00:01 17/12
Σκισμένα καλτσόν, καλτσοδέτες και φραπές σκέτος
Γιατί, τί να το κάνω που έκανες τον "φραπέ" "με τα κρεμμυδάκια", όταν ταυτόχρονα αναφέρεσαι στην ποιότητα του καλτσόν, της κάλτσας ή του κολάν.
Η προχθεσινή συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2026 εξελίχθηκε σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων ετών, όχι τόσο λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων, όσο λόγω της εικόνας που παρουσιάζουν τα δημόσια οικονομικά.
Η χώρα καταγράφει ένα πρωτογενές πλεόνασμα που ξεπερνά αισθητά τους στόχους. Μιλάμε για μια πραγματικότητα που πριν από δέκα χρόνια θα φάνταζε σχεδόν παραμυθένια, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πόσο πρόσφατη είναι η περίοδος που αγωνιούσαμε για το αν θα βγάλουμε το τρίμηνο με ή χωρίς δανεικά από την Τρόικα.
Σήμερα, η δημοσιονομική εικόνα μοιάζει στερεή, προβλέψιμη και, σε κάποιο βαθμό, ανακουφιστική, ιδιαίτερα αν είσαι από την πλευρά όσων πληρώνονται από τους φόρους παρά από την πλευρά όσων τους πληρώνουν.
Το εντυπωσιακό δεν είναι μόνο ότι ο προϋπολογισμός κλείνει με καλύτερους αριθμούς. Είναι ότι αυτό συμβαίνει χωρίς να έχουν αυξηθεί οι φορολογικοί συντελεστές. Κάποιοι μειώθηκαν κιόλας, αλλά φυσικά όχι αρκετά!
Όμως, το κράτος εισπράττει πολύ περισσότερα. Αυτή η αντίφαση είναι ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο της σημερινής οικονομικής πραγματικότητας. Όποιος το αναλύσει λίγο βαθύτερα καταλαβαίνει ότι αυτό δεν γίνεται από μόνο του. Έχει προηγηθεί μια πενταετής μεταρρύθμιση στον τρόπο της συλλογής των φόρων, η οποία τώρα πλέον ωριμάζει. Η Ελλάδα, για πρώτη φορά στα χρονικά της, λειτουργεί με επίπεδα διαφάνειας και ελέγχου διακίνησης εισπραττόμενου από το κράτος χρήματος, που θυμίζουν βορειο-ευρωπαϊκό κράτος. Τα POS, το myDATA, η online διασύνδεση ταμειακών, το "my Δελτίο Αποστολής”, η φορολογική παρακολούθηση real time 24/7, η απαγόρευση χρήσεις μετρητών για πληρωμές άνω των €500 ευρώ και η παρεπόμενη έκρηξη των ηλεκτρονικών πληρωμών, όπως και τα τεκμήρια εργασίας για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις, έκαναν αυτό που δεν κατάφερε καμία αυστηροποίηση φορολογικών συντελεστών εδώ και δεκαετίες. Για να είμαστε ειλικρινείς ΔΕΝ είναι όλα θετικά, αλλά το αποτέλεσμά τους είναι.
Στην ουσία, η χώρα δεν άλλαξε φορολογία, άλλαξε ορατότητα των συναλλαγών. Το κράτος πλέον βλέπει σχεδόν τα πάντα, και αν δεν τα βλέπει τα μαντεύει εκ των προτέρων με τεκμήρια, που όποιος τόλμησε να τα αμφισβητήσει τον έφαγε η μαύρη μαρμάγκα!
Αυτή η αλλαγή έχει τεράστια δημοσιονομική απόδοση. Τα έσοδα από τον ΦΠΑ είναι αυξημένα όχι γιατί ανέβηκε ο ΦΠΑ, αλλά γιατί εισπράττεται ο ΦΠΑ που κάποτε χάνονταν στον αέρα. Το ίδιο ισχύει για τον τεκμαρτό φόρο εισοδήματος των επιτηδευματιών, για την αυτοαπασχόληση, για την κίνηση της αγοράς. Το 2025 έκλεισε ουσιαστικά την παλιά εποχή του "με ή χωρίς απόδειξη" και μπήκε σε μια νέα πραγματικότητα όπου "χωρίς απόδειξη" σημαίνει ότι απλώς δεν ολοκληρώνεται η συναλλαγή.
Αυτή η εξέλιξη έχει και μια άλλη, λιγότερο προβεβλημένη πλευρά. Με την άνοδο των τιμών, των μισθών και των αντικειμενικών αξιών, η φορολογητέα βάση διευρύνεται αυτομάτως από μόνη της. Δεν χρειάζεται καμιά αύξηση συντελεστή για να αυξηθούν τα έσοδα. Η ενέργεια παραμένει ακριβή, άρα οι φόροι που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της ενεργειακής τιμής ανεβαίνουν. Οι μισθοί αυξάνονται, άρα ανεβαίνουν και οι ασφαλιστικές εισφορές. Οι αντικειμενικές αξίες αυξάνονται, άρα αυξάνουν τον ΕΝΦΙΑ και κάθε φόρο που πατά πάνω σε αυτές. Είναι ο γνωστός "ψυχρός" τρόπος αύξησης εσόδων, χωρίς να το επιβάλει ο νομοθέτης, το επιβάλλει η πραγματικότητα.
Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται η μεγάλη ερώτηση που κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να θέσει ανοιχτά. Όλη αυτή η αύξηση του ΑΕΠ που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, όλη αυτή η "ανάπτυξη" που καταγράφουν τα στατιστικά δελτία, είναι πράγματι νέα παραγωγή πλούτου; Ή μήπως ένα όχι αμελητέο μέρος της είναι απλώς η μεταφορά δραστηριοτήτων από τη σκιώδη, αδήλωτη οικονομία προς τη δηλωμένη και ηλεκτρονικά παρακολουθούμενη, λόγω της ψηφιοποίησης της φορολογικής συμμόρφωσης; Με άλλα λόγια, μεγαλώνει η οικονομία ή απλώς φωτίζεται; Και αν ισχύει το δεύτερο σε σημαντικό βαθμό, τότε μήπως η πραγματική μας ανάπτυξη είναι πιο μέτρια απ’ όσο πιστεύουμε, και η δημοσιονομική μας επιτυχία περισσότερο αποτέλεσμα τεχνολογικής διαφάνειας παρά παραγωγικής έκρηξης;
Είναι ένα ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε ψύχραιμα πριν πάρουμε οποιαδήποτε στρατηγική απόφαση για το μέλλον της χώρας.
Έτσι, ο προϋπολογισμός του 2026 στηρίζεται πάνω σε μια δημοσιονομική βάση που δείχνει σταθερή και ισχυρή, με τις αγορές να ανταποκρίνονται θετικά, τους οίκους αξιολόγησης να δίνουν επιπλέον βαθμίδες, και τους θεσμούς να δείχνουν για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια μια άνεση στη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα που, θεωρητικά, θα έπρεπε να δημιουργεί αίσθηση ασφάλειας στη χώρα.
Όμως, αν ρωτήσει κανείς τον μέσο πολίτη, η απάντηση μάλλον απέχει πολύ από αυτή την αίσθηση.
Η πραγματική οικονομία εξακολουθεί να έχει δυσκολίες.
Οι αγρότες στριμώχνονται από το ενεργειακό κόστος και την πίεση των διεθνών αγορών.
Οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες δηλώνουν ότι τα τεκμήρια και το μη μισθολογικό κόστος εργασίας εξακολουθεί να τους κρατάει πίσω.
Πολλές οικογένειες βλέπουν τα εισοδήματά τους να βελτιώνονται στα χαρτιά, αλλά τα χρήματα να τελειώνουν πιο γρήγορα όταν φτάνουν στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.
Η στατιστική ευημερία δεν μεταφράζεται πάντα σε καθημερινή ανακούφιση, ειδικά όταν τα ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές ευημερούν ανενόχλητα από το επίσημο κράτος και την υποτιθέμενη επιτροπή ανταγωνισμού.
Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη πρόκληση. Η δημοσιονομική επιτυχία δεν είναι κοινωνικά επιτρεπτό να αντιμετωπιστεί ως αυτοσκοπός. Το πλεόνασμα είναι εργαλείο οικονομικής πολιτικής, όχι τρόπαιο για φουσκωμένους δημόσιους διαγωνισμούς σε ημετέρους. Και είναι χρήσιμο μόνο αν χρησιμοποιηθεί με τρόπο που να ενισχύει την παραγωγή, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα και τη θεσμική σταθερότητα της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από βαθιές μειώσεις στη φορολογία και στο μη-μισθολογικό κόστος εργασίας που προκύπτει από την αύξηση της γραφειοκρατίας, από κίνητρα για εξωστρεφείς επενδύσεις, από πολιτικές που επιτέλους θα κάνουν την επιχειρηματικότητα υπόθεση δημιουργίας και όχι επιβίωσης με όλο το κράτος εναντίον του ιδιώτη, σαν να ήταν εχθρός του και όχι απλός πολίτης.
Αν ο προϋπολογισμός του 2026 γίνει αφορμή εφησυχασμού, τότε θα χάσουμε την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσουμε τη μεγαλύτερη δημοσιονομική ανάσα των τελευταίων δεκαετιών. Αν όμως γίνει βάση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τότε μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την ευημερία όλων, και εκείνων που πληρώνουν τους φόρους, και εκείνων που πληρώνονται από αυτούς.
Η χώρα μας για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ίσως δεκαετίες, έχει τον δημοσιονομικό χώρο να διορθώσει συσσωρευμένα λάθη δεκαετιών.
Αν τον δημοσιονομικό χώρο αυτόν θα τον αξιοποιήσει, ή αν θα τον σπαταλήσει σε αυξήσεις δημοσίων υπαλλήλων, κηπουρών και σφραγιδοφόρων, είναι ίσως η πιο κρίσιμη πολιτική επιλογή της επόμενης διετίας, διότι θα καθορίσει το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών, την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος ή την πολυκομματική διακυβέρνηση παράλυσης και διολίσθησης.