Του Μανόλη Καψή
To 1984, ένας διαδηλωτής ονόματι Τζόνσον, έκαψε στη διάρκεια μια πολιτικής εκδήλωσης στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, την αμερικανική σημαία, διαμαρτυρόμενος για την πολιτική Ρέιγκαν. Συνελήφθη και καταδικάστηκε για παραβίαση νόμου του Τέξας, ο οποίος καθιστούσε αδίκημα "το σκίσιμο, την καταστροφή ή με οποιαδήποτε μορφή φυσική κακομεταχείριση της σημαίας, με τρόπο που ο δράστης γνωρίζει ότι θα προσβάλει σοβαρά έναν ή περισσότερους ανθρώπους".
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του "Texas v. Johnson” ακύρωσε την καταδίκη, αποδεχόμενο ότι η πράξη είχε να κάνει με την ελευθερία του λόγου. Ότι ο διαδηλωτής, καίγοντας τη σημαία, ήθελε να εκφράσει μια άποψη. Που ενδεχομένως ως άποψη ενοχλούσε πολλούς, αλλά που έπρεπε να προστατευθεί, στα πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης.
Η απόφαση του Δικαστηρίου σημείωνε ότι "η κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την έκφραση μιας ιδέας απλώς και μόνο επειδή η κοινωνία βρίσκει αυτή την ιδέα προσβλητική ή δυσάρεστη". Μάλιστα σε άλλο σημείο της απόφασης σημειωνόταν ότι "ο χαρακτηρισμός ενός συμβόλου ως μοναδικού ή διαφορετικού ή προορισμένου να υπηρετεί αποκλειστικά ορισμένες ιδέες και η απαγόρευση χρήσης του για έκφραση αντίθετων ιδεών, αποτελούν βάναυση παρέμβαση στις δυνατότητες έκφρασης των πολιτών και στον δημόσιο διάλογο". (βλ. Σταύρος Τσακυράκης. Η Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021)
Αυτά συνέβησαν όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι στην Ευρώπη, πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου διάφορες εξουσίες και ομάδες συμφερόντων περιορίζουν την ελεύθερη έκφραση στο όνομα της προστασίας διαφόρων αξιών.
Δεν ξέρουμε τι θα έκανε η πολιτεία του Τέξας ή το Ανώτατο Δικαστήριο με έναν δημοσιογράφο που θα χαρακτήριζε μια σημαία "πατσαβούρα", εικάζουμε όμως ότι θα ήταν ανεκτικοί και απολύτως ψύχραιμοι και θα αποδέχονταν το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου ή και δημοσιογράφου, να χαρακτηρίσει μια σημαία "πατσαβούρα".
Σίγουρα δεν θα αντιδρούσαν με την οργή και το μένος που αντέδρασαν τα Ενωμένα Πειθαρχικά Συμβούλια της Ένωσης Συντακτών, που εν ολομελεία αποκτούν τον βαρύγδουπο τίτλο του Εποπτικού Συμβουλίου Δεοντολογίας και που χαρακτήρισαν "αποκρουστική (sic) την περίπτωση ανθρώπου και πολύ περισσότερο προσώπου που φέρει τη δημοσιογραφική ιδιότητα, να προσβάλει βάναυσα και προκλητικά με ευτελείς χαρακτηριστικούς, την εθνική σημαία του χειμαζόμενου παλαιστινιακού λαού".
Δεν είναι οι μόνοι που οργίζονται με την προσβολή των συμβόλων. Με την ίδια ιερή οργή αντέδρασε και ένας (πρώην) βουλευτής της Νίκης ονόματι Παπαδόπουλος, όταν έκρινε ότι προσβάλλεται βάναυσα και προκλητικά η χριστιανική πίστη και τα σύμβολα (όχι του παλαιστινιακού έθνους αυτήν τη φορά) αλλά της ορθοδοξίας, από ορισμένους καλλιτέχνες που μετείχαν στην έκθεση "Η γοητεία του αλλόκοτου" στην Εθνική Πινακοθήκη. Μάλιστα αυτός εξέφρασε την ιερή οργή του και με πράξεις και μπούκαρε στην Πινακοθήκη και έριξε τους πίνακες στο έδαφος, με σκοπό να τους καταστρέψει.
Πάλι καλά όμως. Έμεινε εκεί. Πριν από μερικά χρόνια κάτι μουσουλμάνοι τζιχαντιστές που θεώρησαν ότι οι σκιτσογράφοι του "Charlie Hebdo" προσβάλλουν τον Μωάμεθ και τα σύμβολα της μουσουλμανικής πίστης ήταν πιο βίαιοι και δυστυχώς πολύ πιο αποτελεσματικοί.
Πάντως για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας και στην ΕΣΗΕΑ, η οργίλη αντίδραση στην ακραία έστω (ή και προσβλητική για ορισμένους) φρασεολογία ενός δημοσιογράφου δεν έχει να κάνει μόνο με την προφανή και αυτονόητη ευαισθησία για το δράμα του Παλαιστινιακού Λαού.
Είναι μια γενικότερη τάση στην Ευρώπη να περιορίζεται ο λόγος, όταν κινδυνεύει να προσβάλει -λέει- τα αισθήματα μιας ομάδας ή άλλοι θεωρούν ότι είναι fake news. Όπως έγραφε πρόσφατα και ο Economist, όλη η ήπειρος ποινικοποιεί τη "ρητορική μίσους", η οποία είναι δύσκολο να οριστεί, αλλά επεκτείνεται συνεχώς για να καλύψει νέες ομάδες. Για παράδειγμα, στη Φινλανδία είναι παράνομο να προσβάλλεις μια θρησκεία, αλλά και η παράθεση ορισμένων εδαφίων από την Παλαιά Διαθήκη μπορεί επίσης τελικά να είναι επικίνδυνη: ένας βουλευτής διώχθηκε ποινικά επειδή δημοσίευσε ένα εδάφιο της Βίβλου για την ομοφυλοφιλία…
Στόχος των νόμων περί ρητορικής μίσους είναι η προώθηση υποτίθεται της κοινωνικής αρμονίας. Ωστόσο, γράφει το βρετανικό περιοδικό, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι λειτουργούν. Η καταστολή του λόγου με την απειλή της ποινικής δίωξης φαίνεται να ενισχύει τη διαίρεση. Οι λαϊκιστές ευδοκιμούν στην ιδέα ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν αυτό που πραγματικά σκέφτονται, μια άποψη που τώρα συμμερίζεται πάνω από το 40% των Βρετανών και των Γερμανών.
Για να το πούμε διαφορετικά: Εφόσον πιστεύουμε, και υποθέτω πιστεύει και η ΕΣΗΕΑ, στην ελευθερία του λόγου, σημαίνει ότι υπερασπίζεσαι και τον λόγο που δεν σου αρέσει. Τόσο απλό.