Τρίτη, 04-Νοε-2025 13:39
Πέθανε ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι - Ο αρχιτέκτονας του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας"
Ο Ντικ Τσέινι, ένας από τους ισχυρότερους αντιπροέδρους που έχουν περάσει από τον Λευκό Οίκο και αρχιτέκτονας του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας", ο οποίος συνέβαλε στην εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στο Ιράκ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, όπως μεταδίδουν την Τρίτη αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Ο πολιτικός, που συχνά παρουσιάστηκε ως αυτός που κινούσε τα νήματα από το παρασκήνιο στη διάρκεια των ετών που υπηρέτησε στον Λευκό Οίκο, πέθανε χθες, Δευτέρα, λόγω επιπλοκών που σχετίζονται με πνευμονία όπως και καρδιαγγειακές παθήσεις, σύμφωνα με ανακοίνωση σήμερα της οικογένειάς του προς τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Ο 46ος αντιπρόεδρος υπηρέτησε στο πλευρό του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Τζορτζ Μπους για δύο θητείες μεταξύ 2001 και 2009.
Γεννηθείς στο Λίνκολν στη Νεμπράσκα στις 30 Ιανουαρίου του 1941, ο Τσέινι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στις μεγάλες αραιοκατοικημένες εκτάσεις του Ουαϊόμινγκ, στην αμερικανική Δύση.
Έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο Yale, αλλά αποφάσισε να εγκαταλείψει το έγκριτο εκπαιδευτικό ίδρυμα και τελικά πήρε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες από το πανεπιστήμιο της πολιτείας του, του Ουαϊόμινγκ, με τις σπουδές του να του επιτρέπουν εν μέσω του πολέμου του Βιετνάμ να εξαιρεθεί πολλές φορές από τη στρατιωτική θητεία.
Στα νιάτα του, είχε συλληφθεί δύο φορές για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.
Το 1964 παντρεύτηκε την Λιν Βίνσεντ και εγκαταστάθηκε πέντε χρόνια αργότερα στην Ουάσινγκτον για να εργαστεί στο Κογκρέσο, αρχικά ως μαθητευόμενος.
Εκεί γνώρισε αυτόν που έμελλε να γίνει ο μέντοράς του, τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές υπουργός Άμυνας.
Μετά την είσοδό του στον Λευκό Οίκο υπό την προεδρία του Ρεπουμπλικανού Τζέραλντ Φορντ, ο Ντικ Τσέινι αντικατέστησε αργότερα τον Ντόναλντ Ράμσφελντ στη θέση του προσωπάρχη και στη συνέχεια ηγήθηκε, άνευ επιτυχίας, της προεκλογικής εκστρατείας για την επανεκλογή του Τζέραλντ Φορντ στην αναμέτρησή του με τον Τζίμι Κάρτερ το 1976.
Από τη θέση του αντιπροέδρου του Μπους, αγωνίστηκε σθεναρά για την επέκταση των εξουσιών του προεδρικού αξιώματος, θεωρώντας ότι αυτές είχαν υπονομευθεί μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Επίσης, ενίσχυσε την επιρροή του αξιώματος του αντιπροέδρου, συγκροτώντας μια ομάδα εθνικής ασφάλειας που συχνά λειτουργούσε ως αυτόνομο κέντρο εξουσίας εντός της κυβέρνησης.
Ο Τσέινι ήταν ένθερμος υποστηρικτής της εισβολής στο Ιράκ το 2003 προειδοποιώντας δημόσια για τον κίνδυνο που ενείχε το φερόμενο απόθεμα όπλων μαζικής καταστροφής του Ιράκ. Τελικά, δεν βρέθηκαν τέτοια όπλα.
Συγκρούστηκε με αρκετούς κορυφαίους συνεργάτες του Μπους, συμπεριλαμβανομένων των υπουργών Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ και Κοντολίζα Ράις, και υπερασπίστηκε τις "ενισχυμένες" τεχνικές ανάκρισης υπόπτων για τρομοκρατία, οι οποίες περιλάμβαναν το λεγόμενο "waterboarding", δηλαδή τον "εικονικό πνιγμό" και την στέρηση ύπνου. Αρκετοί, συμπεριλαμβανομένης της Ειδικής Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ και του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, χαρακτήρισαν αυτές τις τεχνικές βασανιστήρια.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Τσέινι, που παρέμεινε "σκληροπυρηνικός" συντηρητικός, απομονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το κόμμα του λόγω της έντονης κριτικής του προς τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτήρισε "δειλό" και τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπισε ποτέ η δημοκρατία.
Μάλιστα, στις προεδρικές εκλογές του 2024 δήλωσε ότι ψήφισε την Καμάλα Χάρις των Δημοκρατικών.
Ο Τσέινι αντιμετώπιζε καρδιαγγειακά προβλήματα κατά το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, έχοντας υποστεί σειρά καρδιακών προσβολών και μια σωτήρια μεταμόσχευση καρδιάς το 2012, την οποία χαρακτήρισε το 2014 ως "το δώρο της ίδιας της ζωής".