Η Ιστορία του χρόνου και του χώρου είναι άναρχη και άχρονη. Είναι μη Ιστορία. Η Ιστορία ως πεδίο που ερευνάται από τον άνθρωπο είναι η ανθρώπινη κατασκευή αυτού του χωροχρόνου. Στην έρευνα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών η Ιστορία λαμβάνει τη μορφή της Ιστορικότητας ενός υπό εξέταση αντικειμένου ή φαινομένου. Η Ιστορικότητα αναφέρεται στη γνώση της ιστορικής του διαδρομής από τη γέννηση έως την περαίωσή του. Γνώση του παρελθόντος, ανάλυση και ερμηνεία του παρόντος και πρόβλεψη του μέλλοντος είναι το τρίπτυχο που οριοθετεί τους στόχους μιας ακραία φιλόδοξης έρευνας. Ενίοτε προστίθεται και η διδακτική, ηθικοπλαστική διάσταση της ιστορικής γνώσης.
Στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας, η Οικονομική Ιστορία προσφέρει τη δυνατότητα νοητικής σύλληψης και ερμηνείας των οικονομικών φαινομένων μέσα από τη διαπίστωση της πραγματικής εξέλιξής τους. Η επαναληψιμότητα ή κυκλικότητα, όταν διαπιστώνεται, με όλες τις κοινωνικο-οικονομικές και χρονολογικές διαφορές που προσδιορίζουν την εκδήλωσή τους –ειδικά όταν εργαλειοποιούνται για τις ανάγκες πρόβλεψης της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής–, προσθέτει μια "διπλή" ή "πολλαπλάσια" ιστορικότητα. Επιπλέον, η προσφυγή στη συγκριτική ιστορική διάσταση οδηγεί –με την αφαιρετική μέθοδο των γεωγραφικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων– στη διατύπωση ιδεοτύπων, μοντέλων, που στη συνέχεια εκβάλλουν σε θεωρητικές υποθέσεις και παραδείγματα. Σε αυτή την τριπλή ιστορική βάση, η Οικονομική Ιστορία αποπειράται να διατυπώσει τις ερμηνείες και τις υποθέσεις της για τα οικονομικά φαινόμενα.
Θέτοντας στο επίκεντρο της προσοχής μας το ζήτημα της οικονομικής καθυστέρησης της νεότερης Ελλάδας, θυμίζουμε ότι τα προτεινόμενα ερμηνευτικά σχήματα εντοπίζουν τις αιτίες, σωρευτικά ή μεμονωμένα, στην έλλειψη συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίων, πρώτων υλών κ.ά.), στην πολιτική και οικονομική εξάρτηση, στον ανταγωνισμό που ασκούσε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, στην απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης που θα επέβαλλε τον οικονομικό εκσυγχρονισμό σύμφωνα με τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης. Το οθωμανικό παρελθόν, οι νοοτροπίες, ακόμα και η γεωγραφία, επισημαίνονται επίσης ως ισχυροί επιδραστικοί παράγοντες της οικονομικής υστέρησης.
Εκκινώντας κυρίως από τη δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία, επισημαίνουμε ότι της σύγχρονης βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης προηγήθηκε –ή εξελίχθηκε παράλληλα– μια αλλαγή και των παραδοσιακών οικονομικών θεσμών. Ο μετασχηματισμός αυτός επιβλήθηκε με τις μεγάλες πολιτικές ανατροπές και επαναστάσεις του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα. Αντίστοιχες ριζοσπαστικές αλλαγές που μετέβαλαν το υπάρχον θεσμικό οικονομικό πλαίσιο προβιομηχανικού τύπου δεν υπήρξαν στη νεότερη Ελλάδα, τουλάχιστον αυτής της έκτασης και βάθους που θα απαιτούσε το αίτημα της οικονομικής απογείωσης. Τέσσερις επισημάνσεις:
α) Η ατομική ιδιοκτησία, ως κορυφαίος και κρίσιμος θεσμός κάθε καπιταλιστικής ανάπτυξης, εδραιώθηκε διστακτικά, σταδιακά, φοβικά θα λέγαμε, περισσότερο ως αναγκαστική προσαρμογή παρά ως σχεδιασμένη αναπτυξιακή πολιτική που θα απελευθέρωνε παραγωγικές δυνάμεις και θα δημιουργούσε πλούτο. Η αναγνώριση του δικαιώματος της απόλυτης και απεριόριστης κυριότητας στις έγγειες σχέσεις, που αποτέλεσε τον πυρήνα των αστικών ανατροπών στη δυτική Ευρώπη, στην Ελλάδα χρειάστηκε πάνω από 100 χρόνια για να ενεργοποιηθεί, με τις δύο μεγάλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις του 1871 και του 1922, τις άλλες μικρότερες διανομές γης και την Εισαγωγή του Αστικού Κώδικα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
β) Το θεσμικό πλαίσιο συσσώρευσης και επένδυσης των κεφαλαίων παρέμεινε αναχρονιστικό τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αναφέρομαι κυρίως στην ανασφάλεια των συναλλαγών που επικρατούσε (ληστεία κ.ά.) όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα της χώρας, στους τυπικούς και άτυπους περιορισμούς στον ελεύθερο ανταγωνισμό των κεφαλαίων και την ελευθερία των συναλλαγών, στην καθυστερημένη υιοθέτηση νόμων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (εφευρέσεις, σήματα κ.ά.).
γ) Η ενιαία εσωτερική εθνική αγορά, προϋπόθεση αυτοδύναμης λειτουργίας και δυναμικής ανάπτυξης κάθε μοντέρνας βιομηχανικής και εμπορευματικής οικονομίας, καθώς διαμορφώνει τον όγκο της κατανάλωσης, παρέμεινε καχεκτική μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους –που διπλασιάστηκε πληθυσμιακά η Ελλάδα–, αβαθής λόγω του φορολογικού συστήματος της δεκάτης που μείωνε το διαθέσιμο εισόδημα των αγροτών, και αναποτελεσματική στον αναπτυξιακό της ρόλο, καθώς οι ίδιες οι κυβερνήσεις για ταμιευτικούς σκοπούς ακύρωναν κάθε ενοποίηση του οικονομικού χώρου, συντηρώντας με τα "διαπύλια τέλη" τις μικρότερες εσωτερικές οικονομικές ζώνες. Αρνητικά επηρέασε την ενοποίηση και το μεγάλο πρόβλημα της καθυστερημένης δημιουργίας συγκοινωνιακών δικτύων που θα συνέδεαν τα κέντρα παραγωγής με τα κέντρα κατανάλωσης.
δ) Ο κοινωνικός και θεσμικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα επηρεάστηκε καθοριστικά από την πορεία συγκρότησης του νέου κράτους. Ο τρόπος που επιτεύχθηκε η εθνική ενοποίηση διαπερνά οριζόντια όλους τους προαναφερθέντες θεσμούς και προσφέρει ικανή εξήγηση για τις καθυστερήσεις. Η ίδια η διαδικασία εθνικής, συνεπώς και οικονομικής, ενοποίησης υπήρξε μια αργή, επίπονη και κοστοβόρα διαδικασία. Διήρκεσε πάνω από εκατό χρόνια. Έκλεισε ουσιαστικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η σταδιακή επέκταση του ελληνικού κράτους απαιτούσε τη συνεχή αφομοίωση αναχρονιστικών και διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών δομών, παραδοσιακών νοοτροπιών και τεράστιους οικονομικούς πόρους (κυρίως δανεισμό). Έτσι, το αίτημα της οργανικής συν-ανάπτυξης των επιμέρους τμημάτων του ελληνικού χώρου σε ένα ενιαίο όλον παραπέμφθηκε στις επόμενες δεκαετίες.
Οι παραπάνω επισημάνσεις για τους ιδρυτικούς θεσμούς που τροχοδρόμησαν τον μετασχηματισμό των αγροτικών προβιομηχανικών κοινωνιών σε σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες αντλούν, όπως προείπαμε, την ερμηνευτική τους ισχύ από την ιστορική σύγκριση με το δυτικοευρωπαϊκό αναπτυξιακό υπόδειγμα. Η ιστορική-συγκριτική οπτική αποκαλύπτει τη μεταρρυθμιστική δυναμική ή αδυναμία που περιείχαν, ή περιέχουν ακόμα και σήμερα, οι κοινωνίες της νεωτερικότητας. Για δε την Ελλάδα, η Οικονομική Ιστορία του υπολοίπου εικοστού αιώνα επιβεβαιώνει, με ορισμένες εξαιρέσεις, το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα, που επισημαίνεται και στην περίπτωση της εισαγωγής των "δευτερογενών" αναπτυξιακών θεσμών, προωθητικών του "οργανωμένου" καπιταλισμού (κρατικός παρεμβατισμός, προγραμματισμός, κοινωνικό κράτος κ.ά.). Όπως και στην πρώτη φάση, ο κοινωνικός ανταγωνισμός, οι δημοσιονομικές επιλογές και τα ιδιοτελή πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα επηρέαζαν καθοριστικά τις μεταρρυθμιστικές αποφάσεις, ή μη αποφάσεις, των πολιτικών ελίτ για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής τους, συντηρώντας έτσι την οικονομική καθυστέρηση.
Σήμερα η νέα θεσμική πρόκληση προέρχεται από την παγκοσμιοποίηση/περιφερειοποίηση των οικονομιών και την έρπουσα οικονομική κρίση. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των αλλαγών, που δεν μπορούμε να προβλέψουμε, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι οι τρίτης γενιάς, νέοι οικονομικοί, εθνικοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί που σχεδιάζονται –παρά την πίεση του οικονομικού ανταγωνισμού– θα κατανοούν τον στόχο της οικονομικής ανάπτυξης όχι με τους όρους του πρώιμου καπιταλισμού, αλλά με σύγχρονο τρόπο. Διότι θεσμοί κοινωνικής συνοχής και θεσμοί προστατευτικοί της φύσης και του περιβάλλοντος έχουν καταστεί άμεσοι παραγωγικοί συντελεστές, προωθητικοί της οικονομικής ανάπτυξης. Προφανώς τον ίδιο δρόμο με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα ακολουθήσει και η Ελλάδα, καθώς εκλείπει πλέον σε μεγάλο βαθμό η μεταξύ τους ιστορική, θεσμική και πολιτισμική ασυμβατότητα.
*Ο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος είναι oμότιμος Καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο - Εκδότης του επιστημονικού περιοδικού "Social Cohesion and Development".