Συνεχης ενημερωση

    Κυριακή, 14-Σεπ-2025 13:01

    Aνοιχτή πληγή ακόμη η Σφαγή των Γιαννιτσών

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου
     

    Ρεπορτάζ DW

    Λίγες μόνο εβδομάδες πριν λήξει η Κατοχή οι Ναζί του Φριτς Σούμπερτ και οι ταγματασφαλίτες του Γεώργιου Πούλου διαπράττουν στα Γιαννιτσά ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα πολέμου των Ναζί στην Ελλάδα. Η θυσία των θυμάτων στέκει μέχρι σήμερα βουβή κραυγή ενάντια στη βία, τον φασισμό και τον πόλεμο.

    "Στα γεγονότα του 1944 ήμουν 4,5 ετών. Στις 12 Σεπτεμβρίου καθώς γυρίζαμε το βράδυ από το χωράφι παρατηρήσαμε ότι πολύς κόσμος έφευγε τρεχάτος από τα Γιαννιτσά. Ένας άνθρωπος από την αγορά είπε στον πατέρα μου: "Θανάση μη πηγαίνεις μέσα, έχουν αρχίσει και γίνονται συλλήψεις.". Τότε ο πατέρας μου μας παρέδωσε σε ένα κουμπαράκι του και γύρισε στο χωράφι στο Βάλτο των Γιαννιτσών.

    Το πρωί η μάνα μου παίρνει μισό σπιτικό ψωμί, εμένα και την αδερφή μου προς τη γειτονιά του πατρικού του πατέρα μου. Κρυφτήκαμε σε κάτι θάμνους. Οι Ναζί και οι ταγματασφαλίτες γυρίζανε στην πόλη και μάζευαν τους άνδρες και τα αγόρια τους πήγαιναν στο 1ο σχολείο και τις γυναίκες και τα κορίτσια στο παρκάκι που σήμερα είναι στον Αγιο Γεώργιο. Το βράδυ μπήκαμε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και καθίσαμε όλη τη νύχτα υπό την επίβλεψη του καντηλανάφτη.

    Κατά τις 12 η ώρα χτύπησε η πόρτα και μπήκε ένας κατάσκοπος του ΕΑΜ που μας καθησύχασε. Τον άρπαξαν δυο ταγματασφαλίτες και μετά από λίγο ακούσαμε ένα μπαμ. Μετά από λίγο βρέθηκε το πτώμα του. Χαράματα φύγαμε τροχάδην προς τον Πενταπλάτανο, και μετά προς το Ασβεσταριό. Μείναμε σε μια καλύβα και σωθήκαμε.

    Είχαμε θέα όλα τα Γιαννιτσά,όπου έβλεπα φωτιές. Έλεγα στη μάνα μου "Καίγεται το σπίτι μας" και αυτή με καθησύχαζε ότι οι καπνοί ήταν από φούρνους που έψηναν ψωμί", περιγράφει κινηματογραφικά στη Deutsche Welle ο επιζών της σφαγής των Γιαννιτσών κ. Χρηστάκης Ιωαννίδης.

    Το χρονικό της φρίκης

    Η περιοχή των Γιαννιτσών ήταν από τα βασικά κέντρα της Εθνικής Αντίστασης στην κεντρική Μακεδονία. Οι αντιδράσεις μεγαλώνουν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943, στην πολιτική επιστράτευσης των Ελλήνων από τους Γερμανούς, για την αποστολή τους στο ανατολικό μέτωπο. Το Σεπτέμβριο οργανώνονται διαμαρτυρίες κατά του σχεδιασμού των Γερμανών να παραχωρήσουν την Κεντρική Μακεδονία στους Βούλγαρους, που οδήγησαν στη σύλληψη 100 Γιαννιτσιωτών.

    "Την άνοιξη του 1944 ο Σούμπερτ είχε απαιτήσει από το Δήμαρχο των Γιαννιτσών Θωμά Μαγκριώτη να του πει ποιοι από τους δημότες συνεργάζονταν με το 30o Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Εκείνος αρνήθηκε να του δώσει το παραμικρό κάτι που εξόργισε το Σούμπερτ", τονίζει μιλώντας στη Deutsche Welle o Χρηστάκης Ιωαννίδης, επιζών της σφαγής των Γιαννιτσών. Η αυτομόληση του αυστριακού δεκανέα Ότμαρ Ντόρνε (Ottmar Dorne) στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο όρος Πάικο ήταν η αφορμή για τη φρικτή συνέχεια.

    "Οι Γερμανοί και οι Ταγματασφαλίτες του Πούλου έβαλαν νέους ανθρώπους να σκάψουν ένα πολύ μεγάλο λάκκο και άρχισαν να φωνάζουν διάφορα ονόματα που κατά την άποψη τους και την προδοσία ταγματασφαλιτών είχαν σχέσεις με την εαμική αντίσταση στο βουνό. Τους έβαζαν σε ένα διάδρομο, τους χτυπούσαν με υποκόπανους, και πέφτανε είτε χτυπημένοι, είτε με σφαίρα. Αυτός ο λάκκος ήταν ο τάφος μικρών και μεγάλων. Με τη δύση του ηλίου, παράτησαν τον λάκκο".

    Ο επιζών της σφαγής των Γιαννιτσών θυμάται πάντα συγκινημένος την ιστορία που του διηγήθηκε ο βιολιστής Φώτης Τσίλης. "Τον χτύπησαν οι ταγματασφαλίτες με τους υποκόπανους και έπεσε στον λάκκο πάνω-πάνω. Όταν με τη δύση του ηλίου συνήλθε από τα χτυπήματα, άρχισε να σπρώχνει τα πτώματα που ήταν από πάνω του και βγήκε στην επιφάνεια. Είδε ότι δεν υπάρχει κάποιος στα πέριξ, κολύμπησε στο ρέμα και ξέφυγε".

    Τέσσερις μέρες μετά, μέρος της πόλης κάηκε από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες. Η μνήμη του 85χρονου σήμερα κ. Ιωαννίδη παραμένει ζωντανή. "Θυμάμαι τα γεγονότα σαν τα ζω σήμερα. Κάθε πρωί στην εκκλησία μνημονεύω τους σφαγιασθέντες από τις δυνάμεις κατοχής που έφυγαν την ημέρα εορτής του Τιμίου Σταυρού", λέει χαρακτηριστικά.

    Η τοπική μνήμη κόντρα στη λήθη

    Στα θύματα του Σεπτεμβρίου του 1944 δεν είναι μόνο οι εκτελεσθέντες. Είναι και οι ζωντανοί, άνδρες, μάρτυρες βασανισμών και εκτελέσεων των φίλων και των συγγενών τους αλλά και οι γυναίκες της πόλης που περίμεναν με την αγωνία των οικείων τους, που πορεύθηκαν με την μνήμη των τραγικών αυτών γεγονότων.

    "Η μνημονική δύναμη είναι μεγαλύτερη, αποκλείοντας ό,τι προηγήθηκε ή ακολούθησε της ομαδικής εκτέλεσης. Προσωποποίησε την ευθύνη κυρίως στους ταγματασφαλίτες και τον Φριτς Σούμπερτ. Παράλληλα εξωράισε την περίοδο 1941-1943 ως σχετικά 'ήσυχη' χωρίς 'βίαια γεγονότα'", αναφέρει στη DW, η αρχαιολόγος Μαρία Τριανταφυλλίδου

    "Στη σφαγή των Γιαννιτσών, ο εχθρός δεν ήταν μόνο ο γερμανικός στρατός. Ήταν και οι Έλληνες ταγματασφαλίτες. Η δημόσια συζήτηση των γεγονότων και η αναγνώριση του εχθρού μέσα στις μετεμφυλιακές συνθήκες δεν ήταν απλή υπόθεση. Προκαλούσε αμηχανία, φόβο και σιωπή", αναφέρει. Στις δημοσιεύσεις στον τοπικό Τύπο ο εχθρός συνήθως προσδιοριζόταν αόριστα ως "αιμοχαρής κατακτητής" και η λήθη ίσως ήταν και ένας τρόπος απώθησης της τραυματικής εμπειρίας. "Πολλοί μάρτυρες των γεγονότων αρνιόταν να αναφερθούν σε αυτά ακόμη και στα οικογενειακά τραπέζια", τονίζει.

    "Αρκετοί ταγματασφαλίτες δεν ήταν από τα Γιαννιτσά και δεν είχαμε απτές αποδείξεις. Συζητιούνταν ότι κάποιοι επωφελήθηκαν από τη λεηλασία των μαγαζιών και σπιτιών και παρουσίασαν περιουσίες. Κάποιοι έλεγαν για άλλους ότι πήραν λίρες που έριχναν οι Βρετανοί στους αντάρτες", λέει από την πλευρά του ο Χρηστάκης Ιωαννίδης.

    "Μέχρι τα 45 έβλεπα στον ύπνο μου Γερμανούς να με κυνηγάνε"

    Οι επετειακές εκδηλώσεις δεν έχουν τη μαζικότητα του παρελθόντος. Το 2021, όμως, μια πολυτάλαντη φαρμακοποιός της περιοχής, που δυστυχώς έφυγε νωρίς, η Άννα Μικροπούλου έγραψε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Λύκοι στην πόλη". "Σε αυτά τέθηκαν για πρώτη φορά στην τοπική κοινωνία τα ζητήματα του θύτη και του θύματος, της επιλεκτικής μνήμης των γεγονότων, του ρόλου του γερμανικού στρατού, όπως και της διαχείρισης του συλλογικού τραύματος", επισημαίνει η Τριανταφυλλίδου.

    Ο κ. Χρηστάκης Ιωαννίδης ακόμα θυμάται έναν Αυστριακό στρατιώτη που τον έπαιρνε αγκαλιά και τον ντάντευε γιατί του θύμιζε το παιδί του στην Αυστρία. "Δε μισώ τους συνανθρώπους μου. Όταν ακούω όμως Γερμανό σφίγγεται η καρδιά μου. Εμένα, που ήμουν τότε 4,5 ετών με ποιο τρόπο μπορεί κάποιος να με αποζημιώσει που μέχρι τα 45 μου έβλεπα στον ύπνο μου Γερμανούς να με κυνηγάνε;" αναρωτιέται.

    Πηγή: Deutsche Welle

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ