Γεννήθηκα 22 χρόνια µετά το τέλος του Β' Παγκοσµίου Πολέµου. Σε όλα τα παιδικά µου χρόνια, µιας και µεγάλωνα στο κέντρο του Ανατολικού Βερολίνου, έπαιζα στα ερείπια.
Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου ήµουν περίπου 20 ετών.
Πρόσφατα, εκδότης συνέταξε ένα βιογραφικό µου σηµείωµα που θα συνόδευε ένα διήγηµα· έγραψε ότι ο πατέρας µου ήταν Ρώσος και η µητέρα µου Πολωνή. Ανακριβές.
Ο πατέρας µου γεννήθηκε στην Ούφα, την τότε πρωτεύουσα της Αυτόνοµης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δηµοκρατίας του Μπασκίρ. Οι γονείς του ήταν Γερµανοί που είχαν µεταναστεύσει στη Σοβιετική Ένωση για να γλιτώσουν από τον φασισµό και µετά τον πόλεµο επέστρεψαν στη Γερµανία.
Η µητέρα µου γεννήθηκε σε µια µικρή πόλη στην τότε γερµανική Ανατολική Πρωσία. Όταν η περιοχή προσαρτήθηκε στην Πολωνία στο τέλος του πολέµου, η προγιαγιά µου πήρε την 3χρονη µητέρα µου και τα δύο αδέλφια της προς τα δυτικά, σε εδάφη που ακόµη ήταν γερµανικά. Ταξίδεψαν πεζοί, µε τρένο και µε άµαξα.
Ο πατέρας της µητέρας µου ήταν ακόµη αιχµάλωτος πολέµου στη Νορβηγία, ενώ τη µητέρα της ο Κόκκινος Στρατός την έστειλε στη Σιβηρία για καταναγκαστικά έργα. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1946 επέστρεψε στη Γερµανία και επανασυνδέθηκε µε την οικογένειά της.
Αυτό που αποκαλούµε "Ιστορία" έχει γράψει την ιστορία της οικογένειάς µου. Και ό,τι µας συνέβη, ό,τι µας έδωσε χαρά, ό,τι µας τροµοκράτησε, προηγήθηκε της ελπίδας και των επιθυµιών των δικών µας και αναρίθµητων άλλων ανθρώπων. Σπανίως τα πράγµατα που ελπίζαµε να συµβούν συνέβησαν όπως τα ελπίζαµε. Κάποτε αυτό είχε θετικές συνέπειες για µας και για την ανθρωπότητα· κάποτε όχι.
Οι γονείς του πατέρα µου ήλπιζαν ότι θα συµβάλουν στην οικοδόµηση µιας δίκαιης κοινωνίας στη Σοβιετική Ένωση, που θα βασιζόταν στην αλληλεγγύη. Αντ’ αυτού, γλίτωσαν "παρά τρίχα" από τις σταλινικές διώξεις. Οι γονείς της µητέρας µου πίστεψαν στη ναζιστική Γερµανία· 12 χρόνια µετά µάζευαν τα κοµµάτια τους για να χτίσουν µια νέα ζωή µέσα από τα ερείπιά της.
Εγώ, στα σοσιαλιστικά κρατικά σχολεία, διδάχθηκα ότι η Ιστορία της ανθρωπότητας ήταν η Ιστορία της πάλης των τάξεων που θα εξελισσόταν µε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων, µέχρι να φτάσουµε σε µια αταξική κοινωνία, γνωστή ως κοµµουνισµός. Το όνειρο για ένα λαµπρό µέλλον θα γινόταν πραγµατικότητα ίσως σε 200 ή 300 χρόνια. Εκείνη την εποχή η αρχή του Καρλ Μαρξ, "από τον καθένα σύµφωνα µε τις δυνατότητές του, στον καθένα σύµφωνα µε τις ανάγκες του", ήταν το κυρίαρχο σύνθηµα. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και τη διάλυση του ανατολικού µπλοκ, αυτή η αντίληψη για τον χρόνο και την πρόοδο έπαψε πλέον να στέκει.
Και άλλες ελπίδες και όνειρα έγιναν σκόνη, όπως τα όνειρα εκείνων των λίγων που τόλµησαν µε ρίσκο τη ζωή τους να ξεκινήσουν την επονοµαζόµενη "Ειρηνική Επανάσταση" στην Ανατολική Γερµανία, ώστε να γίνουν εκλογές και να διασφαλιστεί η ελευθερία έκφρασης, διατηρώντας συγχρόνως σοσιαλιστικές κοινωνικές δοµές. Οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν από τις επιθυµίες των πολλών που πίστευαν ότι ο εύκολος δρόµος προς την κατανάλωση ήταν να προσαρτηθεί η χώρα τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη Δυτική Γερµανία.
Η ενοποίηση των δύο Γερµανιών τον Οκτώβριο του 1990 δηµιούργησε µεγάλο αριθµό ανέργων στην Ανατολική Γερµανία τα επόµενα 4-5 χρόνια. Πολλοί που µόλις είχαν απελευθερωθεί από το σοσιαλιστικό κράτος βίωσαν ξαφνικά τη µετάβαση σε µια καπιταλιστική κοινωνία, τους κανόνες της οποίας αγνοούσαν.
Φαντάζοµαι τη γιαγιά µου από το σόι της µητέρας µου, κάποτε µέλος του Συνδέσµου Γερµανίδων, όπως τα περισσότερα κορίτσια κατά τη ναζιστική εποχή, 30 ετών, να κατεβαίνει από το τρένο που την έφερε από τη Σιβηρία. Να κάθεται σαν ζητιάνα στην υπόγεια διάβαση του σιδηροδροµικού σταθµού Όστµπανχοφ στο Βερολίνο. Να είναι συγχυσµένη, υποσιτισµένη, γεµάτη ψείρες. Δύο µέρες µετά, σε ένα "στρατόπεδο καραντίνας", να προσπαθεί να θυµηθεί τα ονόµατα των τριών παιδιών της.
Φαντάζοµαι τη γιαγιά µου από το σόι του πατέρα µου, µετανάστρια στις αρχές της δεκαετίας του 1990, να χάνει τα λογικά της. Να µουρµουρίζει µε κλειστά µάτια: "Δέκα άνθρωποι εκτελούνται το λεπτό. Τώρα...". Και ύστερα από ένα λεπτό, χωρίς να κοιτάξει το ρολόι της, να ξαναλέει: "Τώρα".
Φαντάζοµαι τη µητέρα µου το 1992, να γράφει επιστολή διαµαρτυρίας για την απόλυσή της από το Πανεπιστήµιο Χούµπολτ. Δεν είχε κάνει κάτι το µεµπτό· απλώς οι νέες Αρχές προέβησαν σε "επαναξιολόγηση".
Φαντάζοµαι τη θερινή κατοικία των παππούδων µου να ρηµάζει. Όπως και άλλα 650.000 σπίτια που είχαν κατοικηθεί από Ανατολικογερµανούς για 40 χρόνια προτού επιστραφούν στους πρώην ιδιοκτήτες από τη Δυτική Γερµανία µετά την επανένωση. Αυτοί οι παλαιοί-νέοι ιδιοκτήτες πούλησαν ακριβά το σπίτι σε κάποιον που µε τη σειρά του το πούλησε σε ακόµα πιο υψηλή τιµή. Το ακίνητο είχε µετατραπεί από τόπο κατοικίας σε µέσο κερδοσκοπίας.
Ενώ η µητέρα µου βρήκε προσωρινή απασχόληση µέσω ενός προγράµµατος εύρεσης εργασίας και ο πατέρας µου περιστασιακές αναθέσεις έργου µετά τη διάλυση της Ακαδηµίας Επιστηµών, εγώ περιπλανιόµουν στη Νέα Υόρκη. Στους πλακόστρωτους δρόµους της, κάτω από γέφυρες ή στους συρµούς του µετρό, παρατηρούσα και άλλους που βρίσκονταν "στη σκιά" επειδή δεν µπόρεσαν να πετύχουν στην καπιταλιστική κοινωνία.
Δεν µπορούµε να ξεφύγουµε από την Ιστορία· καταλαµβάνει τη θέση της στη ζωή µας – πουθενά έξω από αυτήν. Και δεν υπάρχει "ώρα µηδέν" για την Ιστορία. Η προϊστορία κρέµεται βαριά σαν µολύβι από το παρόν, και η µετα-ιστορία, το "µέλλον" που λέµε, έχει τις ρίζες της στο ήδη υπάρχον. Ακόµα και οι ραγδαίες αλλαγές αφήνουν αλλιώς τα σηµάδια τους σε κάθε γενιά – αλλιώς στους ηλικιωµένους, αλλιώς στους µεσήλικες και στους νέους. Στα βιβλία της Ιστορίας κάθε µάχη έχει όνοµα, τα νέα σύνορα έπειτα από έναν πόλεµο εµφανίζονται στον χάρτη. Όµως κανένας χάρτης δεν δείχνει τον τόπο όπου ένα ιστορικό γεγονός γίνεται προσωπικό βίωµα· αυτοί οι τόποι υπάρχουν µονάχα στη ζωή κάθε ανθρώπου. Μόνο εκεί µια ιστορική στιγµή µετατρέπεται σε πραγµατικότητα που διαχωρίζει το "πριν" από το "µετά". Η δύναµη για αλλαγή που ενυπάρχει στη θλίψη και στην ελπίδα υπάρχουν φορές που συντρίβεται. Υπάρχουν φορές που ορισµένοι τη χρησιµοποιούν για να εξυπηρετήσουν ίδια οφέλη. Υπάρχουν φορές που οδηγεί σε πρόσκαιρη ευτυχία. Άλλοτε, πάλι, όχι.
"Τα παλιά τα χρόνια, όταν οι ευχές έπιαναν ακόµη...", έτσι ξεκινούν πολλά γερµανικά παραµύθια.
*Η Jenny Erpenbeck είναι Γερµανίδα συγγραφέας. Το µυθιστόρηµά της "Kairos" τιµήθηκε µε το βραβείο Booker το 2024.
©2025 The New York Times Company and Jenny Erpenbeck