Κυριακή, 28-Δεκ-2025 08:00
Έτος - σταθμός το 2026 για την Κεντροαριστερά
Της Νίκης Ζορμπά
Οι περιπέτειες της ευρύτερης Κεντροαριστεράς στην πραγματικότητα ξεκίνησαν όταν ο Αλέξης Τσίπρας, με το καθημαγμένο ποσοστό των εθνικών εκλογών του 2023, διασάλευσε την κυοφορούμενη επανεδραίωση του δικομματισμού. Αυτήν που μετά πολλών κόπων και βασάνων (της κοινωνίας κυρίως) κατάφεραν οι εκλογές του 2019 να επαναφέρουν: Δύο μεγάλες ιδεολογικά αντίπαλες παρατάξεις που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργία του "υδραυλικού συστήματος" στο, διαλυμένο στα μνημονιακά χρόνια, ασταθές πολιτικό σκηνικό.
Η αναστήλωση του δικομματισμού το 2019, με τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη να κερδίζει την αυτοδυναμία και το αντίπαλο δέος του, τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, να στέκεται στο ύψος των πολιτικών περιστάσεων, έδωσε στη χώρα σινιάλο επιστροφής στην πολιτική κανονικότητα.
Ή, εν πάση περιπτώσει, πέραν των κομματικών ανταγωνισμών και προσωπικών πικριών (το ΠΑΣΟΚ "πλήρωσε" το μάρμαρο της κρίσης με την κατακρήμνισή του), υπήρχαν δύο πόλοι που εξασφάλιζαν την ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού.
Το καλοκαίρι του 2023 η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή του Αλέξη Τσίπρα, άλλαξε άρδην τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού και κυρίως επανέφερε την ανισορροπία στους πολιτικούς συσχετισμούς.
Επιβεβαιώθηκαν εκείνοι (οι "διαφωνούντες" του Τσίπρα κυρίως) που μιλούσαν ήδη από το 2020 για σκηνικό 1,5 κόμματος. Όπου το ένα, φυσικά, ήταν και παρέμενε η Ν.Δ. (αναγεννημένη, κερδίζοντας αυτοδυναμία ύστερα από δώδεκα χρόνια) και το υπόλοιπο... μισό πότε ο ΣΥΡΙΖΑ και μετέπειτα το ΠΑΣΟΚ.
Κι αν το πρόβλημα δεν ήταν η βαριά ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ (ουκ ολίγοι μιλούσαν για "έγκλημα" που βρήκε την τιμωρία του), βέβαιο πρόβλημα ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά του Αλέξη Τσίπρα: "Έβρεχε ψήφους και το ΠΑΣΟΚ κρατούσε ομπρέλες", σχολίαζε εκείνο το βράδυ των εκλογών του 2023 βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, καίτοι κεραυνοβολημένος από την ταπείνωση του κόμματός του.
Έκτοτε, δυστυχώς για την Κεντροαριστερά, κύλησε πολύς χρόνος, αλλά σημείο ισορροπίας δεν βρέθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε την ιλαροτραγωδία του "αδιαμεσολάβητου" Κασσελάκη, διασπάστηκε δις και έπεσε από τη δεύτερη θέση. Τα ποσοστά του έκτοτε δίνουν νομοτελειακά εικόνα εξαέρωσης.
Το ΠΑΣΟΚ όμως, καίτοι επανεξέλεξε θριαμβευτικά τον Νίκο Ανδρουλάκη (στη βάση του κόμματός του έχει αποδείξει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ότι είναι χαλκέντερος), δεν καταφέρνει να προσπορίσει κανένα –σημαντικό– όφελος. Ούτε από τη διάλυση στα αριστερά του ούτε από τη θεαματική πτώση των ποσοστών της Ν.Δ., που βρέθηκε από το δυσθεώρητο 41% των εθνικών εκλογών να έχει πέσει στο 28% στις ευρωεκλογές. Παραμένει απολύτως λαβωμένη μεν, αλλά επίσης... απολύτως κυρίαρχη η Ν.Δ., παρότι και οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, στα ποιοτικά τους ευρήματα, δίνουν εικόνα μεγάλης δυσαρέσκειας και απογοήτευσης από την κυβερνητική θητεία.
Το ΠΑΣΟΚ, έστω και με αυτά τα πολύ πενιχρά δημοσκοπικά "έσοδα" (δεν ξεπερνά το 14% στις δημοσκοπήσεις), έχει διαμηνύσει ότι σκοπεύει να διεκδικήσει μόνο του την ανατροπή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στόχος, εκπεφρασμένος από τον αρχηγό του, είναι να τον νικήσει "έστω και με μία ψήφο διαφορά".
Διαφαίνεται τέτοια πιθανότητα; Οι στάσιμες δημοσκοπήσεις μηνών προοιωνίζονται ότι δεν υπάρχει. Ο Ν. Ανδρουλάκης, από τη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο, έχοντας κλείσει κάθε ενδεχόμενο προεκλογικών συμμαχιών και ομνύοντας στην αυτόνομη πορεία του, ομολόγησε με έναν τρόπο ότι η απάντηση στις σφυγμομετρήσεις, που αποκλείουν τέτοια πιθανότητα, είναι... "η έκπληξη". Ότι στην πολιτική υπάρχουν εκπλήξεις.
Σαφώς και υπάρχουν, και στο κάτω-κάτω κάθε κόμμα δικαιούται να δίνει τη μάχη του ανεξαρτήτως των προγνωστικών. Το εάν τα εφόδια με τα οποία δίνει αυτή τη μάχη είναι ικανά για να πετύχει τον στόχο του είναι άλλης τάξεως συζήτηση. Μια προσεκτική μελέτη –οριζόντια– των δημοσκοπήσεων από το 2023 και εντεύθεν απαντά, πάντως, πως "όχι", το ΠΑΣΟΚ δεν έχει εμπνεύσει ως αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη εξουσίας.
Εάν θέλει κάποιος να είναι ακριβοδίκαιος, βέβαια, θα πει πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν είχε άλλη λύση πλην της στρατηγικής περί "αυτόνομης πορείας". Αφενός γιατί οποιαδήποτε επιλογή για προεκλογική συζήτηση με τα δεξιά ή τα αριστερά του θα το έφερνε αντιμέτωπο με σοβαρή ρηγμάτωση (έως και διάσπαση) στο εσωτερικό του, αφετέρου γιατί επιχειρεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος των τελευταίων πολλών χρόνων και μαζί και τη δικαίωση: να επιστρέψει σε κραταιό πολιτικό κόμμα με προοπτική κυβερνησιμότητας.
Όλα τα παραπάνω είχαν μία μεταβλητή στην εξίσωση: να εννοούσε πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας, όταν "παραμέρισε" για να περάσει το "νέο κύμα" του ΣΥΡΙΖΑ, πως δεν προετοίμαζε την επιστροφή του. Και ακόμα μία μεταβλητή: στο μεσοδιάστημα των δύο ετών όπου ο ΣΥΡΙΖΑ σπαρασσόταν και δεν γλίτωσε τελικώς την πολιτική γελοιοποίηση, να είχε καταφέρει το ΠΑΣΟΚ, και με τη "βούλα" πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση, να δημιουργήσει ένα "ρεύμα", μια άνοδο σημαντική στα ποσοστά του εν πάση περιπτώσει, ώστε να αποθαρρύνει και τον Αλέξη Τσίπρα να βγάλει χάρτη ταξιδιού για "νέες θάλασσες".
Δεν το κατάφερε. Αντιθέτως, ορισμένοι στενοί πολιτικοί φίλοι του Αλέξη Τσίπρα δικαιώνουν τον βουλευτή Αρκαδίας του ΠΑΣΟΚ Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο, ο οποίος πρώτος έδειξε δημόσια τον ελέφαντα στο δωμάτιο της Κεντροαριστεράς: Εάν το ΠΑΣΟΚ είχε έστω φτάσει σε ένα 20%-22%, τότε ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα είχε χώρο να δοκιμάσει τις προσωπικές πολιτικές αντοχές του, δημιουργώντας δικό του κόμμα, που προεξοφλείται ότι θα έχει ανακοινωθεί –το αργότερο– έως το Πάσχα.
Κι ύστερα τι; Ψηφοφόροι και πολιτικό σύστημα αναζητούν να επανέλθει η ισορροπία στο πολιτικό σκηνικό, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα μασίφ, σχετικώς ισχυρό έστω κόμμα στην Κεντροαριστερά να εκφράσει μαζικά το εκλογικό σώμα που κινείται στην αντίπερα όχθη της λεγόμενης συντηρητικής παράταξης.
Η κινητικότητα στον χώρο, με την πρωτοβουλία Τσίπρα, έχει ενταθεί και, δεδομένου πως το 2026 είναι προεκλογική χρονιά, οι αλλαγές στον χώρο αριστερά της Ν.Δ. προοιωνίζονται και... τεκτονικές και οριζόντιες. Εν πρώτοις, η μεγάλη αναμέτρηση θα δοθεί ανάμεσα στους Τσίπρα-Ανδρουλάκη (και τους πολιτικούς "δορυφόρους" τους). Και θα είναι μάχη και προσωπικής πολιτικής επιβίωσης και ολικής ανασύνθεσης του χώρου.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Κεφάλαιο