια και η Νεβάδα ήταν τελείως ισόπαλες, σύμφωνα με τους μέσους όρους δημοσκοπήσεων του ιστότοπου 538. Οι μέσοι όροι σε Μίσιγκαν και Ουϊσκόνσιν έδιναν βραχύ προβάδισμα στη Χάρις.
Ο Τραμπ κέρδισε τελικώς Ουϊσκόνσιν και Πενσιλβάνια, έστω με βραχεία κεφαλή. Κέρδισε επίσης το Μίσιγκαν, με διαφορά μόλις 1,4%. Οι αριθμοί δεν απέχουν τόσο πολύ από την ισοπαλία που έδιναν οι δημοσκοπήσεις.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν υπενθύμιση ότι οι δημοσκοπήσεις είναι συχνά περισσότερο γενικά ορθές παρά αριθμητικά ακριβείς. Δείχνουν τη γενική κατάσταση της κούρσας, μα δεν προβλέπουν την τελική οριακή διαφορά. Αυτό οφείλεται στο λεγόμενο "περιθώριο σφάλματος”. Χρησιμοποιούν τυχαία δείγματα Αμερικανών ως εκπροσώπων της χώρας στο σύνολό της. Ανεξάρτητα από το πόσο τέλεια σταθμισμένα είναι τα δείγματα, δεν μπορούν να ενσωματώσουν με ακρίβεια τις ιδιομορφίες περισσότερων από 100 εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Έτσι, οι δημοσκόποι δίνουν ένα περιθώριο σφάλματος για το πόσο πιθανό είναι το μικρό δείγμα τους να αποτυπώνει με ακρίβεια την ευρύτερη κοινή γνώμη.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Εάν μια δημοσκόπηση έδειχνε ότι η Χάρις προηγείτο 1% στο Μίσιγκαν, αλλά είχε περιθώριο σφάλματος 3%, η δημοσκόπηση σήμαινε ότι η κατάσταση κινείτο μεταξύ ενός +4% για τη Χάρις και ενός +2% για τον Τραμπ. Οι οριακές νίκες του Τραμπ βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό εντός του συγκεκριμένου εύρους.
Εκτός των αμφίρροπων πολιτειών, οι δημοσκοπήσεις αποδείχθηκαν γενικά λιγότερο ακριβείς. Για παράδειγμα, ο τελικός μέσος όρος στη Φλόριντα έδειχνε προβάδισμα 7% για τον Τραμπ, ενώ τελικά κέρδισε με διαφορά 13 μονάδων. Ομοίως, ο τελικός μέσος όρος στο Τέξας έδειχνε τον Τραμπ στο +8%, ενώ κέρδισε με +14%.
"Γενικά πιστεύω ότι οι δημοσκοπήσεις κατάφεραν να αποτυπώσουν ορθά τα θέματα που απασχολούσαν περισσότερο τους ψηφοφόρους, κυρίως την οικονομία, τις αμβλώσεις και τη μετανάστευση", λέει ο Τσαρλς Φράνκλιν, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Marquette του Μιλγουόκι.
"Όταν το εκλογικό σώμα κάνει στροφή - και γενικά προς την ίδια κατεύθυνση σε όλες αυτές τις διαφορετικές πολιτείες, ακόμη και οι μικρές δημοσκοπικές ανακρίβειες φαντάζουν μεγάλες", λέει ο Κρίστοφερ Τσαπ, καθηγητής στο Κολέγιο Σεντ Όλαφ στο Νόρθφιλντ της Μινεσότα.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ερώτημα: είναι δυνατόν οι δημοσκοπήσεις να είναι τόσο εντυπωσιακά ακριβείς όσο οι δημοσιογράφοι και το κοινό τις θέλουν; "Δεν κάνουμε αυτές τις δημοσκοπήσεις για να πετύχουμε το ακριβές αποτέλεσμα. Τις παράγουμε για να μετρούμε τις ανησυχίες και τα κίνητρα των ψηφοφόρων με τρόπο που να διαφωτίζει τα εκλογικά αποτελέσματα", λέει ο Γκάρι Λάνγκερ του οποίου η Langer Research Associates πραγματοποιεί δημοσκοπήσεις για το ABC.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο κλάδος σε μεγάλο βαθμό έσφαλε προς την ίδια κατεύθυνση, υποτιμώντας την υποστήριξη του Τραμπ για τρίτη συνεχόμενη προεδρική εκλογή. "Υπάρχει ξεκάθαρα ζήτημα για τις εκλογές όπου συμμετέχει ο Τραμπ, με τους δημοσκόπους να δυσκολεύονται πολύ να φτάσουν στους ψηφοφόρους του", λέει ο Τσαπ. "Οι άνθρωποι στον κλάδο των δημοσκοπήσεων ξύνουν το κεφάλι τους από το 2016 και θα συνεχίσουν να το κάνουν".
Τόσο το 2016 όσο και το 2020 οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι εμφανίζονταν φαβορί για την προεδρία. Το 2016, η Χίλαρι Κλίντον ήταν μπροστά στους τελικούς μέσους όρους στις αμφίρροπες πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι κέρδισε τη λαϊκή ψήφο με διαφορά 2%, έχασε το Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Το 2020, ο Τζο Μπάιντεν ήταν πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο το τελικό του προβάδισμα σε κρίσιμες πολιτείες ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με το αντίστοιχο δημοσκοπικό.
Σε αυτές τις εκλογές οι δημοσκόποι προσπάθησαν να αποφύγουν τις ίδιες αστοχίες. Πολλοί τροποποίησαν τη μεθοδολογία τους για να εξασφαλίσουν ότι τα δείγματά τους ήταν πιο αντιπροσωπευτικά. Στάθμισαν έτσι ορισμένες απαντήσεις περισσότερο από άλλες. Ο Μπράιαν Σάφνερ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Tufts, έγραψε τον περασμένο μήνα ότι 1 στους 6 δημοσκόπους είχε προσθέσει στάθμιση ανά τύπο κοινότητας, ενώ κανένας δεν το έπραξε το 2016. Αυτό είχε ως στόχο να διασφαλίσει ότι αρκετοί ψηφοφόροι από αγροτικές περιοχές που τείνουν να ψηφίζουν Τραμπ θα καταγράφονταν ορθά.
Ομοίως, πολλοί δημοσκόποι άρχισαν να περιλαμβάνουν ερωτήσεις σχετικά με το ποιον ψήφισε κάθε ερωτώμενος το 2020. Οι δημοσκόποι που στάθμισαν με βάση αυτή την ερώτηση έβλεπαν πιο αμφίρροπη κούρσα και ο κλάδος θα πρέπει τώρα να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να το πράττει στο μέλλον.
"Εάν τελικά αποδειχθεί δημοσκοπικό σφάλμα, η βιομηχανία θα ακολουθήσει τα ίδια βήματα με εκείνα του 2020", δήλωσε ο Αλεξάντερ Πόντκουλ, ανώτερος διευθυντής στο Morning Consult, πριν από τις εκλογές. "Υπήρχαν ντροπαλοί ψηφοφόροι Τραμπ ή ντροπαλοί ψηφοφόροι Χάρις; Ήταν λιγότερο πιθανό οι άνθρωποι να είναι ειλικρινείς στο τηλέφωνο; Έπαιξαν ρόλο εκείνοι που άργησαν να αποφασίσουν;"
Μετά από μήνες που δαπανήθηκαν ζητώντας τις απόψεις του κοινού, ήρθε η ώρα ο κλάδος των δημοσκοπήσεων να αναλύσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Απόδοση - Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος