Τρίτη, 16-Σεπ-2025 08:00
ΕΚΤ: Ετοιμάζει μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα κόκκινα δάνεια μη συστημικών τραπεζών

Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Νέα κοινά και ενιαία πανευρωπαϊκά μέτρα για τον περιορισμό παλαιών κόκκινων δανείων στις μικρότερες (μη συστημικές) τράπεζες στην Ευρώπη και τη χώρα μας, θα εφαρμόσει προοδευτικά η ΕΚΤ σε συνεργασία με τις Κεντρικές Τράπεζες των χωρών. Ήδη από χθες εκκίνησε διάλογο έως τις 27 Οκτωβρίου, αποστέλλοντας σήμα στις Κεντρικές Τράπεζες, αλλά καλώντας και τις τράπεζες να συμμετέχουν και να σχολιάσουν το προτεινόμενο σχέδιο (κατευθυντήρια γραμμή).
Ο στόχος των εποπτικών αρχών είναι να μειωθούν τα παλαιά κόκκινα δάνεια που δημιουργήθηκαν πριν από τις 26 Απριλίου 2019 και δεν εμπίπτουν μέχρι τώρα στην απαίτηση αφαίρεση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων σύμφωνα με τον πρώτο Πυλώνα. Οι επόπτες εκτιμούν ότι τα παλαιά δάνεια που μένουν ακάλυπτα ενέχουν ρίσκο που διαιωνίζεται, ενώ δυσκολεύονται να δώσουν νέα δάνεια, αλλά αυτή η διεργασία μπορεί να οδηγήσει σε συγκεντρώσεις.
Εμμέσως προκύπτει ότι τουλάχιστον για κάποιες περιπτώσεις απαιτήσεων της ΕΚΤ, ο δείκτης των παλαιών κόκκινων δανείων θα πρέπει να υποχωρήσει κάτω από το 5% αλλά και πάλι, ο υπολογισμός του δείκτη 5% είναι διαφορετικός και λιγότερο αυστηρός από των συστημικών τραπεζών.
Δίνεται ουσιαστικά τριετές περιθώριο για να επιτευχθούν οι στόχοι, με σταδιακή εφαρμογή από τις 31 Δεκεμβρίου 2025 έως την 31η Δεκεμβρίου του 2028. Έτσι εφόσον οριστικοποιηθεί το σχέδιο, το Δεκέμβριο του 2028 θα ενεργοποιηθεί η πλήρης απαίτηση για την κάλυψη (των ανοιγμάτων), που ορίζεται στην κατευθυντήρια γραμμή "και ευθυγραμμίζεται ποσοτικά με τους κανόνες κάλυψης που κατοχυρώνονται στην απαίτηση αφαίρεσης βάσει του Πυλώνα 1" (όπως ισχύει για τις σημαντικές τράπεζες).
Έτσι, λένε οι επόπτες, διασφαλίζεται ότι όλα τα ΜΕΑ που διακρατούνται από τις λιγότερες σημαντικές τράπεζες θα πρέπει να καλύπτονται αφότου φθάσουν σε δεδομένη παλαιότητα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία δημιουργίας τους.
Ευελιξία των Κεντρικών Τραπεζών και εξαιρέσεις από το σχέδιο.
Αλλά υπάρχουν διαφορές από τις συστημικές τράπεζες. "Σε αντίθεση με την απαίτηση αφαίρεσης βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις η οποία εφαρμόζεται αυτόματα, οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών, θα αξιολογούν την κάλυψη των ΜΕΑ που διακρατούνται από λιγότερο σημαντικές τράπεζες κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε τράπεζας. Η κατευθυντήρια γραμμή δεν υποκαθιστά τυχόν ισχύουσες κανονιστικές ή λογιστικές απαιτήσεις ούτε κατισχύει αυτών", αναφέρει το σχέδιο.
Το σχέδιο επιτρέπει στις Κεντρικές Τράπεζες, να προσδιορίζουν σε ετήσια βάση ποιες μικρές τράπεζες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν τους κινδύνους και το ευρύτερο πλαίσιο. Έτσι οι Κεντρικές Τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν κατά περίπτωση τις επακόλουθες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν σε σχέση με τις προσδιορισθείσες τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε τράπεζας.
Αυτό σε συνδυασμό με τις παρακάτω εξαιρέσεις εκτιμάται ότι θα κάνει την προσαρμογή των μικρότερων τραπεζών στα νέα μέτρα της ΕΚΤ διαχειρίσιμη.
Έτσι δεν θα εφαρμόζεται ο κοινός κανόνας στις παρακάτω περιπτώσεις:
-Ο δείκτης ΜΕΔ είναι κάτω του 5%.
-Τα ΜΕΑ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κοινής εποπτικής προσέγγισης αποτελούν αμελητέο ποσοστό των συνολικών ΜΕΑ της τράπεζας.
-Η τράπεζα είναι σε φάση εκκαθάρισης.
-Η τράπεζα υπόκειται σε εν εξελίξει διαδικασία συγχώνευσης ή εξαγοράς από άλλη εποπτευόμενη οντότητα.
-Πρόκειται για "εξειδικευμένο ίδρυμα αναδιάρθρωσης χρέους" όπως ορίζεται στον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR).
-Η τράπεζα υπόκειται σε συγκεκριμένες και πραγματικές περιστάσεις οι οποίες, κατά την άποψη της οικείας Κεντρικής Τράπεζας, καθιστούν ακατάλληλη την εφαρμογή της κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής προσέγγισης.
Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι Κεντρικές Τράπεζες, θα αξιολογούν ετησίως κατά πόσον μία μικρή τράπεζα, υπόκειται στην κοινή προσέγγιση. Στην περίπτωση αυτή, οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιθανά κενά κάλυψης που εντοπίζονται αντιμετωπίζονται ποσοτικά στη διάρκεια της αξιολόγησής τους βάσει του Πυλώνα 2, αφού λάβουν υπόψη τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η μικρή τράπεζα.